Γράφει ο Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης
Το 2020 είναι σίγουρα μια χρονιά που επαναπροσδιόρισε άρδην τη στάση μας απέναντι στις καταστάσεις που βιώνουμε και που επέτεινε τη συνειδητοποίηση του λαού σε όλο το φάσμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας.
Κι αν αυτό είναι το καλό νέο, το κακό είναι πως αυτή η συνειδητοποίηση δεν οφείλεται σε εσωτερικές διεργασίες του λαϊκού σώματος· οφείλεται στην παροξυστική πια επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, που εξάντλησε κάθε περιθώριο του κατευναστικού μπλοκ να επιμένει να βλέπει την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των ιδεοληψιών και της υποχωρητικότητας. Το μπλοκ αυτό, μειοψηφικό σαν άποψη και σαν απήχηση αλλά παντοδύναμο επικοινωνιακά, περιλαμβάνει τις ελίτ της χώρας και το πολιτικό κατεστημένο, διαπερνώντας οριζόντια το πολιτικό φάσμα.
Όμως το αποτέλεσμα μετράει: Κι αυτό είναι πως ο μύθος της ανίκητης Τουρκίας κατέρρευσε κατά τη διάρκεια του πολέμου που γίνεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Η καραμέλα που για χρόνια πιπίλιζαν πολιτικοί και ΜΜΕ για την ανάγκη συμβιβασμού, δηλαδή εκχώρησης στην Τουρκία της κυριαρχίας μας και συνακόλουθα μετατροπής μας σε δορυφόρο της, έλιωσε στα ζεστά νερά των θαλασσών μας. Και είναι χαρακτηριστικό πως αμέσως πριν την αποτροπή των μεταναστευτικών πληθυσμών που η Τουρκία χρησιμοποίησε σαν άλλους σακκουλιέρηδες* στον Έβρο, τα κόμματα εξουσίας σε …κοινή(!) τους εκδήλωση προπαγάνδιζαν ανοιχτά την προσφυγή στη Χάγη με όρους που εξυπηρετούν τους Τουρκικούς σχεδιασμούς. Η κατάρα αυτού του τόπου είναι πως τα κόμματά του επιδεικνύουν μια ξεχωριστή ομοψυχία όταν πρόκειται να απεμπολήσουν δικαιώματα και σύμβολα, πάντα με μιαν οργουελιανή ρητορική. Το είδαμε πολύ πρόσφατα και στο θέμα των Σκοπίων, το βλέπουμε και στα ελληνοτουρκικά.
Όμως η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη, που ο λαός κατάλαβε πως εδώ παίζεται η ύπαρξή μας. Η συντριβή των ΜΑΤ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου από τον εξεγερμένο κόσμο έδωσε ένα μήνυμα που η κυβέρνηση έπρεπε να το ακούσει αν ήθελε να μην πέσει, ενώ κατέδειξε πόσο αλληλένδετα είναι όλα τα προβλήματα που ταυτόχρονα αντιμετωπίζομε, όπως εδώ το μεταναστευτικό με τα ελληνοτουρκικά. Και, πιεσμένη από τη λαϊκή οργή, εφάρμοσε μια πολιτική αποτροπής που ούτε πιστεύει, ούτε έχει το στελεχικό δυναμικό να υλοποιήσει: Αντίσταση στον Έβρο, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι εκεί που πιστεύαμε πως οι Τούρκοι είναι σε θέση να κάνουν περίπατο, είδαμε έκπληκτοι πως η ψυχή του λαού μας μπορεί ακόμα να καλύπτει την υπεροπλία τους. Είδαμε πως μπορούν να φυλαχτούν και τα θαλάσσια σύνορα. Πως μια στάση που για πρώτη φορά δεν ήταν κατευναστική, μας αναβίβασε σε αξιόπιστους συνομιλητές άλλων δυνάμεων που βρίσκονται σε αντιπαλότητα με την Τουρκία αλλά δεν είχαν εμπιστοσύνη να μας προσεγγίσουν: Αίγυπτος, Γαλλία, Αυστρία, Εμιράτα, δημιουργούν πλάι μας και με ίσους όρους συμμαχίες. Η Αυστρία στέλνει δυνάμεις της να μας βοηθήσουν απέναντι στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας στον Έβρο, η Γαλλία εμφανίζεται αρωγός μας στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχηματίζονται γύρω μας συμμαχίες απέναντι στον Τουρκικό ιμπεριαλισμό, η Ελλάδα ξαναμπαίνει στο χάρτη των αξιοπρεπών εθνών.
Όμως αυτά έχουν όρια. Τα όρια που οι δεσμεύσεις και ο εθνομηδενισμός του πολιτικού κατεστημένου επιβάλλουν. Δε μπορεί να υπάρξει αποτρεπτική πολιτική με το ΕΛΙΑΜΕΠ να τροφοδοτεί με στελέχη και ιδεολογία τον κρατικό μηχανισμό και με αυτούς που διαδοχικά ασκούν εξουσία να συμμορφώνονται στις επιταγές των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Οι φετινές νίκες του λαού μας, επιτεύχθηκαν παρά την αντίθετη βούληση των κυβερνώντων και την ανυπαρξία αντιπολίτευσης στα εθνικά θέματα. Επιτεύχθηκαν γιατί ο λαός επέβαλε τις θέσεις του και όσο η Τουρκία δείχνει τα δόντια της, οι πολιτικοί δεν τολμούν να υποχωρήσουν. Είναι χαρακτηριστικό όμως πως μόλις εκτονωθεί λίγο η κατάσταση, προσφερόμαστε για διάλογο με το μέχρι χτες εισβολέα. Κι αυτό μας στερεί αξιοπιστία και φέρνει από το παράθυρο αυτό που πετάξαμε έξω από την πόρτα.
Δε μπορούμε να συζητούμε για διάλογο με την Τουρκία αν δεν υπάρξει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίας προκλήσεων απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Και η ανοχή που δείχνομε στις παραβιάσεις της ΑΟΖ του δεύτερου ελληνικού κράτους στην περιοχή, ούτε μας τιμά ούτε είναι στρατηγικά ορθή.
Η Τουρκία δεν κρύβεται· δείχνει ανοιχτά ποια είναι. Αυτοί που κρύβονται πίσω από δάχτυλό τους είναι οι ελίτ και τα φερέφωνα των ξένων στην Ελλάδα, αρκετοί, αλλά λιγότεροι από πριν, Ευρωπαίοι, το ΝΑΤΟ. Αλλά αυτοί που συνειδητοποιούν πια είναι όλο και περισσότεροι. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος, με μια πολιτική δική μας που θα «κατανοεί» τα συμφέροντα της Γερμανίας, της Αμερικής, της Τουρκίας αλλά όχι της Ελλάδας και της Κύπρου, τα κράτη που συνειδητοποιούν το αναθεωρητικό και γενοκτόνο πρόσωπο της Τουρκίας, να μην αντιδράσουν λόγω της δικής μας υποχωρητικότητας. Μοιραία, τα ελληνικά κράτη, ακρίτες της Ευρώπης, υποχρεούνται να μπουν αυτά μπροστά, ακόμα κι αν δεν έχουν καμιά βοήθεια. Το παράδειγμα των αδελφών μας στο Αρτσάχ και την Αρμενία μας θυμίζει τί είμασταν κάποτε κι εμείς, μας γεμίζει ζήλεια και περίσκεψη για το πώς καταντήσαμε, αλλά μας δείχνει το μόνο δρόμο που υπάρχει. Χώρια που ήδη έχει αποδειχτεί πως η δική μας αντίσταση συσπειρώνει ευρύτατες και πανίσχυρες συμμαχίες απέναντι στην Τουρκία.
Η μηδενική ανοχή στην αμφισβήτηση των δικαιωμάτων μας και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε συνδυασμό με την αμυντική μας θωράκιση, κατά προτεραιότητα μέσα από δικές μας δυνάμεις (και με αντισταθμιστικά οφέλη και μεταφορά τεχνογνωσίας όπου χρειάζονται εισαγωγές), πρέπει να είναι μονόδρομος σε αυτή τη συγκυρία. Όμως η κυβέρνηση παλινωδεί μεταξύ αντίστασης και διαλόγου, μεταξύ εξαρτήσεων και λαϊκής ώθησης προς την αποτροπή, μεταξύ συμμαχίας με τη Γαλλία και ικανοποίησης των επιθυμιών της Γερμανίας και των ΗΠΑ.
Και πάλι, κάθε μέρα, σε κάθε γωνιά των συνόρων, φαίνεται η γύμνια της κατευναστικής πολιτικής, που ακόμα κι όταν αναγκάζεται να αντισταθεί, το κάνει αντανακλαστικά και δεν έχει ποτέ την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δεν είναι δυνατό να εισβάλλει η Τουρκία μέσω των Αζέρων στο Αρτσάχ και η Ελλάδα να κρατά ίσες αποστάσεις. Πέρα από το οφθαλμοφανές στρατηγικά ζήτημα του ότι μια επιτυχία των Τούρκων στο Αρτσάχ θα τους ενισχύσει απέναντί μας, υπάρχει και το θέμα αρχής της συμπαράστασης σε ένα λαό αγωνιζόμενο και γενοκτονημένο από τον ίδιο θύτη με μας.
Η κατακλείδα, που αναδύεται σε κάθε βήμα, σε κάθε οπτική γωνία των καταστάσεων που βιώνουμε, από τα εθνικά μέχρι το μεταναστευτικό κι από την (μη) παραγωγή μέχρι τη δημογραφία, είναι πως υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του λαϊκού αισθήματος και των πολιτικών, η οποία δεν επιτρέπει να προχωρήσομε πέρα από ένα σημείο. Οφείλομε λοιπόν να διαμορφώσομε εκείνες τις συνθήκες όπου ο λαός θα ταυτίζεται με το κράτος του. Αυτό το δρόμο τον έχομε ξεκινήσει, αλλά το τέρμα απέχει ακόμα πολύ. Στο χέρι μας είναι να προλάβομε να φτάσομε…