Από το βιβλίο του Δημητρίου Κουγιουμτζόγλου, “Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού”, σελ. 227-252
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ολόκληρο το βιβλίο εδώ
Αλλά και στο επίπεδο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, για πολλούς βυζαντινούς αυτοκράτορες μαρτυρείται πως ο Αλέξανδρος αποτελούσε πρότυπο ανδρείου ηγεμόνα, σε συνέχεια της παράδοσης της Imitatio Alexandri των Ρωμαίων αυτοκρατόρων305. Ήδη για τον αυτοκράτορα και ιδρυτή της πόλης Μέγα Κωνσταντίνο αναφέρεται πως στη θέση του Στρατηγείου306 αρχικά είχε ιδρύσει το φόρουμ της πόλης και πως σ’ αυτόν το χώρο ο ίδιος αυτοκράτορας, σε μια κίνηση ισχυρού συμβολισμού, είχε μεταφέρει έναν αρχαίο τρίποδα του Αλέξανδρου, όπως μας πληροφορούν οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί. Το κείμενο αυτό περιγράφει διάφορα μνημεία και κτήρια της Κωνσταντινούπολης και χρονολογείται τον 8ο αιώνα («Ὁ τρίπους ὁ ἐν τῶ Στρατηγίω τῶ μεγάλω, καθά Προμούντιος Ἀλέξανδρον λέγει εἶναι τον Μακεδόνα», Cameron – Herrin 1984: 150). Ωστόσο η λέξη τρίπους στο κείμενο των Παραστάσεων θα μπορούσε να σημαίνει «άγαλμα» (Cameron – Herrin 1984: 264), άλλωστε τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως (μέρος του οποίου αποτελούν και οι Παραστάσεις Σύντομοι) μας πληροφορούν πως ο Κωνσταντίνος μετέφερε στο Στρατηγείο της Κωνσταντινούπολης ένα άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Χρυσόπολη, όπου στεκόταν για 648 χρόνια (Cameron – Herrin 1984: 265). Πιθανόν μάλιστα στον ανδριάντα αυτόν ο Αλέξανρος να ήταν έφιππος και να μετατράπηκε σε απεικόνιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή να φιλοτεχνήθηκε εξαρχής ανδριάντας του έφιππου Κωνσταντίνου κατά τα αλεξάνδρεια πρότυπα (Σκαρλάτος 1851 (1993):409). Ίσως να πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια μίμησης του Αλέξανδρου από τον Κωνσταντίνο: όπως εκείνος ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, έτσι και ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη307, επομένως το πρότυπό του, ο Αλέξανδρος, σαφώς και έπρέπε συμβολικά να ενυπάρχει σ’ αυτήν μέσω της «εικόνας» του, δηλαδή του αγάλματός του. Άλλωστε και ο Ευσέβιος Καισάρειας (Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως) συγκρίνει τον Κωνσταντίνο με τον Αλέξανδρο (Βασιλακοπούλου 1999: 1305, βλέπε αναλυτικά και κεφάλαιο 2.1.). Επιπλέον, σε ένα μετάλλιο εκεινης της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι) απεικονίζεται σε προφίλ ο ίδιος ασπιδοφόρος και δορυφόρος μαζί μεμια δεύτερη ανδρική προτομή πίσω του, επίσης σε προφίλ, η οποία από ορισμένους ερευνητές ερμηνεύεται ως απεικόνιση του ίδιου του Αλέξανδρου. Μάλλον όμως πρόκειται για το θεό Ήλιο, αφού η μορφή αυτή φέρει στεφάνι με ακτίνες στην κεφαλή. Άλλωστε, πρόσθετο τεκμήριο αποτελεί η απεικόνιση του άρματος του θεού Ήλιου στην επιφάνεια της ασπίδας του Κωνσταντίνου. Θα μπορούσε, βεβαια, να είναι και ο Αλέξανδρος –Ήλιος, όπως είχε ήδη καθιερωθεί μέσα από το συγκρητισμό της μορφής του, στοιχείο που αναλύθηκε στο κεφάλαιο 2.2. (βλέπε και υποσημείωση 114). Όπως και να έχει, το αλεξάνδρειο πρότυπο στο μετάλλιο αυτό τεκμηριώνεται από την επιγραφή που φέρει περιμετρικά: INVICTUS CONSTANTINUS MAGNUS, «Ανίκητος Κωνσταντίνος Μέγας».
Τέλος, ο Μέγας Κωνσταντίνος συνέχισε και μια μακραίωνη λατρευτική παράδοση που είχε ξεκινήσει ο Αλέξανδρος και είχαν υιοθετήσει και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες: την απόδοση τιμών στα αγάλματά του, που ήταν στημένα σε δημόσιους χώρους της Κωνσταντινούπολης. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε στο Βυζάντιο ως τον 8ο αιώνα κι έτσι κάθε φορά που ενθρονίζονταν ένας νέος ηγεμόνας το άγαλμά του γινόταν αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας με γιορτές και πανηγυρισμούς, όπως για παράδειγμα το αργυρό άγαλμα της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, που στήθηκε απέναντι από την Αγία Σοφία το 403 (Παπαϊωάννου 2013:85). Η ειδωλολατρική αυτή παράδοση δεν άρμοζε με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ωστόσο φανερώνει πόσο ισχυρή ήταν η παράδοση της λατρείας του ηγεμόνα, όπως καθιερώθηκε από τον Αλέξανδρο, ώστε να επιβιώσει τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα στο χριστιανικό Βυζάντιο.
Η σύγκριση με τον Αλέξανδρο γίνεται κοινός τόπος σε αναφορές βυζαντινών συγγραφέων για τους αυτοκράτορές τους στα διάφορα εγκώμια αυτοκρατόρων308. Ο Θεμίστιος, σε λόγο του, κρίνει τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο «φιλοσοφώτερο» από τον Αλέξανδρο του Φιλίππου (Βασιλακοπούλου 1999: 1305). Ο Λιβάνιος επίσης στο βασιλικό λόγο εἰς Κωνστάντιον καί Κώνσταντα τους συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, με στόχο βέβαια να τους βγάλει ανώτερους από τον αρχαίο Έλληνα βασιλιά, καθώς αυτοί από την αρχή είχαν μια σταθερή εξουσία πάνω σε εδάφη, την οποία διατήρησαν και στη συνέχεια, ενώ ο Αλέξανδρος κατακτούσε γη, την οποία αφαιρούσε από άλλους. Έτσι, καταλήγει ο Λιβάνιος, ο Αλέξανδρος, αλλά και ο Κύρος και ο Δαρείος είναι κατώτεροι από την επικρατούσα αντίληψη για αυτούς309. Για το Φιλοστόργιο, ο Ιουλιανός φιλοδοξούσε να γίνει «ο Νέος Αλέξανδρος, από τη Μακεδονία»310. Ο Θεμίστιος πάλι, σε λόγο του προς το Θεοδόσιο το Μέγα (Εἰς Θεοδόσιον. τις ἡ βασιλικωτάτη τῶν ἀρετῶν) του λέει να μετατρέψει τον ηγέτη των Γετών από εχθρό σε πιστό φίλο και σύμμαχο, όπως ο Αλέξανδρος έκανε με τον Πώρο, ο Αρταξέρξης με το Θεμιστοκλή και οι Ρωμαιοι με το Λίβυο Μασσανάσση. Σε άλλο λόγο του πάλι στον ίδιο αυτοκράτορα, με τίτλο «Πρὸς τοὺς αἰτιασαμένους ἐπὶ τῷ δέξασθαι τὴν ἀρχήν», αναφέρει ότι ο Θεοδόσιος ξεπερνά σε φιλοτιμία και τον Αλέξανδρο το Μέγα, παρόλο που αυτός είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη και ξανάκτισε τα Στάγειρα.311 Αλλού πάλι ο Θεμίστιος τονίζει, μέσα από το παράδειγμα του Αλέξανδρου με τον Πώρο, πόσο θετικό είναι ο βασιλιάς να επιδεικνύει μεγαλοψυχία στον ηττημένο αντίπαλο. Γενικότερα, ο Θεμίστιος κάνει πολλές αναφορές στον Αλέξανδρο στους λόγους του, τονίζοντας κατεξοχήν τα θετικά του στοιχεία. Ο Σώπατρος από την Αντιόχεια, σε λόγο του προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 387 μ.Χ., τον επαινεί για την επιείκεια που επέδειξε έναντι της εξεγερμένης γενέθλιας πόλης του, σε αντίθεση με τη σκληρότητα που επέδειξε ο Αλέξανδρος απέναντι στη Θήβα (Lushen 2013: 110). Ακόμη και ο Λιβάνιος, στο λόγο του Πρός Θεοδόσιον τόν βασιλέα ἐπί ταῖς διαλαγαῖς, τονίζει πως ο Θεοδόσιος νικά σε ημερότητα «τόν τοῦ Διός παῖδα δόξαντα εἶναι τόν Ἀλέξανδρον», φέρνοντας ως παράδειγμα την καταστροφή της Θήβας. Κατά το ρήτορα Προκόπιο από τη Γάζα, ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ (491-518) διακρίνεται για το βασιλικό φρόνημα, όπως ο Αλέξανδρος312. Κολακεύοντας τον Αναστάσιο ο Προκόπιος γράφει στον Πανηγυρικόν εις Αναστάσιον λόγο του:
«Αρχικά δεν πίστευα σ’ αυτά που μάθαινα και μου φαίνονταν ένα μύθευμα, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος βασίλεψε με αξιοσύνη και ότι από τα χέρια του έρρεε χρυσός στους υπηκόους του και ότι ο ίδιος τιθάσευσε τις ηδονές του σώματος και έγινε ανώτερος από τη φύση του. Τώρα όμως βλέπω με έργα να γίνονται αυτά που θαύμαζα ακούγοντάς τα και γνωρίζω πλέον ότι, αν ο Αλέξανδρος ήταν τέτοιος, σαν κι αυτόν που αποδείχθηκες εσύ στην πράξη ότι είσαι για μας, τότε πείθομαι ότι πράγματι κι αυτός τους νίκησε όλους στη μάχη και πως είναι γιος του Διός και ότι ο Φίλιππος απατήθηκε (από την Ολυμπιάδα)»313.
Σε μια πραγματεία γραμμένη τον 6ο αιώνα ο ιστορικός Μένανδρος Προστάτης συνιστά ακριβώς τη σύγκριση με τον Αλέξανδρο προκειμένου να δοξάσει κάποιος τα αυτοκρατορικά ιδεώδη (Nikitin, Balakhanova, Khimin 2012: 70). Ο μαθητής του Προκόπιου Χορίκιος από τη Γάζα, σε λὀγο που εκφωνεί για τη γιορτή των Βρουμάλιων το 530, συγκρίνει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με τον Αλέξανδρο, το γιο του Φιλίππου, ο οποίος επίσης έδωσε μια γιορτή μετά τη νίκη του κατά των Περσών. Σε άλλο λόγο του πάλι αναφέρεται στην προτίμηση του Αλέξανδρου στο Λύσιππο (Luschen 2013: 136). Νέος Αλέξανδρος χαρακτηρίζεται και ο μεγάλος Βελισάριος, στρατηγός του Ιουστινιανού, στην Ιστορία του Βελισαρίου, που όμως είναι μεταγενέστερο δημιούργημα της εποχής του βυζαντινού στρατηγού, με το αρχικό κείμενο να χρονολογείται στον 14ο αιώνα314. Ο εξαίρετος υμνογράφος Γεώργιος Πισίδης στην Ηρακλειάδα του, έργο στο οποίο υμνεί τα κατορθώματα του Αυτοκράτορα Ηράκλειου κατά των Περσών, μέχρι την τελική νίκη εναντίον του Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη το 627, αντιπαραβάλλει το βυζαντινό αυτοκράτορα με τον Αλέξανδρο με τους παρακάτω στίχους:
«Ἤδη γὰρ ὁ Πλούταρχος ἐξᾶραι θέλων / τὸν τοῦ Φιλίππου καὶ πρὸς ὕψος ἁρπᾶσαι /ἔσπευδε δεῖξαι πᾶσιν ὡς ἐναντίαι / κατεῖχον αὐτὸν ἀντιπράττουσαι τύχαι»˙
Και συνεχίζει τονίζοντας πως ο Αλέξανδρος τελικά, εκτός από την τύχη είχε με το μέρος του και ικανότατους συμμάχους και στρατιώτες, ενώ ο Ηράκλειος είχε στρατό «γέμοντα περσικού φόβου» και πως τελικά με την πειθώ του και την ικανότητά του στα όπλα κατάφερε να μετατρέψει τους αρχικά άτολμους και φυγόμαχους στρατιώτες του σε γενναίους μαχητές και διώκτες των Περσών315. Σε ένα άλλο του ποίημα πάλι, την Περσική Εκστρατεία, ο Πισίδης εγκωμιάζει τις τακτικές μάχης του Ηρακλείου ως σοφότερες από αυτές του Αλέξανδρου, έτσι ώστε ο πρώτος να είναι βασιλιάς από τη φύση του, ενώ ο δεύτερος απλά από κληρονομιά. Επομένως, χρησιμοποιεί το μοτίβο της σύγκρισης για να εξυψώσει τον Ηράκλειο, (Stewart 2014: 10). κάτι που θα αποτελέσει κοινό τόπο στους υμνητές βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο Πισίδης ήταν σύγχρονος του Ηράκλειου και μάλλον στην υπηρεσία του πατριάρχη Σεργίου ως κληρικός, ωστόσο το έργο του είχε μακρά επίδραση, καθότι αναφέρεται και στο μεταγενέστερο λεξικό της Σούδας (Stewart 2014: 10). Γενικότερα, η προβολή του Ηρακλείου ως Νέου Αλεξάνδρου φαίνεται πως ήταν κοινός τόπος στους βυζαντινούς συγγραφείς της εποχής της καθοριστικής για το μέλλον της αυτοκρατορίας βασιλείας του (610-641), καθότι ο αυτοκράτορας αυτός, με την ακατάβλητη δύναμη, την επιμονή και το προσωπικό του θάρρος στο πεδίο της μάχης, συνέτριψε τους Πέρσες στην ανατολή, καταγάγοντας περιφανείς νίκες, από την Ισσό ως τη Νινευή. Αρμενικά και γεωργιανά χρονικά αναφέρουν τόσο τον Αλέξανδρο όσο και τον Ηράκλειο ως «Βασιλιά των Ελλήνων», που θα υλοποιήσει την προφητεία του Δανιήλ. Σύμφωνα με το Θεοφύλακτο Σιμοκάττη ακόμα και ο μεγάλος αντίπαλος του Ηρακλείου, ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, πίστεψε πως οι νίκες του Αλέξανδρου θα πιστωθούν στον ίδιο (Stewart 2014: 7). Τέλος δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής και ο συσχετισμός του ονόματος του Ηράκλειου με τον Ηρακλή, το μυθικό πρόγονο του Αλέξανδρου, αλλά και η αποτύπωση στη βυζαντινή τέχνη της μορφής του Ηρακλείου ως «Νέου Αλέξανδρου» (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 3.5.1).
Τον 10ο αιώνα, ο Θεοδόσιος Διάκονος, ο υμνητής του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ και του στρατηγού του και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, στον εγκωμιαστικό λόγο που τους γράφει για την άλωση του Χάνδακα και την επανάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες, τους αντιπαραβάλλει τέσσερις φορές, -μία το Νικηφόρο και τρεις το Ρωμανό- με τον Αλέξανδρο:
«δεν βρήκα άλλο δεύτερο αρχιστράτηγο σαν κι εσένα, …………
ούτε το γιο του Φιλίππου, για τον οποίο ο Πλούταρχος εξιστορεί ότι ήταν πρώτος στις μάχες».
(Τσερεβελάκης 2009: 47, 76-77, 87).
Στην ίδια τη Μακεδονία υπήρχε ανέκαθεν πρόσφορο έδαφος για τη θεώρηση του Αλέξανδρου ως ένδοξου προγόνου. Αυτό ίσχυε ακόμα και για το …θέμα Μακεδονίας του 9ου αιώνα, που δεν είχε καμιά σχέση γεωγραφικά με την ιστορική Μακεδονία, αλλά τοποθετούνταν στη Θράκη. Και όμως! Ο Βασίλειος ο Α΄, ο ιδρυτής της μακεδονικής δυναστείας, που γεννήθηκε σ’ αυτό, παρουσιάζεται από τον ιστορικό Ιωσήφ Γενέσιο να έλκει την καταγωγή του και από τους Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππο και Αλέξανδρο, «άριστους ηγεμόνες». Ο ίδιος ιστορικός μάλιστα αναφέρει ότι ο Βασίλειος δάμασε ατίθασο άλογο όπως ο Αλέξανδρος το Βουκεφάλα (Migne 1863 Δ: 1128, 1133, Βασιλακοπούλου 1999:1312, Δεληκάρη 2008: 143-44). Ο γιος του Βασίλειου, Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912), στα Τακτικά του, ένα κείμενο που περιλαμβάνει τα πάντα για τη δομή του βυζαντινού στρατού, τη στρατηγική, τις τακτικές μάχης και άλλα στοιχεία, στο ιδιαίτερο καταληκτικό κεφάλαιο Περί διαφόρων γνωμικῶν κεφαλαίων, στο οποίο και δίνει συμβουλές για διάφορες περιστάσεις στον ανώνυμο βυζαντινό στρατηγό, επικαλείται τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα γρήγορης δράσης και μη αναβλητικότητας σημειώνοντας χαρακτηριστικά:
«καί γάρ τόν Ἀλέξανδρον ποτε τόν βασιλέα ἐρωτώμενον, πῶς ἐν ὀλίγοις ἔτεσι τοσαῦτα καί τηλικαῦτα μεγάλα κατώρθωσε πράγματα, λέγεται εἰπεῖν, Ὅτι οὐδέν δεόμενον τῆ σήμερον ὑπερεθέμην εἰς τήν αὔριον»316. (Migne 1863 B: 1037).
Επιπλέον, ο εγγονός του Βασιλείου Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος στο έργο του Ἱστορική διήγησις τοῦ βίου καί τῶν πράξεων Βασιλείου εξειδικεύει την παράδοση της καταγωγής του Βασιλείου από τον Αλέξανδρο στο πρόσωπο της μητέρας του, της Παγκαλώς, η οποία από τη μια πλευρά των γονιών της καυχιόταν πως είχε συγγένεια με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και από την άλλη «την Ἀλεξάνδρου ηὔχει λαμπρότητα» (Σιδερή 2010: 58, 339). Την ίδια πληροφορία δίνει και ο Συνεχιστής του Θεοφάνους στη Χρονογραφία του (Migne 1863 Δ: 232). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς πάλι, στο δικό του στρατιωτικό εγχειρίδιο με τίτλο Στρατηγική Έκθεσις και Σύνταξις: αναφερόμενος σε παραδείγματα διάταξης φάλαγγας πεζικού, ανατρέχει στην αρχαία μακεδονική φάλαγγα που παρέταξε ο Αλέξανδρος «εναντίον των Αιθιόπων». Για το γνωστότερο διάδοχο του Βασιλείου Α΄, το Βασίλειο Β΄, (975-1025), έναν από τους λαμπρότερους βυζαντινούς αυτοκράτορες, είναι γνωστός ένας εγκωμιαστικός λόγος του Λέοντος Διακόνου κατά τα πρώτα χρόναι της βασιλείας του, γύρω στο 980 σύμφωνα με διάφορα τεκμήρια που επικαλείται ο Συκουτρής (Συκουτρής 1933: 430-434). Σε μια αποστροφή του λόγου, προκειμένου να αναδείξει τα κατορθώματα του Βασιλείου (που βέβαια ακόμη, τότε, ήσαν ελάχιστα) κάνει μια αναφορά σε «Ξέρξας δή τινας καί Κύρους καί Ἀλεξάνδρους, ἔτι τε Καμβύσας καί Πομπηίους», οι οποίοι, όπως λέει, αν ζούσαν τώρα (την εποχή του Βασιλείου) θα είχαν ηττηθεί από τα δικά του κατορθώματα (πρωτότυπο κείμενο σε Συκουτρή 1933: 429). Βέβαια, η αναφορά αυτή, που θα άκουσε μαζί με τον υπόλοιπο λόγο ο νεαρός Βασίλειος, είναι αρκετά ασαφής για να θεωρήσουμε πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ξεχωριστό και προβεβλημένο πρότυπο ηγεμόνος για το Βασίλειο. Ωστόσο, είναι γνωστό πως ο Βασίλειος, όταν έγινε ο φοβερός και ακατανίκητος εκείνος αυτοκράτορας, που δόξασε το Βυζάντιο και διέσωσε τον ελληνισμό της Μακεδονίας, γιόρτασε τα επινίκεια του πολύχρονου αγώνα του κατά των επιδρομέων Βουλγάρων στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, δηλαδή στον Παρθενώνα της Αθήνας, τον οποίο κόσμησε «ἀναθήμασι λαμπροῖς καί πολυτελέσι», όπως μαρτυρά ο ιστορικός Σκυλίτζης. Είναι πιθανόν ο Βασίλειος να προέβη σε αυτήν την πράξη έχοντας στο νου και τα αναθήματα που προσέφερε ο Αλέξανδρος στον Παρθενώνα μετά τη νίκη του στη μάχη του Γρανικού ποταμού.
Πολλοί άλλοι γνωστοί βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται εγκωμιαστικά στον Αλέξανδρο, όπως για παράδειγμα ο πατριάρχης Φώτιος317, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος318, (Βασιλακοπούλου 1999: 1305), ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, η Άννα Κομνηνή. Η τελευταία σημειώνει στο έργο της Αλεξιάς, συγκρίνοντας τη δράση του πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού με τον Αλέξανδρο: «Δεν θα με εξέπληττε λοιπόν αν και ο βασιλιάς Αλέξιος, συναγωνιζόμενος τον Αλέξανδρο, είχε δώσει σ’ όλους τους τόπους νέες ονομασίες ανάλογα με τα έθνη που, είτε συγκρούστηκαν μαζί του είτε τα προσκάλεσε ο ίδιος» (Αλεξιάς, Α΄, σελ. 248). Αλλού πάλι σημειώνει: «Ε, λοιπόν, ας καυχιέται ο Αλέξανδρος για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Βουκεφάλη της Μηδίας…ο αυτοκράτορας Αλέξιος δεν θα καυχιόταν τόσο για τις πόλεις που ίδρυσε, όσο θα καμάρωνε για την πόλη αυτή»319 (Αλεξιάς Β΄, σελ. 219). Στην κορύφωση λοιπόν της εξύμνησης ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, παρατηρούμε πως το απόλυτο μέτρο σύγκρισης ήταν ο Αλέξανδρος. Ωστόσο το αλεξάνδρειο πρότυπο, με βάση τη βυζαντινή οπτική, ισχύει και για ξένους ηγεμόνες, όπως συμπεραίνουμε από τις αναφορές του Φωτίου στην επιστολή του προς τον «πνευματικό υιό του Μιχαήλ, εκ Θεού άρχοντα της Βουλγαρίας»: με αφορμή τη στάση του Αλέξανδρου απέναντι στην ομορφιά των Περσίδων, ο Φώτιος τον προβάλλει στο Μιχαήλ ως υπόδειγμα σωφροσύνης και εγκράτειας. Σε μια άλλη επιστολή του στον κόμη Αλέξανδρο, εγκωμιάζει τη στάση του «Έλληνα» και «Ελλήνων βασιλιά» Αλέξανδρου, σύμφωνα με την οποία θεωρούσε πως δε βασίλεψε μια μέρα, αν τη μέρα εκείνη δεν ευεργέτησε κάποιον ως βασιλιάς320.
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι μόνο ο «Αλέξανδρος –μαχητής» που αντιπαραβάλλεται με τους βυζαντινούς ηγέτες: το ίδιο ακριβώς παράδειγμα με αυτό του Φωτίου δίνει και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο οποίος επαινεί τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081) για τη φιλανθρωπία του, παραλληλίζοντας τον με τον Αλέξανδρο με τα ίδια λόγια. Ακόμη, ο ίδιος συγραφέας εγκωμιάζει το Μιχαήλ, υπερασπιστή της Θεσσαλονίκης και πατέρα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, αντιπαραβάλλοντας την αφοβία που επέδειξε έναντι των Βουλγάρων με αυτήν του Αλέξανδρου (Παπαδοπούλου 2007: 133).
Ιδεολογική –πατριωτική χρήση του προσώπου του Αλέξανδρου φέρεται να έκανε και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1055). Συγκεκριμένα, ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρεται σε προφητικά κείμενα, που κυκλοφορούσαν κατά τον 11ο αιώνα, εποχή εμφάνισης των Σελτζούκων Τούρκων, σύμφωνα με τα οποία «είναι πεπρωμένο να καταστραφεί το γένος των Τούρκων από τέτοιες δυνάμεις, σαν και αυτές που είχε ο Αλέξανδρος, όταν κατέστρεψε τους Πέρσες». Αυτές οι προφητείες, γράφει, ώθησαν τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο στην απόφαση να οδηγήσει «Μακεδονικάς δυνάμεις, ἀρχηγούς ἐχούσας ἅπαντας Μακεδόνας, ὧν εἷς ἤν καί ὁ Βρυέννιος» στην ανατολή, εναντίον των Τούρκων (Βασιλικοπούλου 1999: 1305, 1312, Trahoulia 2007: 32). Αντίστοιχα, στην ίδια ενέργεια του Μονομάχου αναφέρεται και ο Μιχαήλ Γλυκάς, γράφοντας πως είχε στείλει να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους «τάς μακεδονικάς δυνάμεις…λόγος γάρ παρά τοῖς Τούρκοις ἐφέρετο ως υπ’ ἐκείνων καταλυθήσονται, μεθ’ὧν ο Ἀλέξανδρος τούς Πέρσας κατέλυσεν» (Μίσιου 1992: 116).
Ο Μιχαηλ Ψελλός, σε μια επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη (1068-1071), που έλειπε σε εκστρατεία στην ανατολή, τον συγκρίνει με τον Αχιλλέα και τον Αλέξανδρο, γράφοντάς του ότι αυτοί ευτύχησαν να έχουν τον έπαινο του Ομήρου και του Αριστοτέλη αντίστοιχα, ενώ ο Διογένης θα πρέπει να αρκεστεί στη δική του φωνή (Σάθας 1876: 224-225, 261).Στη Χρονογραφία του πάλι ο Ψελλός σημειώνει πως ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ Αργυρός (1028-1034) σχεδίαζε πολεμικά κατορθώματα αντάξια όσων είχαν επιτευχθεί από τον Αλέξανδρο του Φιλίππου ή τους Ρωμαίους Τραϊανούς και Αδριανούς, όπως η άλωση φρουρίων αλλά και το άνοιγμα διωρυγών ή την παροχέτευση ποταμών, ένα πλαίσιο δράσης δηλαδή που εντάσσεται στο μοτίβο του Αλέξανδρου -κτίστη (Βασιλικοπούλου 1999: 1305, Ψελλος: 3.8). Γενικότερα, στη Χρονογραφία του, που καλύπτει μια περίοδο 100 χρόνων, από το 976 ως το 1077, σε ορισμένα σημεία κάνει ρητορικού χαρακτήρα αναφορές στον Αλέξανδρο, στην προσπάθειά του να αποδώσει γλαφυρά ένα επεισόδιο ή να αναδείξει τις αρετές ενός βυζαντινού αυτοκράτορα (Σαθάς 1874: 182, 241). Έτσι, σε λόγο που εκφωνεί για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο (1042-1055), τον συγκρίνει με τον Αλεξανδρο, τον Πύρρο, τον Επαμεινώνδα τον Αγησίλαο και τον Καίσαρα, για να τον αναδείξει καλύτερο ως προς ορισμένες αρετές, όπως η πραότητα και ο αυτοέλεγχος (Ψελλός: 6163-6164). Για τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό (1057-1059) αναφέρει ότι μπορούσε να τιθασεύει τους βασιλικούς ίππους, όπως ο Αλέξανδρος το Βουκεφάλα (Ψελλός:7.58). Σε πανηγυρικό λόγο του προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα (1059 -1067), με αφορμή κάποιες στρατιωτικές του επιτυχίες, αναφέρει πως το τρόπαιο της νίκης του ήταν «ασυγκρίτως καλύτερο των θρυλλουμένων κατορθωμάτων του Αλέξανδρου».321 Σε άλλο πάλι λόγο προς το Μονομάχο παρομοιάζει τον Αλέξανδρο με «υψιπετή αετό» που ίπταται πάνω από τα όρη και ορμά παντού στην οικουμένη, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει τις κατακτήσεις του και αλλού τονίζει ότι όσα επινόησε ο Αριστοτέλης έκανε πράξη ο Αλέξανδρος. Αντιπαραβάλλει το Μονομάχο με τον Αλέξανδρο, παρατηρώντας πως για τον Αλέξανδρο «ἄδουσι μέν συγγραφέων λόγοι, βοῶσι δέ ποιητῶν γένη». Προσθέτει μάλιστα πως ο Αλέξανδρος ήταν «δεινότατος στα στρατηγήματα», «θαρραλεώτατος στους κινδύνους» και «υπεράνω όλων των βασιλιάδων πριν από αυτόν και ως το Μονομάχο στα κατορθώματα». Αλλά, ενώ ο Αλέξανδρος, γράφει ο Ψελλός, στα έργα ήταν πάντα νικητής, στα ζητήματα της σκέψης ήταν κατώτερος, ενώ ο Μονομάχος νικητής καί στα δύο.322
Ένας ακόμα μεγάλος Έλληνας συγγραφέας του 12ου -13ου αιώνα, που επανειλημμένως κἀνει αναφορές στον Αλέξανδρο, είναι ο λόγιος Νικήτας Χωνιάτης. Μάλιστα δε διστάζει να τον χρησιμοποιήσει ακόμα και παρηγορητικά, απευθυνόμενος προς τους Έλληνες συμπατριώτες του και θύματα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας το 1204, όταν γράφει πως «οὐδ’ Ἀλεξάνδρω, φασί, τά ἐπί πᾶσιν ἀπρόσκοπα» (Βασιλακοπούλου 1999:1306). Στο λόγο του (προσφώνυμα) προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ Κομνηνό (1180-1182) λέει: «φιλοβασιλεῖς ὴμεῖς ἐσμέν καί φιλαλέξιοι…οὐχ οὔτω Μακεδόνες περιεῖπον Ἀλέξανδρον, καί Πέρσαι Κῦρον περιεσπούδαζον, Ρωμαῖοι Μάρκον πεφιλήκασιν ἐκ ψυχῆς…ως ἡμεῖς σου…». Σε έναν άλλο λόγο του προς τον Αλέξιο αναφέρεται στο κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού από τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα δυναμικής λύσης και συνάμα σοφής επιλογής (Σάθας 1872: 85, 96). Στο λόγο πάλι που έγραψε για να διαβαστεί στο Θεόδωρο Λάσκαρη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1204-1222), βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναλύσει τον «κοινό τόπο» συγγραφέων και ομιλητών, αυτόν της προβολής του Αλέξανδρου ως πρότυπον βασιλέως για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, πλέκοντας βέβαια το εγκώμιό του:
«Φασίν Ἀλέξανδρον, ἐκεῖνον δ’ Ἀλέξανδρον, ός ἐκφύς Φιλίππου στρατείαν ἢλασε βαρεῖαν κατά Δαρείου, καί μόνος έξ ἀπάντων τῆς έω πάσης ἐκράτησε, φιλολογεῖν τά πλεῖστα καί σοφῶν τοῖς ἀρίστοις συγγίνεσθαι, ἐν πολλοῖς δέ καί εἰωθέναι λέγειν, έπί τῶ δε μάλιστα ταῖς τῶν πράξεων μεγίσταις ἐνασμενίζειν καί μεγαλοκίνδυνος εἶναι καί φιλοκίνδυνος, ὀπως βαρβάρους μέν νικῶεν Έλληνες, ὑπό δέ Ἑλλήνων αὐτός ἀνακηρύττοιτο, καί εἲη τις ἐντεῦθεν ἀθάνατος, φύσιν λαχών ἐπίκηρον. Και καλῶς οἶμαι δρᾶν καί λέγειν Ἀλέξανδρον, καί μή μόνον Ἀλέξανδρον, αλλά καί πάνθ’ ἕτερον αὐτοκράτορα φιλότιμον κατ’ Ἀλέξανδρον. Ἐπιδίδωσι γάρ άπαν τό ἐπαινούμενον, καί πρόεισιν ἀπανταχῆ γῆς τοῖς τοῦ λόγου πτεροῖς κουφιζόμενον, ώσπερ υποφθίνει καί λήθης βυθῶ παρασύρεται τό μη λόγω διακρατούμενον».
(Σάθας 1872: 107-108).
Εδώ ο Χωνιάτης, αναφέρεται στην κοινή αντίληψη των Ελλήνων της εποχής του, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος, ο μόνος που κυριάρχησε στην Ανατολή (απ’ όλους τους ηγεμόνες του ελληνισμού) με την εκστρατεία του κατά του Δαρείου, ήταν και στα γράμματα εξαιρετικά φιλομαθής και έτσι στεκόταν επάξια δίπλα στους σοφούς της εποχής του, ενώ παράλληλα του άρεσε να καταγίνεται με μεγάλες και σπουδαίες πράξεις και δε φοβόταν διόλου τους κινδύνους. Ακόμα τονίζει ότι οι Έλληνες, επειδή τους οδήγησε σε νίκες έναντι των βαρβάρων, τον ανακήρυξαν από τότε αθάνατο, παρ’ όλη τη θνητή φύση του. Επιδοκιμάζοντας τα παραπάνω, ο Χωνιάτης καταλήγει πως ακριβώς σαν τον Αλέξανδρο πρέπει να ενεργεί και ο κάθε αυτοκράτορας που τον συναγωνίζεται και σαν τον Αλέξανδρο να επαινούν και τον κάθε αυτοκράτορα, γιατί μόνο έτσι αυτός και τα κατορθώματά του θα γίνουν γνωστά παντού στη γη, διαφορετικά θα βουλιάξει στο βυθό της λησμονιάς. Δεν υπάρχει πιο εύστοχη ανάλυση και αιτιολόγηση του «αλεξάνδρειου» κοινού τόπου των βυζαντινών Ελλήνων από αυτήν του Χωνιάτη, ο οποίος, στην παράδοση του Επιταφίου του Περικλή, τονίζει ότι τα έργα (ενός αυτοκράτορα) πρέπει να αναδεικνύονται και με τα λόγια (παραβολή με τον Αλέξανδρο). Στη συνέχεια μάλιστα του λόγου του αντιπαραβάλλει τις νίκες του Αλέξανδρου (έργα) με τους ύμνους του Ορφέα (λόγια). Παράλληλα, η αναφορά αυτή του Χωνιάτη αποτελεί και μαρτυρία ότι υπήρξαν πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες «φιλότιμοι κατ’ Ἀλέξανδρον». Ένα ακόμη σημείο που αξίζει να προσεχθεί είναι το «εἴη τις ἐντεῦθεν ἀθάνατος»: το μοτίβο του αθάνατου Αλέξανδρου ο Χωνιάτης το προεκτείνει ως κοινή αντίληψη και στην εποχή του.
Επίσης, στο λόγο που ο Χωνιάτης εκφέρει ως Μεγάλος Λογοθέτης προς τιμήν πάλι του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Λάσκαρη για το φόνο του Σουλτάνου του Ικονίου σε προσωπική μονομαχία στη μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου (1211), τονίζει: «Πόσω σύ θαυμάζεσαι ἀξιώτερος ὑπέρ τόν Μακεδόνα Ἀλέξανδρον….. Καί σύ δε
μεγαλοκινδυνώτατε βασιλεῦ, κατ’ Ἀλέξανδρον ἀνδραγαθιζόμενος, βέβλησαι πως καί καταβέβλησαι, μυρίων ἒνα διειληφότων» (Σάθας 1872: 131-132)323. Αλλού πάλι απλώς τονίζει ότι ο Θεόδωρος είναι «βασιλιάς» και «φιλόσοφος», όπως ο Αλέξανδρος, ενώ χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον Αλέξανδρο ως «φιλότιμο βασιλέα», αν και σε άλλο σημείο δε διστάζει να τον κατακρίνει για την απαίτησή του να τιμάται ως θεός (Βασιλακοπούλου 1999: 1306, Παπαδοπούλου 2007:325). Η Παπαδοπούλου σωστά επισημαίνει πως οι συχνές αναφορές στον Αλέξανδρο, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, έχουν ακριβώς χαρακτήρα ενίσχυσης και συσπείρωσης του ελληνισμού έναντι των πολλαπλών εχθρών που τον περιστοιχίζουν τη δύσκολη αυτή περίοδο (Παπαδοπούλου 2007: 344).
Τέτοια ήταν λοιπόν η γοητεία του αρχαίου Μακεδόνα βασιλιά που δεν είναι καθόλου παράξενο πως ανάλογες αναφορές αντιπαραβολής και μίμησής του συναντούμε και για άλλους αυτοκράτορες, όπως για παράδειγμα για τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143) από το Νικηφόρο Βασιλάκη (μετά τη θριαμβευτική επιστροφή του από την εκστρατεία στη Συρία και στην Κιλικία το 1138), για το Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180), με τους επαίνους που εκφράζει προς το πρόσωπό του ο επίσκοπος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης το 1174 για την πετυχημένη απόκρουση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, για τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό (1182-1183) από το Γεώργιο Τορνίκη, τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο (ο γάμος του με την κόρη του Ούγγρου βασιλιά αντιπαραβάλλεται διεξοδικά με το γάμο του Αλέξανδρου από το Χωνιάτη σε έναν επιθαλάμιο λόγο του, ενώ και σε άλλο λόγο του προς τον ίδιο αυτοκράτορα ο Χωνιάτης αναφέρει ως παράδειγμα τον Αλέξανδρο324), τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό –Άγγελο (1195-1203) από το Νικήτα Χωνιάτη και τον Ευθύμιο Τορνίκη325, τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, το Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη της Νίκαιας (1254 -1258), το Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα της Ηπείρου
(παραβάλλεται με τον Αλέξανδρο από το Νικήτα Χωνιάτη)326, το Μιχαήλ Παλαιολόγο από το Φιλή (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 3.4) και τον μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Κύπριο,327 τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328) πάλι από το Γρηγόριο τον Κύπριο328 αλλά και το σύμβουλό του Θωμά Μάγιστρο, τον Ιωάννη Καντακουζηνό από το Δημήτριο Κυδώνη, μέχρι και τον ηρωικό τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, που προβάλλεται ως ἄντικρυς Αλέξανδρος στη φιλοσοφία από το Σχολάριο (βλέπε παρακάτω). Έτσι, ο Θωμάς ο Μάγιστρος, στο Λόγο περί Βασιλείας που απευθύνει στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄, – λόγος που αποτελεί ένα Κάτοπτρον Ηγεμόνος, δηλαδή κείμενο με συμβουλές και υποδείξεις προς τον ηγεμόνα – τονίζει πως για την επιτυχία στις μάχες είναι αναγκαία και η προετοιμασία της ψυχής, ώστε αυτή να γίνει γενναία και ηρωική, μέσα από τη μελέτη των «άριστων έργων των αρχαίων» και πως, έχοντας ως πρότυπο τον Αλέξανδρο, που κοιμόταν με τον Όμηρο στο προσκεφάλι του, έτσι και ο Ανδρόνικος, μελετώντας τα έργα των αρχαίων θα γίνει «των πολεμικών άκρως τεχνίτης»329. Ο αυτοκράτορας και λόγιος Ιωάννης Καντακουζηνός πάλι (1347-1354) στην Ιστορία του, αναφέρει πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να συνάπτουν με ξένους ηγεμόνες μεικτούς γάμους, ως μέσο διπλωματίας, ακριβώς διότι η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε και από τον Αλέξανδρο, το «βασιλέα Ρωμαίων», τον οποίο και διαδέχθηκαν: «διά τόν βασιλέα Ῥωμαίων Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνων…οἴεσθαι διάδοχον εἷναι» (Βασιλακοπούλου 1999: 1305-1306, 1312, Trahoulia 2007: 32, Παπαδοπούλου 2007: 133, Σοφιανός 2008: 65, Demandt 2009: 424, Stoneman 2011: 281). Η αναφορά αυτή του Καντακουζηνού είναι ιδιαίτερης σημασίας, ακριβώς διότι φανερώνει πως ένας βυζαντινός αυτοκράτορας του 14ου αιώνα θεωρούσε πως ο ίδιος υπήρξε μέλος μιας σειράς αυτοκρατόρων με πρώτο τον Αλέξανδρο. Ο Ιωάννης Δοκειανός πάλι, συγκρίνει κι αυτός τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο με τον Αλέξανδρο, σε ένα εγκώμιο που έγραψε για το βυζαντινό αυτοκράτορα, τονίζοντας πως ταιριάζει στον Παλαιολόγο ακόμη περισσότερο αυτό που κάποτε είπε ο Αλέξανδρος, ότι δηλαδή οι θησαυροί του είναι οι φίλοι του, παρόλο που ορισμένοι από αυτούς τον επιβουλεύονταν.330
Αλλά ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτοκρατορικού αλεξάνδρειου προτύπου: ο Μιχαήλ Ιταλικός, επίσκοπος Φιλιππουπόλεως, σε πανηγυρικό λόγο που εκφωνεί για τις νίκες του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού εναντίον των εμίρηδων της Μικρής Αρμενίας και Συρίας (1137-1138), παρομοιάζει την πορεία του μέσα από τα στενά της Παμφυλίας με αυτήν του Αλέξανδρου, καθώς επίσης και το θάρρος που ενέπνεε στους στρατιώτες του κατά τις πολιορκίες πόλεων με αυτό της Αθηνάς στο Διομήδη ή του Αλέξανδρου στους Μακεδόνες. Στη συνέχεια του λόγου του, ο Μιχαήλ θυμίζει τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου στην Κιλικία, μετά την οποία γύρισε η τύχη κατά της Περσίας «σαν παλίρροια». Εκθειάζοντας μάλιστα και τη συμμετοχή του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη στις μάχες, του Αλεξίου, που τον χαρακτηρίζει «τὸ ἀλέξημα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίας», λέει πως ωχριά μπροστά της η συμμετοχή του Αλέξανδρου, γιου του Φιλίππου, στη μάχη της Χαιρώνειας. Κορυφώνει τον παραλληλισμό του Ιωάννη με τον Αλέξανδρο ο Μιχαήλ, τονίζοντας πως ο «κεραυνοφόρος» αυτοκράτορας, αφού κατανίκησε τον αρχισατράπη του Κασιωτικού φρουρίου, στις ικεσίες των αντιπάλων του, που ηχούσαν σαν «προσηγορίες Ελληνίων θεών», άφησε ελεύθερο (και υποτελή στον ίδιο) τον ηγέτη τους, «μιμούμενος τον Αλέξανδρο», που αντίστοιχα ελευθέρωσε τον Πώρο, αποδίδοντάς του και πάλι το βασίλειό του. Σε δεύτερο πρόσωπο απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα, ο Μιχαήλ τονίζει πως «ζῆλος οὗτος ὁ σὸς Ἀλεξάνδρειος» και καταλήγει πως αυτός «ξεπέρασε πολλούς Αλέξανδρους» -«πολλούς Ἀλεξάνδρους ὑπερεφώνησας».331 Σε μια επιστολή πάλι που στέλνει ο Μιχαήλ και στο μεγάλο δομέστικο (στρατηγό) της αυτοκρατορίας Ιωάννη Αξούχ με αφορμή την ίδια εκστρατεία, του γράφει πως μπροστά στα κατορθώματά τους «γέλως πρός ὑμᾶς Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος καί οἱ διττοί Καίσαρες, γέλως ο Πομπήϊος καί ὁ Σκιπίων…»332.
Ο Νικηφόρος Βασιλάκης επίσης αντιπαραβάλλει τον Ιωάννη Κομνηνό με τον Αλέξανδρο με αφορμή την ίδια νικηφόρα εκστρατεία του Ιωάννη στην ανατολή. Είναι ενδιαφέρον πως ο Νικηφόρος, απευθυνόμενος στην Ιωάννη, τον περιγράφει ως θαυμαστή και μιμητή του Αλέξανδρου, πριν τον ταυτίσει με αυτόν, με αφορμή τις κοινές νίκες κατά των «Περσών» (Τούρκων στην περίπτωση του Ιωάννη):
«Τί οὖν ὁρᾷς τὸν μέγαν καὶ μεγαλεγχειρητὴν ἐκεῖνον Ἀλέξανδρον, ἐπί τοῦτον ἄγεις τόν ζῆλον, αποθαυμάζεις τόν ἄνδρα τῆς τόλμης, ἀποσεμνύεις τῆς μεγαλονοίας, ἐξαίρεις τῆς φιλοτιμίας, συνεξαίρεις τῆς μεγαλεπηβολότητος;
…Καὶ σὲ τὸν ἐμὸν εἶχεν Ἀλέξανδρον ἡ κατὰ Περσῶν τῶν ἀλλοτέρων ἐξέλασις.»333
Επομένως για το Βασιλάκη ο Αλέξανδρος είναι «μέγας», «μεγαλεγχειρήτης», «τολμηρός», «μεγαλόνους», «φιλότιμος» και με μεγαλεπήβολα σχέδια. Στον ίδιο εγκωμιαστικό λόγο ο Βασιλάκης αντιπαραβάλλει τους δύο ηγέτες μέσα από ένα επεισόδιο του Μυθιστορήματος (βλέπε κεφάλαιο 3.2). Βέβαια, σε άλλο λόγο του απευθυνόμενος στον Ιωάννη, προκειμένου να εξυψώσει τον αυτοκράτορα, επιλέγει πάλι να τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, αλλά αυτή τη φορά μειώνοντας το Μακεδόνα βασιλιά. Έτσι γράφει χαρακτηριστικά πως ο Αλέξανδρος, με την καταστροφή της Θήβας, απώλεσε την αξία της φιλανθρωπίας και φάνηκε περισσότερο δήμιος, παρά βασιλιάς.334
Ωστόσο και για το γιο του Ιωάννη, αυτοκράτορα Μανουή Κομνηνό, φαίνεται πως ίσχυσε το αλεξάνδρειο πρότυπο: ο οικουμενικός πατριάρχης Μιχαήλ Αγχιάλου, «ύπατος των φιλοσόφων», σε λόγο που εκφωνεί προς το Μανουήλ, του φέρνει ως θετικό παράδειγμα τόλμης και μαχητικότητας τον Αλέξανδρο, ο οποίος κέρδισε μεγάλη δόξα και ήταν «αριστουργός» στις μάχες παρ’ όλα τα τραύματα από ποικίλα όπλα που δέχτηκε και τις αντίξοες συνθήκες παντός καιρού που αντιμετώπισε. Ωστόσο, αυτό το θετικό παράδειγμα μίμησης, παρακάτω το αντιστρέφει σε παράδειγμα προς αποφυγίν, καθώς καλεί το «θεοειδή» αυτοκράτορα Μανουήλ να κυβερνά με εύνοια στους υποτελείς του και να μην αφεθεί να παρασυρθεί σε ανάρμοστες πράξεις, όπως ο Αλέξανδρος, ο οποίος, υπό την επήρεια της μέθης, σκότωσε τον Κλείτο, καθώς και –σε άλλη περίσταση – το Φιλώτα. Έτσι, συμπεραίνει ο Μιχαήλ, συνεχίζοντας την εκτεταμένη συγκριση του Μανουήλ με τον Αλέξανδρο, οι πράξεις του Μακεδόνα είναι «φρούδες» μπροστά στου αυτοκράτορα, διότι μπορεί ο Αλέξανδρος να υπήρξε «ανδρείος», «τροπαιούχος» και «νικητής», μπορεί να έφτασε στην Ινδία και να υπέταξε πλήθος πόλεις και λαούς, ωστόσο «τόν ἑαυτοῦ ῥυθμόν καί τήν ὁμαλότητα τοῦ ἥθους οὑ διεσώσατο» και η αλλαγή του χαρακτήρα του επισκίασε την αρχική του δόξα, ηττήθηκε από το θυμό του και «ἀντί Ἕλληνος διεγελάτο ὡς βάρβαρος»335. Είναι εντυπωσιακό πως ο Μιχαήλ, προκειμένου να εξυψώσει το Μανουήλ, επαναφέρει όλη την αρνητική κριτική της αρχαίας γραμματείας κατά του Αλέξανδρου, παρόλο που παραδέχεται τα αριστεία του στο πεδίο της μάχης και στη γενναιότητα γενικά. Αντίστοιχα και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, σε δικό του εγκωμιαστικό λόγο για τον αυτοκράτορα Μανουήλ, τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο, με αφορμή την πολιορκία μιας πόλης, τονίζοντας όμως πως ο «θερμουργός μέγας Αλέξανδρος» επέδειξε θράσος ανεβαίνοντας μόνος την κλιμακα εφόδου στην πόλη των Μαλλών και διακινδυνεύοντας τη ζωή του, ενώ ο «μεγαλουργός» βασιλιάς Μανουήλ με στρατηγικό σχεδιασμό και θάρρος, όχι θράσος, πολιόρκησε την πόλη και την κατέλαβε. Ωστόσο παρακάτω στο λόγο του ο Ευστάθιος, αναφέροντας επανειλημμένως τον Αλέξανδρο, τον χαρακτηρίζει «ένθεο και σοφό βασιλιά», που έλυσε το Γόρδιο Δεσμό και κατέλυσε την εξουσία των Περσών, θέτοντας τα τρόπαιά του σε γη και θάλασσα.336 Μάλιστα, τον Αλέξανδρο χρησιμοποιεί και πάλι ως παράδειγμα σε έναν άλλο λόγο του προς το Μανουήλ ο Ευστάθιος, κάνοντας μια μεταφορά σχετικά με τα λουτρά που έπαιρνε ο Μακεδόνας βασιλιάς και χαρακτηρίζοντάς τον «καλό βασιλέα» (Regel 1892: 8). Επιπλέον, ένας ακόμη που αντιπαραβάλλει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό με τον Αλέξανδρο είναι ο Κωνσταντίνος Μανασσής, λόγιος και χρονογράφος του 12ου αιώνα. Σε λόγο του Πρός τόν βασιλέα κυρόν Μανουήλ τόν Κομνηνόν αναφέρει ότι από την ιστορία θηρεύει τρία παραδείγματα ομοιότητας με τον αυτοκράτορα, το Δαβίδ, τον Αλέξανδρο και τον (Ιούλιο) Καίσαρα, τονίζοντας πως η ομοιότητα με το Μακεδόνα συνίσταται «κατά τούς μεγάλους ἐκείνους ἀγῶνας καί τάς γενναίας μάχας καί νίκας καί τῶν ἀκαταγωνίστων ἐθνῶν τήν καταπολέμησιν», για να αντιπαραβάλλει στη συνέχεια τους λαούς, που υπέταξε ο Αλέξανδρος, με αυτούς, τους οποίους υπέταξε ο Μανουήλ και να ξεκαθαρίσει πως απ’ όλα τα «περιλαλούμενα και περιθρυλλούμενα» για τον Αλέξανδρο, αυτός κρατά μόνο τις νίκες του.337 Επιπρόσθετα, ο μητροπολίτης Νέων Πατρών Ευθύμιος Μαλάκης, έγραψε για τον αυτοκράτορα Μανουήλ έναν πανηγυρικό με την ευκαιρία της επιστροφής του από τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Αντιόχεια της Συρίας το 1159 (Hunger 1987 (1977): 205). Στο λόγο του αυτό, γεμάτο κολακείες για τον αυτοκράτορα, με μεταφορές και παρομοιώσεις, αφού τον χαρακτηρίζει «αθλητή του Χριστού», «Αδάμ αδάμαστο» και τον αντιπαραβάλλει με τον Δαβίδ, τους ομηρικούς ήρωες, το Θεμιστοκλή, το Βρασίδα, τον Επαμεινώνδα και το Σκηπίωνα, τονίζει ότι θα καθίσει στο θρόνο των Περσών (Τούρκων) με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια από αυτήν που είχε ο Αλέξανδρος, όταν κάθισε στο θρόνο του Δαρείου (πρωτότυπο κείμενο σε: Μπόνης 1941-48: 524-542 κ.ε.). Στη χορεία των λογίων που συγκρίνουν το Μανουήλ με τον Αλέξανδρο εντάσσεται και ο Μιχαήλ ο ρήτορας, που θεωρεί ότι ο Μανουήλ είναι ανώτερος του Αλέξανδρου –που με οξύτητα νου έκανε πράξη τις σκέψεις του -, αλλά και του Αλέξιου Κομνηνού. Σε άλλο λόγο του πάλι προς το Μανουήλ, ο Μιχαήλ αντιπαραβάλλει τα κράτη των δύο βασιλιάδων (Regel 1892: 151, 182). Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο αυτοκράτορας που πήρε πίσω την Κωνσταντινούπολη από τους δυτικούς το 1261, αντιπαραβάλλεται επίσης με τον Αλέξανδρο, τόσο από τον ποιητή Φιλή (βλέπε επόμενο κεφάλαιο), όσο και από το λόγιο Μανουήλ Ολόβολο, που αναφέρει ότι η πολεμική παρασκευή του Μιχαήλ θυμίζει εκείνη του «πολυθρύλητου Αλέξανδρου» στη Μαρακάνδα338. Όταν επιστρέφει από τη Θεσσαλονίκη, ως νέος αυτοκράτορας, παρομοιάζεται με τον Αλέξανδρο και από το λόγιο Ιωάννη Χορτασμένο, ο οποίος θυμίζει το πώς ο Αλέξανδρος ξεκίνησε από μια μικρή χώρα για να κατακτήσει την Ασία, αρνούμενος ακόμη και την πρόταση συμβιβασμού του Δαρείου, μετά τη μάχη της Ισσού, παρασυρόμενος, -λέει ο Χορτασμένος –τόσο από την προσωπική του έπαρση, όσο και από Εβραίους λόγιους (!), που τον συμβούλεψαν να πολεμήσει το Δαρείο, καθότι είχαν μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες θα έπεφταν από τους Ηρακλειδείς. Τονίζει ο Χορτασμένος πως οι βυζαντινοί βασιλείς θεωρούσαν αυτήν τη στάση του Αλέξανδρου ένδοξη και πως στο Μανουήλ, χωρίς συμμαχίες, δεν απέμεινε πια παρά μόνο η σύνεση.339
Στην παλαιολόγεια περίοδο, ο Θεόδωρος Μετοχίτης δε διστάζει να χρησιμοποιήσει παραδείγματα και από την ιστορία του Αλέξανδρου, προκειμένου να εξωθήσει το δεισιδαίμονα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο να αναλάβει δράση κατά των απειλητικών Τούρκων, αναφέροντάς του για παράδειγμα ότι ο Αλέξανδρος δε φοβήθηκε τον κακό οιωνό κατά την πολιορκία της Τύρου και τελικά την εκπόρθησε (Σάθας 1872: μ΄). Επίσης, στο έργο του «Ο Βυζάντιος», ένας ρητορικός λόγος – εγκώμιο της Κωνσταντινούπολης γραμμένος ανάμεσα στο 1305-1320, προχωρά σε έμμεση σύγκριση του Αλέξανδρου με τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, μέσα από τη σύγκριση των δύο πόλεων, Αλεξάνδρειας και Κωνσταντινούπολης (Πολέμης 2013: 19, 22, 201). Στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο αναφέρεται και ο Νικόλαος Λαμπηνός, ο οποίος, αναφερόμενος σε δικαιοσύνη και νόμους, αναφέρει ως αρνητικό παράδειγμα την εκτέλεση του Καλλισθένη από τον Αλέξανδρο ή την υπέρογκη δωρεά του Μακεδόνα βασιλιά στον Ξενοκράτη340.
Επιπλέον, στον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο λόγιος αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος στη μνήμη του Δεσπότη του Μυστρά και αυταδερφού του, Θεόδωρου Παλαιολόγου, αναφέρει πως ο εκλιπών θαύμαζε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με μεγάλη ευχαρίστηση άκουγε και μιλούσε γι’ αυτόν (Migne 1866: 197). Ακόμα, σε προτρεπτικό του λόγο προς τον γιο του Ιωάννη Παλαιολόγο σημειώνει: «Δόξαν δέ καί εὒκλειαν λέγω τήν Ἀλεξάνδρου, τήν Κύρου, τήν τῶν τοιούτων, ὦν ούκ έν λήθη γέγονε τοὒνομα, πάλαι τῶν σωμάτων λυθέντων. Εκείνη γάρ ή δόξα, ή διαρκέσασα μέχρι δεῦρο, καρπός τις ἥν αγωνισμάτων καί πόνων καί πολλοῦ φρονήματος…» (PG 156 – Migne 1866: 416). Αντίστοιχα στον Αλέξανδρο, τον Κύρο και τον Καίσαρα αναφέρεται ο Μανουήλ και στο έργο του Ὑποθῆκαι βασιλικῆς ἀγωγῆς, που αποτελεί ένα Κάτοπτρο Ηγεμόνος πάλι προς το γιο και διάδοχό του Ιωάννη Η΄, εντάσσοντάς τους όμως εκεί σε ένα ρητορικό σχήμα ματαιότητας των μεγαλείων και της δόξας μπροστά στα γυρίσματα της ζωής και στον αναπόφευκτο θάνατο (PG 156: 364). Ο Δημήτριος Χρυσολωράς πάλι, στο έργο του Σύγκρισις παλαιών αρχόντων και νέου του νυν αυτοκράτορος, συγκρίνει το Μανουήλ με τις προηγούμενους ιστορικούς ηγέτες, ωστόσο από αυτούς μόνον έναν ξεχωρίζει ονομαστικά και κάνει ιδιαίτερη μνεία σε αυτόν, προβάλλοντάς τον ως κοσμοκράτορα και συγκαταλέγοντάς τον ανάμεσα στους Έλληνες ηγεμόνες:
«Πολλοῖς Ἑλλήνων ὑμνῆσθαι παισίν ἐξεγένετο, τοῖς μέν εἰς δόξαν ἤ πλοῦτον, ἄλλοις δέ εἰς παρρησίαν ἤ κτίσματα ἤ καί τό μέγιστον εἰς σοφίαν…Ἀλλ’ ὁ μέχρι περάτων αὐτῶν ἐπικαταλαμβάνων τῶν εἰς ἕω καί τάς δυσμάς ἔφθασε τήν οἰκουμένην ἐν κύκλω σχεδόν ἅπασαν κατασχών καί βραχεῖ χρόνω γενόμενος μέγας αὐτοκράτωρ Ἀλέξανδρος».
(Λάμπρος ΠΠ3: 222).
Πανηγυρικός λόγος ανώνυμου συνθέτη, προς τιμήν του Μανουήλ και του γιού του, συμπεριλαμβάνει ως υπόδειγμα σωφροσύνης και το «σωφρονέστατο» και «φιλόσοφο» Αλέξανδρο, τον οποίο επαινεί, όχι μόνο για την εγκράτεια και ολιγάρκειά του κατά τις αντίξοες συνθήκες της εκστρατείας, αλλά και για τη στάση του απέναντι στο κάλλος των Περσίδων γυναικών, ώστε να ξεπερνά σε σωφροσύνη τον Πηλέα, το Βελλερεφόντη, τον Ιππόλυτο341. Ανώνυμος εγκωμιαστικός λόγος αντιπαραβάλλει τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο με τον Αλέξανδρο, ως προς το ότι ο Ιωάννης διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις καί τον χειμώνα, κάτι που –εσφαλμένα βέβαια – τονίζεται ότι ο Αλέξανδρος, που κατέκτησε «πᾶσα γῆ καί θάλασσα», φοβόταν να πράξει. (πρωτότυπο κείμενο σε: Λάμπρος, ΠΠ 3: 292). «Δεύτερος Αλέξανδρος» αποκαλείται και ο Αλέξιος Β’ Τραπεζούντος, (1298-1330) της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών στον Πόντο, από τον Κωνσταντίνο Λουκίτη, σε υμνητικό λόγο που συνέγραψε με αφορμή το θάνατο του αυτοκράτορα342, ενώ και για τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας αναφέρεται πως ήταν μιμητής του Αλέξανδρου, από το Στέφανο Σγουρόπουλο, ποιητή της αυλής του, σε ένα εγκώμιο343 που έγραψε προς τιμήν του και στο οποίο τον αναφέρει ως μιμητήν τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001:12, Trahoulia 2010: 147-148). Άλλωστε, ο ίδιος αυτοκράτορας απεικονίζεται στο περίφημο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος από την Τραπεζούντα να απευθύνεται στον Αλέξανδρο (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 3.5.4.), ενώ φαίνεται πως είχε υιοθετήσει και τον τίτλο «Μέγας», όπως πιστοποιεί μια επιγραφή από το Μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκέπαστου (1351) και μια δεύτερη από τα βυζαντινά τείχη της Τραπεζούντας (1379, Trahoulia 2007: 32).
Με τον Αλέξανδρο παραβάλλεται από το Νικηφόρο Γρηγορά ακόμα και η…Άννα Παλαιολογίνα, σύζυγος του Ανδρόνικου του Γ΄ και αυτοκρατόρισσα, (ή η Ελένη Καντακουζηνή, σύζυγος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου): σε επιστολή του με τίτλο Τῆ βασιλίδι ο Γρηγοράς επανειλημμένα αντιπαραβάλλει την Άννα (Ελένη) με τον Αλέξανδρο, προβάλλοντάς τον, για άλλη μια φορά, ως κοσμοκράτορα, και εξαίροντας το ήθος και τη μεγαλοψυχία του για τις τιμές και τα πλούτη που διένειμε στους φίλους του, τα εξωτικά αρώματα που έστειλε στο δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη τονίζοντας χαρακτηριστικά για την αυτοκράτειρα: «οὐ μόνον γε μὴν ἐς τὸ μεγαλόψυχόν τε ἐκείνου καί μεγαλοφυές ἀποβλέπων εἰκάζω τά σά, ὅτι μη καί πρός ἄλλα τά πλεῖστα… εἶπον ἂν τὴν ἐκείνου ψυχήν ἐν σοί κατοικεῖν».344 Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά πως και ένας ξένος ηγεμόνας, ο Σουλτάνος Νασάρ της Αιγύπτου, (1347-1361) αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος του καιρού τούτου, ενώ ο ίδιος μάλιστα δε διστάζει να χαρακτηρίσει και τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο ως σπάθην της βασιλείας των Μακεδόνων, ανδρειότητα της βασιλείας των Ελλήνων, κληρονόμον της βασιλείας των Ρωμαίων, ταυτίζοντας βεβαίως τους όρους Μακεδόνες, Έλληνες, Ρωμαίοι. Ο ίδιος Mαμελούκος σουλτάνος χαρακτηρίζει σε γράμμα του ακριβώς ως «σπάθη της βασιλείας των Μακεδόνων» και τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό. Εξάλλου και ο Μαμελούκος λόγιος Καλκασάντι (1356-1418) αναφέρει στο έργο που συνέγραψε για τη γενεολογία των βασιλιάδων του Αλ Ρουμ ότι οι Παλαιολόγοι ήταν απόγονοι των Μακεδόνων βασιλιάδων Φιλίππου Β΄ και Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και των Ρωμαίων βασιλιάδων (Καραθανάσης 1992:99,103, Βασιλακοπούλου 1999: 1314-1315, Georganteli 2012: 147).
Από τους προαναφερόμενους βυζαντινούς αυτοκράτορες θα άξιζε να αναφερθούμε ιδιαίτερα και στο Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη της Νίκαιας, αυτοκράτορα με εκπεφρασμένη νεοελληνική πατριωτική συνείδηση345. Απαντώντας με επιστολή σε ερώτηση του Γεωργίου Μουζαλώνα για τις σχέσεις ηγεμόνων και υπηκόων, αρχίζει την ανάλυσή του με τον Αλέξανδρο: ο Μακεδόνας βασιλιάς αναφέρεται ως «τῶν Ἑλλήνων μέν βασιλεύς Μακεδόνων δέ συστρατιώτης καί ἀρχηγός…» και υπόδειγμα ηγέτη με τις πράξεις του («….πόλεις ὅλας ὁλοκλήρους κόσμου σχεδὸν εἰς τὴν αὐτοῦ εὐνομίαν λαμπρῶς συνεισήγαγε»), έτσι ώστε «…διά ταῦτα πάντα κλέος Ἑλλήνων καί Μακεδόνων ἕως τοῦ νῦν κηρύττεται οὗτος, ἀλλ’ ὡς κἀμοὶ δοκεῖ καὶ ἐς ἀεὶ κηρυχθήσεται τοῦτο»346. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα εύστοχα ο Θεόδωρος δεν προβάλλει τον Αλέξανδρο μόνο ως ηγέτη και κοσμοκράτορα, αλλά και ως συστρατιώτη των δικών του, θέλοντας να τονίσει κάτι που συνήθως δεν προβαλλόταν τόσο σε αναφορές άλλων, ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα μαζί με τους στρατιώτες του στην πρώτη γραμμή, εκθέτοντας τον εαυτό του στην ίδια μοίρα και κινδύνους με αυτούς. Προβλέπει μάλιστα, προφητικά θα έλεγε κανείς, πως και στο μέλλον ο Αλέξανδρος δε θα πάψει ποτέ να προβάλλεται ως η δόξα των Ελλήνων και Μακεδόνων. Μία ακόμη, όμως, αναφορά του Θεόδωρου από τη συγκεκριμένη επιστολή έχει ιδιαίτερη σημασία:
«…καἰ γάρ οἱ περί τούς ὑψηλούς προκαθήμενοι θρόνους καί βασιλικῶς ἐφορῶντες τούς ὑπό πόδας αὐτῶν, μιμητικῶς αὐτῶ ὁμοιούμενοι, πλειστάκις παμπληθεῖς ῥαόνουσι τάς δωρεάς, οἶα ὑετόν πρώϊμον καί ὄψιμον εἰς τάς τῶν δούλων καί φίλων αὐτῶν καρδίας ὑετίζοντες»347.
347 Ο.
Με την αναφορά αυτή ο Λάσκαρης επιβεβαιώνει την ευρεία διάδοση του Αλέξανδρου ως πρότυπον βασιλέως, καθότι, όπως λέει, προσπαθώντας να του μοιάσουν, οι διάφοροι βασιλείς ραίνουν τους υπηκόους τους με πλήθος από δωρεές. Ο εγκωμιαστικός τόνος του Θεόδωρου συνεχίζεται στην επιστολή και φανερά αγγίζει τα όρια της Αλεξανδρολατρίας, με πλήρη εξιδανίκευση του Αλέξανδρου ως προτύπου όχι μόνο βασιλέως, αλλά και φιλίας δεσπότη προς τους υπηκόους του (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 3.4). Αλλού πάλι ο Θεόδωρος παραλληλίζει με τον Αλέξανδρο τον πατέρα του, τον Ιωάννη Βατάτζη, κορυφαία προσωπικότητα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Ο παραλληλισμός αυτός γίνεται μάλιστα όχι μόνο ως προς τις ικανότητες, αλλά με ιδιαίτερη μνεία στο ότι ο πατέρας του στάθηκε, όπως ο Αλέξανδρος, ηγεμόνας όλων των Ελλήνων, λειτουργώντας ενωτικά (Παπαδοπούλου 2007:336). Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Θεόδωρος, σε εγκώμιο γραμμένο για τον πατέρα του, Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1222 -1258), καλεί τον Αλέξανδρο, «άνακτα των Ελλήνων», που παρέλαβε και αύξησε την εξουσία τους στην αρχαιότητα, να σηκωθεί και να δει τα κατορθώματα του Βατάτζη, που παρέλαβε γη τεμαχισμένη (την αποκαλεί «Αυσονίτιδα») από τους Λατίνους (σταυροφόρους), Πέρσες (Τούρκους), Βούλγαρους και Σκύθες (Σέρβους), αλλά κατάφερε να την ενώσει, επαναφέροντας την στα αρχαία όριά της και να δοξάσει τους Έλληνες στη γη των Αλαμανών και των Ιταλών:
«Ἀλλὰ δεῦρο δὴ ἄναξ Ἑλλήνων Ἀλέξανδρε,
ὃς δὴ πρώην βασιλείαν Ἑλλήνων τετίμηκας,
ὁλόκληρον μέν ταύτην ἀρχῆθεν παραλαβών,
εἰς ἐπίδοσιν δὲ μεγάλην ὄντως ὕστερον ἀναγαγών.
ἀλλ’ ὅ γε τοῦ Χριστωνύμου λαοῦ βασιλεύς,
ὑπὸ τῆς Λατινικῆς καὶ Περσικῆς καὶ Βουλγαρικῆς καὶ Σκυθικῆς
καὶ ἑτέρας πολυαρχίας ἐθνικῆς καὶ τυραννικῆς
τὴν Αὐσονίτιδα γῆν μερισθεῖσαν μυριαχῶς,
εἰς ἓν ταύτην συνήγαγε, καὶ τοὺς ἅρπαγας ἐμαστίγωσε
καὶ τὸ λάχος τούτου ἐφύλαξε, καὶ δόρατί τε καὶ φασγάνῳ καὶ εὐβουλίᾳ καὶ ἀγχινοίᾳ τὸν ἀρχαῖον ὅρον ἡμῶν
ἀνήγειρε καὶ ἀνώρθωσε,καὶ τρόπαιον ἀρετῶν ἀνεστήσατο…
καὶ γῇ Ἀλαμανῶν τε καὶ Ἰταλῶν Ἑλλήνων παῖδες συμμαχοῦντες κλεΐζονται,
καὶ ἁπανταχῆ τὸ τούτου ὄνομα ἐξαγγέλλεται.»348
Οι παραπάνω αναφορές του Θεόδωρου είναι αποκαλυπτικές για την ιδεολογία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του πρώτου νεοελληνικού κράτους στην ιστορία, τα αρχαία όρια του οποίου ο Βατάτζης «ανήγειρε και ανόρθωσε». Επιβεβαιώνουν το χαρακτήρα ταυτότητας, ενότητας και αγώνα, που έχουν όλες οι πατριωτικού χαρακτήρα αναφορές των Βυζαντινών στον Αλέξανδρο με τον πλέον επίσημο τρόπο, διότι εκφράζονται από έναν Έλληνα αυτοκράτορα. Επιβεβαιώνουν ακόμα ότι, για τους Έλληνες της εποχής του Θεόδωρου, ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί δόξα (κλέος) και συνδέουν το Μακεδόνα βασιλιά με τον κορυφαίο υπερασπιστή του ελληνισμού του 13ου αιώνα, τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη.
Η ίδια ακριβώς παρατήρηση ταιριάζει και για το βυζαντινό λυκόφως και τον κορυφαίο υπερασπιστή του ύστατου μεσαιωνικού ελληνισμού του 15ου αιώνα, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση ως Γεννάδιος, στην επιστολή που στέλνει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο χαρακτηρίζοντάς τον, όπως ήδη αναφέρθηκε, άντικρυ Αλέξανδρο, του τονίζει ότι πρακτικά, αν και δεν υπήρξε ακροατής του Αριστοτέλη, όπως ο Αλέξανδρος, εντούτοις με τις πράξεις του δίνει την ειλικρινή εικόνα ενός φιλοσόφου και ότι καθόλου δεν υστερεί στις αρετές από τον αρχαίο Μακεδόνα βασιλιά:
«Οὔτε τοίνυν Ἀριστοτέλης εἶχεν ὃν ἔμελλε προτιμᾶν Ἀλεξάνδρου,
καὶ σὺ νῦν πᾶσι τοῖς φιλοσοφίας ὁπωσοῦν γεγευμένοις ἄντικρυς Ἀλέξανδρος εἶ,
τῆς ἀπὸ τῶν καιρῶν ῥοπῆς ἐκείνῳ μόνης παραχωρῶν,
καὶ ἀρετῇ μὲν οὐδενὸς τῶν ἐξόχων λειπόμενος,
τῆς δὲ κοινῆς Ῥωμαίων τύχης συναπολαύων·
καίτοι καὶ τὸν Ἀλέξανδρον μάλιστα μὲν φιλοσοφίας ἀκροατήν,
οὐ σφόδρα δὲ φιλόσοφον ἄν τις εἴποι·
σὺ δὲ ὀλίγα μὲν ἠκροάσω φιλοσοφίας, ἔργοις δὲ εἰλικρινῆ τε καὶ
ἐναργῆ τὴν εἰκόνα τοῦ φιλοσόφου δεικνύεις ἐν σεαυτῷ»349·
Ο Σχολάριος, όμως, γράφει και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: επαινεί τον Κωνσταντίνο επειδή αυτός, κάνοντας αναφορές στον Αλέξανδρο σε πολλά συγγράμματά του –δηλαδή σε γραπτούς λόγους του, δημηγορίες ή και πιθανόν επιστολές -, θεωρούσε πως κοσμούσε και τιμούσε έτσι τον Αλέξανδρο στη φιλοσοφία και τον εαυτό του στην αρετή της βασιλικής εύνοιας, κάτι που, όπως λέει ο Σχολάριος, πολλοί επιδίωξαν και επιδιώκουν ακόμη350. Επομένως και για τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, (αλλά και πολλούς ακόμη) σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σχολάριου, ο Αλέξανδρος υπήρξε ένα ισχυρό πρότυπο και σημείο αναφοράς στους λόγους του. Η μαρτυρία του Σχολάριου αποτελεί απόδειξη για την επιβίωση του αλεξάνδρειου προτύπου ως βασικό στοιχείο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας ακόμη και στους έσχατους χρόνους του τελευταίου Έλληνα αυτοκράτορα.
Σύμφωνα με μια άποψη, το «αλεξάνδρειο πρότυπο» για τους Βυζαντινούς δεν περιοριζόταν μόνο στο πρόσωπο του ηγεμόνα αλλά επεκτεινόταν, στοχευμένα ή μη, καί στις δομές του βυζαντινού κράτους. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το Βυζάντιο κληρονόμησε από τον Αλέξανδρο το πολιτειακό σύστημα της κοσμόπολης, όπως αποτυπώθηκε κυρίως στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, μέσω των ελληνιστικών βασιλείων και των προτύπων –πόλεων της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Ακόμα και στη θρησκευτική οργάνωση, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι διαχρονικά ισχυρές αστικές δομές των παραπάνω πόλεων, καθώς βέβαια και της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, οδήγησαν στην ίδρυση σ’ αυτές των πατριαρχείων. Επιπλέον το Βυζάντιο κληρονόμησε από το Μακεδόνα βασιλιά τη χρηματιστική οικονομία, που είχε προωθήσει αυτός στην ανατολή. Ακόμα και τα βυζαντινά θέματα, με τις αρμοδιότητες του κάθε στρατηγού και το θεματικό στρατό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένας μακρινός απόηχος του συστήματος των σατραπειών, που είχε διατηρήσει και ο Αλέξανδρος. Τέλος, η οικουμενική παμβασιλεία που είχε προωθήσει ο Αλέξανδρος, μια βασιλεία οικουμενική αλλά ταυτόχρονα ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα, βρίσκει σαφώς την ολοκληρωμένη εκδοχή της στο βυζαντινό βασιλέα, ακόμα και συμβολικά με το στέφανο που δέχεται κατά τη στέψη (Μπακογιάννης 2013: 60-67). Έτσι, φαίνεται τελικά πως η αρχαία πολιτική θεωρία, καταγεγραμμένη στο έργο αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, βλέπε κεφ. 2.3) φτάνει -μέσω του Αλέξανδρου, των διαδόχων και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων – και βρίσκει έκφραση καί στο Βυζάντιο (Ι.Ε.Ε. Ζ΄ 1978: 323). Επιπλέον, στοιχείο αναβίωσης αλεξάνδρειων προτύπων αποτελεί από τον Ηράκλειο κι εξής η υιοθέτηση του ελληνικού τίτλου «βασιλεύς» για το βυζαντινό αυτοκράτορα, που πρώτος είχε χρησιμοποιήσει στις οικουμενικές διαστάσεις του ο Αλέξανδρος.
Τέλος, μια αναφορά στο Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Kωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας του Ψευδο –Κωδινού, έργο που γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 1347-1368, συνοψίζει άριστα τη διαχρονική σχέση των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των βυζαντινών πληθυσμών με τον Αλέξανδρο. Καθίσταται σαφές, πως ο Αλέξανδρος αποτελούσε για το λαό σημείο αναφοράς για την καταγωγή της βασιλείας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, επομένως αποτελούσε σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους :
«Ἐπεί δέ ο μέγας Κωνσταντῖνος καί ἦν καί ἐλέγετο βασιλεύς Ρωμαίων, βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καλοῦνται μέχρι τοῦ νῦν καί οἱ ἐκείνου διάδοχοι βασιλεῖς. καί ἐπειδή ὁ μέν Ἀλέξανδρος τῶν Μακεδόνων ἦν βασιλεύς, ἡ δέ Μακεδονία ὑπό τήν τοῦ βασιλέως Ρωμαίων χεῖρα ευρίσκεται, τά μέν ἑῶα ἒθνη διδόασι τήν τιμήν τῶ βασιλεῖ ως διαδόχω τοῦ πατρικού οἴκου τοῦ Ἀλεξάνδρου, τά δ’ αὖ ἑσπέρια ὡς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου διαδόχω». (Codinus Couropalates 1839: 55)
Το βάθος της παράδοσης του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο είναι τέτοιο, που ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της αυτοκρατορίας τον Αλέξανδρο να επικαλούνται προκειμένου να αναθαρρήσουν.
Πράγματι, ο Μακεδόνας βασιλιάς, στα τελευταία σκοτεινά χρόνια της τουρκικής προέλασης στο Βυζάντιο, χρησιμοποιείται πάντα ως σύμβολο για την ενθάρρυνση και
τη συσπείρωση των βαλλόμενων Ελλήνων. Ο Θεσσαλονικιός λόγιος Δημήτριος Κυδώνης παροτρύνει το έτος 1345 τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό να βαδίσει εναντίον των Τούρκων με τα παρακάτω αξιομνημόνευτα λόγια:
«Αλλά βέβαια και μόνον το όνομα της Μακεδονίας προξενεί τρόμο στους βάρβαρους, γιατί θυμούνται τον Αλέξανδρο και τους λίγους Μακεδόνες που μαζί του κατέλαβαν την Ασία. Δείξε λοιπόν σ’ αυτούς, βασιλιά μου, ότι καί Μακεδόνες υπάρχουν καί βασιλιάς που διαφέρει από τον Αλέξανδρο μόνο κατά την εποχή».
Χαρακτηριστικός είναι επίσης και ο Συμβουλευτικός προς τους Θεσσαλονικείς λόγος του αυτοκράτορα Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγου, με τον οποίο προέτρεψε τους Θεσσαλονικείς, ως διοικητής της πόλης, το φθινόπωρο του 1383 να αγωνιστούν εναντίον των Τούρκων μέχρι θανάτου στην πολιορκία της πόλης που άρχιζε:
«Πρέπει να σας θυμίσω ότι είμαστε Ρωμαίοι, ότι πατρίδα σας είναι η πατρίδα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και ότι στους διαδόχους των δύο αυτών γενών έλαχε σαν κλήρος διαρκής να νικούν κατά κράτος όποιους εχθρούς κι αν πρόκειται να αντιμετωπίσουν…..» (Μισσίου 1992: 105, Δεληκάρη 2008: 145-46, Βακαλόπουλος 2008: 211)351.
Ακόμη, ο Τραπεζούντιος στην καταγωγή και κορυφαίος λόγιος του ύστερου ελληνισμού καρδινάλιος Βησσαρίων, θερμός πατριώτης, γράφει από την Ιταλία επιστολές προς το Δεσπότη του Μυστρά και τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Στην τρίτη από αυτές (κατά τα μέσα του 1444), προσπαθώντας να τον ενθαρρύνει να αντιτάξει τις μικρές δυνάμεις του απέναντι στους πολυάριθμους Τούρκους, ανάμεσα στα άλλα ιστορικά παραδείγματα που παραθέτει, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μνήσθητι Ἀλεξάνδρου, καί ἀπό πόσης ἠργάμενος δυνάμεως ἐς ὅσον προκέκοφε» (Βακαλόπουλος 2003: 143).
Την ίδια περίπου εποχή, μεταξύ 1449 -1452, ο ύστατος των Ελλήνων φιλοσόφων Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός εκφωνεί το Προσφωνημάτιον πρός τόν κύρ Δημήτριον Δεσπότην τόν Πορφυρογέννητον, απευθυνόμενος ακριβώς στο Δημήτριο Β΄ Παλαιολόγο, Δεσπότη του Μυστρά και αναφερόμενος σε έριδα που είχε αυτός με τον αδερφό του Θωμά Παλαιολόγο, έριδα με διαστάσεις εμφύλιας σύγκρουσης. Ο Πλήθων, ως σύμβουλος του Δημητρίου, προσπαθεί αφενός μεν να σταματήσει τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της σύγκρουσης και αφετέρου να στρέψει το Δημήτριο εναντίον του πραγματικού εχθρού των Ελλήνων, που είναι οι Τούρκοι. Γι’ αυτό και εγκωμιάζει τον ανταπαντητικό πόλεμο κατά αλλόφυλων εχθρών, οι οποίοι πρώτοι στράφηκαν εναντίον κάποιου αμυνόμενου, ο οποίος οφείλει να περάσει στην αντεπίθεση. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύει στοχευμένα δύο ιστορικά παραδείγματα, του Κύρου με τον Κροίσο και του Αλέξανδρου με τους Πέρσες, στεκόμενος περισσότερο στο δεύτερο και τονίζοντας πως ο Αλέξανδρος στράφηκε κατά των Περσών κατηγορώντας τους για τις καταστροφές που προξένησαν στα ελληνικά ιερά («αἰτιασάμενος Πέρσας τῆς ἐς τά ἑλληνικά ποτε ἱερά παρανομίας») και καταλύοντας τελικά το κράτος τους σε τρεις μάχες, καθώς δε θέλησε να αρκεστεί μόνο στην περιοχή δυτικά του Ευφράτη ποταμού352. Είναι φανερό πως ο Πλήθωνας επικαλείται τον Αλέξανδρο για να ωθήσει το Δημήτριο εναντίον των σύγχρονων τους «Περσών», δηλαδή των Τούρκων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
305 Βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως δεν είναι μόνο ο Αλέξανδρος που αναφέρεται ως πρότυπο για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ενδεικτικά, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στο λόγο του Ὀποίον δεῖ εἶναι τόν βασιλέα, εκτός από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αναφέρει κι άλλα παραδείγματα βασιλικής ή γενικότερα ηγετικής αρετής από ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Θηβαίος Επαμεινώνδας, ο Μιλτιάδης, ο Κύρος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Αιγύπτιος Φαραώ Σεσόγχωσης, ο Σολομώντας και βέβαια ο πατέρας του Αλέξανδρου Φίλιππος (Migne 1865 – PG 142-: 613-657). Ωστόσο, γενικότερα οι αναφορές στον Αλέξανδρο είναι περισσότερες, αποτελούν ένα σταθερό κοινό τόπο, έχουν πιο έντονο υμνητικό χαρακτήρα και κυρίως εμπεριέχουν έναν ιδιαίτερο ιδεολογικό συμβολισμό, που θα τον αναλύσουμε στη συνέχεια.
306 Το κτήριο αυτό ονομαζόταν Στρατηγείο διότι σε αυτό αναγορεύονταν και είχαν την έδρα τους οι δύο στρατηγοί του Βυζαντίου (Σκαρλάτος 1851 (1993): 409).
307 Η ενδεχόμενη συνειδητή μίμηση του Αλέξανδρου από τον Κωνσταντίνο στην προκειμένη περίπτωση ενισχύεται και από ένα ακόμη στοιχείο: σε παρακείμενη του αγάλματος λίθινη στήλη ο Κωνσταντίνος ανέγραψε όλα τα προνόμια που χορήγησε στη «Νέα Ρώμη», κατά μίμηση της παλιάς (Σκαρλάτος 151 (1993): 409).
308 Τις βάσεις για το πώς θα πρέπει να είναι δομημένο ένα εγκώμιο αυτοκράτορα φαίνεται πως τις έθεσε ο ρήτορας Μένανδρος από τη Λαοδίκεια της Συρίας (γύρω στο 300 μ.Χ.). Το εγκώμιο, είδος της επιδεικτικής ρητορικής, σύμφωνα με τις οδηγίες του Μενάνδρου, πρέπει να εξαίρει όλες τις θετικές ιδιότητες ενός αυτοκράτορα, αλλά να αποκρύπτει τα αρνητικά του σημεία. Η έρευνα δείχνει πως οι βυζαντινοί συγγρφείς όλων των αιώνων ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες του Μενάνδρου για τη συγγραφή επιδεικτικών λόγων, στους οποίους θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον επιτάφιο, τη μονωδία (θρήνο), τον προσφωνητικό λόγο και τον επιθαλάμιο (γαμήλιο). Βλέπε περισσότερα σε Hunger 1987 (1978): 156-157, 196 κ.ε.
309 Λιβάνιος, Βασιλικός στον Κωνστάντιο και Κώνσταντα, oratio 59, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae.
310 Βασιλακοπούλου 1999: 1305
311 G. Downey and H. Schenkl, Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, Leipzig: Teubner, 1965, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (26.9.2015).
312 Γενικότερα, το όνομα Μακεδών αναφερόταν από τους βυζαντινούς ως ταυτόσημο με τη γενναιότητα και τη νίκη (Δεληκάρη 2008: 142). Παράλληλα, διατήρησε και την ιστορική, ελληνική –βυζαντινή σημασία του, καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη ψηφιδωτής επιγραφής, μεγάλων διαστάσεων, μοναδικού χαρακτήρα, που βρέθηκε σε δάπεδο βασιλικής της πόλης των Φιλίππων και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής. Η επιγραφή χρονολογείται με ασφάλεια στον 6ο αιώνα και αναφέρει την εκκλησία των Φιλίππων ως ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΕΝ ΤΗ (ΠΟΛΗ) ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Η Χρονογραφία του Θεοφάνη αναφέρει πως το έτος 6248 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το έτος 739) και 1063 έτη από την εποχή του Φιλίππου σύμφωνα με τους Μακεδόνες, επιβλήθηκε έκτακτος φόρος στους Κωνσταντινουπολίτες (Κουστένης 2007: 1119). Βλέπουμε λοιπόν πως 1075 χρόνια μετά το θάνατο του Φιλίππου, στους Μακεδόνες του Βυζαντίου εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ ημερολόγιο βασισμένο στον πατέρα του Αλέξανδρου. Ο Ιωάννης Καμενιάτης, που γράφει το 10ο αιώνα, αναφερόμενος στην πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη, τη χαρακτηρίζει πρώτη των Μακεδόνων. Επίσης ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει πως η Θεσσαλονίκη μητρόπολις της Μακεδονίας εστί (Δεληκάρη 2008: 145) και τετρακόσια χρόνια αργότερα ο λόγιος της πόλης Νικόλαος Καβάσιλας δηλώνει περήφανα πως «Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις (η Θεσσαλονίκη) κατέχει τόσο περίοπτη θέση …ώστε να αποστέλλει την πνευματική της παραγωγή σε άλλες πόλεις. Δεν υπάρχει νομίζω κανένας από τους απανταχού Έλληνες ο οποίος να μη θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρόγονο και μητέρα της πνευματικής του παιδείας,… που γεννά καθημερινά λαμπρούς ρήτορες ή πλατωνικούς και αριστοτελικούς φιλοσόφους,…οι οποίοι δημιουργούν βιβλία…απόλαυση για τους απογόνους των Ελλήνων…» (Βακαλόπουλος 2008: 98, Καράμπελιας 2011: 197-198, όπου και το πλήρες απόσπασμα και στο πρωτότυπο). Άλλωστε αξίζει να αναφερθεί πως ακόμα και στις πρωτοσλαβικές μεσαιωνικές γραπτές πηγές η Μακεδονία αναφέρεται ως ελληνική γη: για παράδειγμα, ο Βούλγαρος Ευθύμιος Τυρνόβου (1320-1401) στο έργο του Βίος του Ιλαρίωνα Μογλενών γράφει, αναφερόμενος στο Βούλγαρο τσάρο Καλογιάννη: «Πολύ ανδρείος ήταν τότε, κατέλαβε μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, τη Θράκη δηλαδή και τη Μακεδονία…» (Δεληκάρη 2008: 160-161, όπου και πολλές άλλες αναφορές). Τέλος και οι μουσουλμάνοι φαίνεται πως ενέτασσαν τη Μακεδονία σε ελληνικό πλαίσιο: ο Ρασίντ αλ Ντιν στο έργο του Η ιστορία του κόσμου (αρχές 14ου αιώνα) αναφέρει το Βυζάντιο ως χώρα των Γιουνάν, δηλαδή των Ιώνων, δηλαδή των Ελλήνων και ότι ο ηγεμόνας του, ο «πατρίκιος της Μακεδονίας» είναι πολύ πλούσιος και έχει ένα τεράστιο στρατό υπό την εξουσία του. Μάλιστα περιγράφει τον Όλυμπο ως το κύριο βασικό γεωγραφικό χαρακτηριστικό αυτής της μεγάλης αυτοκρατορίας. Η παραπάνω αναφορά αποδεικνύει πως και στη συνείδηση των Αράβων μουσουλμάνων η Μακεδονία είχε ταυτιστεί με την ουσία της βυζαντινής αυτοκρατορίας (Georganteli 2012: 147).
313 «Ἀλέξανδρον δέ τόν Φιλίππου πυθόμενος ἀξίαν γνώμην τῆς τοιαύτης παρέχεσθαι βασιλείας, χρυσίου ῥέουσαν προτείνοντα χεῖρα τοῖς ὑπηκόοις, καί τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατοῦντα, ἤδη δέ καί κρείττονος γενέσθαι φύσεως, πρώην μέν ἠπίστουν, καί μύθος ἅλλως ἐδόκει μοι τοῦτο καί πλάσμα. Νῦν δέ τοῖς ἔργοις ὁρῶ, ἅ τοῖς λόγοις ἀκούων ἐθαύμαζον. Τοσοῦτον περί τούτου γινώσκω. Εἰ τοιοῦτος ἦν ἐκεῖνος, οἷος ἡμῖν αὐτός προῆλθες τῆ πείρα, πείθομαι τοῦτον τοῖς πᾶσι νενικηκέναι, καί Διός εἶναι παῖδα, καί Φίλιππον ἡπατῆσθαι» (Migne 1865 B: 2324). Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά πως ο Αναστάσιος ονομαζόταν από τους συγχρόνους του «δίκορος», επειδή ακριβώς το ένα του μάτι ήταν μαύρο, ενώ το άλλο γαλανό (Εφταλιώτης 1901), κάτι που, βεβαίως, θυμίζει το αντίστοιχο χαρακτηριστικό που απέδιδε η παράδοση και το Μυθιστόρημα στον Αλέξανδρο.
314 W.F. Bakker and A.F. van Gemert, Ἱστορία τοῦ Βελισαρίου [Βυζαντινὴ καὶ Νεοελληνικὴ Βιβλιοθήκη 6. Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, 2007, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ Η ιστορία του Βελισαρίου σώζεται σε χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα, καθώς και σε βενετικές εκδόσεις του 16ου.
315Μπορεί να διαβάσει κανείς το ποίημα Ηρακλιάς του Γεωργίου Πισίδη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.portaaurea.gr/gpisides01.html
316 Προκαλεί μάλιστα εντύπωση στον αναγνώστη των Τακτικών η ιδιαίτερη μνεία της μακεδονικής φάλαγγας και των όπλων της, της σάρισας και της μακεδονικής ασπίδας, που γίνεται από το Λέοντα στο κεφάλαιο [διάταξις] Περί ὁπλίσεως καβαλλαρίων καί πεζῶν, ενώ και στα επλεγόμενα του συγγράμματός του επανέρχεται στον τρόπο με τον οποίο «οἱ τε Μακεδόνες καί τό Ἑλληνικόν ἄπαν ὡπλίζοντο καί παρετάσοντο» (Migne 1863 B – PG 107- : 733, 1097).
317 Ο Φώτιος στην περίφημη Μυριόβιβλό του κάνει αναφορά με αυστηρή κριτική στο έργο του Αμυντιανού, αρχαίου Έλληνα ιστορικού, το Εἰς Ἀλέξανδρον, που γράφτηκε ως λόγος για να εκφωνηθεί ενώπιον του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (;). Αναφέρει και ένα άλλο έργο του, το Περί Ολυμπιάδος (Migne 1860 (1991): 8-9).
318 Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έγραψε κι ένα έργο με περιεχόμενο ιστορικά παραθέματα και περικοπές από αρχαίους συγγραφείς, στα οποία συμπεριέλαβε και αρκετά σχετικά με τον Αλέξανδρο. Βλέπε T. Büttner-Wobst and A.G. Roos, Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2, Berlin: Weidmann, 2.1:1906.
319 Εδώ η Άννα Κομνηνή, εννοεί το Ορφανοτροφείο, ένα ίδρυμα που ίδρυσε ο πατέρας της αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, στο οποίο «μπορείς να δεις και Λατίνο να εκπαιδεύεται και Σκύθη να μαθαίνει ελληνικά και Ρωμαίο να μελετά τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να μαθαίνει τα σωστά ελληνικά» (Αλεξιάς, Β΄, σελ. 219).
320 B. Laourdas and L.G. Westerink, Photii patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, vols. 1-6.2 [Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT) Leipzig: Teubner, 1:1983; 2:1984; 3:1985; 4:1986; 5:1986; 6.1:1987; 6.2:1988, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015).
321 G.T. Dennis, Michaelis Pselli orationes panegyricae, Stuttgart: Teubner, 1994, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu
322 Ο.π.
323 Στο χωρίο αυτό ο Χωνιάτης χαρακτηρίζει ακόμη τον Αλέξανδρο μεγαλεγχειρήτη και φιλοκίνδυνο και χρησιμοποιεί ως βάση για τη σύγκριση των δύο ηγεμόνων το επεισόδιο από την πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όταν ο Αλέξανδρος κόντεψε να σκοτωθεί. Στο ίδιο αυτό εγκώμιο ο Θεόδωρος συγκρίνεται ως προς την ανδρεία του και την πολεμική του ικανότητα και με άλλους αρχαίους ήρωες, όπως ο Αχιλλέας, ο Δαβίδ, ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, μάλιστα γενικότερα ο Θεόδωρος Λάσκαρης προβάλλεται ως Νέος Δαβίδ (Γιαρένης 2010: 66, 263-264).
324 J. van Dieten, Nicetae Choniatae orationes et epistulae [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 3. Berlin: De Gruyter, 1972, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Στον επιθαλάμιο λόγο του ο Χωνιάτης αναφέρεται και σε ένα παράδειγμα γάμου αντλημένο από τη μυθολογική παράδοση, αυτόν του Πηλέα με τη Θέτιδα.
325 Ο Χωνιάτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο του Γόρδιου Δεσμού ως βάση για την αντιπαραβολή, με στόχο, βέβαια, να εξυψώσει το βυζαντινό αυτοκράτορα, δες J. van Dieten, Nicetae Choniatae orationes et epistulae [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 3. Berlin: De Gruyter, 1972, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Για τον Ευθύμιο Τορνίκη βλέπε επόμενο κεφάλαιο 3.4.
326 Ο Νικήτας Χωνιάτης μάλιστα συγκρίνει ακόμα κι έναν ξένο ηγεμόνα με τον Αλέξανδρο, τον Ερρίκο ΣΤ΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Muller 2007: 393).
327 Γρηγορίου του Κυπρίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Εγκώμιον εις τον Αυτοκράτορα κύρον Μιχαήλ Παλαιολόγον, Νέον Κωνσταντίνον, PG 142, 345 -360, όπου σημειώνει ότι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, «ὑπέρ τόν Θεμιστοκλέα γενόμενος», νέος ξεχώριζε ανάμεσα στους στρατηγούς, όπως ο νεαρός Αλέξανδρος ανάμεσα στους Μακεδόνες. Παρακάτω συγκρίνει τις εφόδους του στους αντιπάλους με αυτές του Έκτορα στους Έλληνες, τον αναφέρει ακόμη ως «άλλο Άρη» και τον συγκρίνει ακόμη με το Μιλτιάδη, τον Κίμωνα, τον Περικλή, το Βρασίδα, το Σκηπίωνα, τον Αννίβα και τον Επαμεινώνδα.
328 Στο εγκώμιο που γράφει για τον αυτοκράτορα. Σε αυτό, τονίζει ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος αποτέλεσε για τον πατέρα του Μιχαήλ αιτία να δοξαστεί περισσότερο, όπως ακριβώς δοξάστηκε περισσότερο και ο Φίλιππος μέσω του γιου του, του Αλέξανδρου, («μέγας ὤν, μείζων δι’ Ἀλέξανδρον γέγονε»), ο οποίος «ανέβασε τον πατέρα του στον κολοφώνα της ευδαιμονίας» (PG 142, στήλη 393).
329 Στον ίδιο λόγο δεν παραλείπει να κάνει και αναφορά στη ρήση του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, ότι οι φίλοι του είναι ο θησαυρός και τα πλούτη που κέρδισε στις εκστρατείες του (PG 145, 460, 473).
330 Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια καὶ Πελοποννησιακά, Α, Αθήνα, Γρηγοριάδης, 1912, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).
331 P. Gautier, Michel Italikos. Lettres et Discours , Archives de l’Orient Chrétien 14. Paris: Institut Français d’Études Byzantines, 1972, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015).
332 Ο.π.
333 R. Maisano, Niceforo Basilace. Gli encomi per l’imperatore e per il patriarca [Byzantina et neo-hellenica neapolitana 5. Naples 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).
334 A. Garzya, Nicephori Basilacae orationes et epistolae [Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT) Leipzig: Teubner, 1984, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu
335 R. Browning, “A New Source on Byzantine-Hungarian Relations in the Twelfth Century. The Inaugural Lecture of Michael ὁ τοῦ Ἀγχιάλου as Ὕπατος τῶν φιλοσόφων,” Balkan Studies 2 (1961): 187-203, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015).
336 P. Wirth, Eustathii Thessalonicensis opera minora (magnam partem inedita) [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 32. Berlin: De Gruyter, 1999, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu Η επίκληση παραδειγμάτων από το βίο του Αλέξανδρου σε λόγους που έγραψε ο Ευστάθιος για τον αυτοκράτορα Μανουήλ -τον οποίο συχνά αποκαλεί θείο και θειότατο και παρομοιάζει με τον ήλιο- είναι συνεχής (βλέπε για παράδειγμα Regel 1892: 42, 56, 92 -όπου κάνει λόγο και για κάποιον Αρχέλαο, που έγραψε μια πραγματεία χωρογραφίας της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου – 102, 108, 114, 124).
337 E. Kurtz, “Ἕτερα δύο ἀνέκδοτα πονήματα Κωνσταντίνου Μανασσῆ,” Vizantijskij Vremennik 12 (1906), πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).
338 M. Treu, Manuelis Holoboli orationes [Programm des königlichen Victoria-Gymnasiums2. Potsdam 1907, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, πως ο Ολόβολος, εξαιτιας της παρρησίας του, καθότι κατηγόρησε το Μιχαήλ για την τύφλωση του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη, υπέφερε τα πάνδηνα από αυτόν, με δάρσιμο και αποκοπή της μύτης του (Krumbacher 1900 B: 742-743).
339 H. Hunger, Johannes Chortasmenos (ca. 1370-ca. 1436/37). Briefe, Gedichte und kleine Schriften [Wiener Byzantinistische Studien 7. Vienna: Böhlau, 1969, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).
340 Ιωάννης Πολέμης, Ο λόγιος Νικόλαος Λαμπηνός καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτοῦ εἰς τὸν Ἀνδρόνικον Βʹ Παλαιολόγον [Ἑταιρεία Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Μελετῶν. Διπτύχων – Παράφυλλα 4, Αθήνα 1992, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015).
341 Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια καὶ Πελοποννησιακά, Γ΄, Αθήνα, 1926
342 Στο λόγο αυτό βέβαια ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός δεν αντιπαραβαλλεται μόνο με τον Αλέξανδρο, αλλά και με άλλες προσωπικότητες της Βίβλου και της ιστορίας: «Περί το κράτος καί τήν βασίλειον ἀρχήν Ἀλέξανδρος δεύτερος ἐχρημάτισε, περί τήν εὐσέβειαν καί τήν ὀρθόδοξον πίστιν Κωνσταντῖνος νέος ἐγένετο…» και αλλού: «Ἀνδρεῖος ἦν κατά τόν Σαμψών, ὡραῖος κατά τόν Ἰωσήφ, τό πρᾶον εἶχεν ὡς ὁ Δαβίδ……» (πρωτότυπο κείμενο σε Παπαδόπουλο – Κεραμέα 1891: 427).
343 Τοῦ πρωτονοταρίου Τραπεζοῦντος Στεφάνου τοῦ Σγουροπούλου πρός τόν βασιλέα κυρόν Ἀλέξιον τόν Κομνηνόν στίχοι ἐγκωμιαστικοί. Πιθανόν στον ίδιο αυτοκράτορα ή αλλιώς στον παππού του Αλέξιο Β΄ να αναφέρεται ο Σγουρόπουλος παρομοιάζοντάς τον με τον Αλέξανδρο, μετά από μια νίκη των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην Κερασούντα (Trahoulia 2007: 33, βλέπε και κεφάλαιο 3.2. για τους στίχους του σε αντιπαραβολή με επεισόδιο από το Μυθιστόρημα).
344 P.L.M. Leone, Nicephori Gregorae Epistulae, Matino: Tipografia di Matino, 1982-1983, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu
345 Ο Θεόδωρος ονομάζει την επικράτειά του Ελληνικόν και Ελλάδα και τα στρατεύματά του ελληνικά. Είναι ίσως ο πρώτος Νεοέλληνας και ένας από τους πρώτους ανθρώπους παγκοσμίως για τον οποίο μαρτυρείται μια αγάπη και ένας σεβασμός για τα αρχαία μνημεία, που όχι μόνο μπορεί να αντιπαραβληθεί με την αγάπη της αρχαιολογίας με τη σημερινή της έννοια, αλλά τα νοηματοδοτεί και ως γέφυρα με το ένδοξο παρελθόν και την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Συγκεκριμένα θαυμάζει τα μνημεία της αρχαίας Περγάμου τα οποία θεωρεί «ελληνικής μεγαλονοίας μεστά ινδάλματα» και νομίζει ότι προβάλλονται «καταντροπιάζοντας εμάς, σαν απογόνους, με της πατρικής δόξας το μεγαλείο» (Βακαλόπουλος 2008: 77-78).
346 L. Tartaglia, “L’opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,”Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015).
347 Ο.π.
348 L. Tartaglia, Teodoro II Duca Lascari, Encomio dell’Imperatore Giovanni Duca[Speculum. Contributi di Filologia Classica Naples: M. D’Auria, 1990, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).
349 Τῷ ὑψηλοτάτῳ καὶ πανευτυχεστάτῳ δεσπότῃ κῦρ Κωνσταντίνῳ τῷ Παλαιολόγῳ, επιστολή του Σχολάριου στον Κωνσταντίνο στο: M. Jugie, L. Petit, and X.A. Siderides, Oeuvres complètes de Georges (Gennadios) Scholarios, vol. 7, Paris: Maison de la bonne presse, 1936, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (ανάκτηση 25.9.2015).
350 «ἐπαινῶ γάρ καί τοῦτο τοῦ ἡμετέρου καθηγεμόνος, ὅν οἷμαι μή ἄν σφόδρα αἰσχύναι τῆ τοιαύτη προσηγορία, ὅτι πολλά τῶν συγγραμμάτων εἰς Ἀλέξανδρον ἀναπέμπων, ἐκεῖνον τε τῆ φιλοσοφία καί ἑαυτόν τῆ παρά τοῦ βασιλέως εὐνοία κοσμεῖν καί τιμᾶν ὤετο. ὅ καί πολλούς οἷδα πανταχοῦ καί ζηλώσαντας καί νῦν ἔτι ζηλοῦντας» (ο.π.)
351 «Ἀλλά γάρ Μακεδονίας και τοὔνομα μόνον φρίκην ἐμποιεῖ τοῖς βαρβάροις Ἀλέξανδρον ἐνθυμουμένοις καί Μακεδόνων τούς ὀλίγους τούς σύν ἐκείνω στέξαντας τήν Ασίαν. Δεῖξον τοἰνυν ἐκείνοις, ὦ βασιλεῦ, ὼς εἰσί καί Μακεδόνες καί βασιλεύς, Αλεξάνδρου μόνω διαφέρων τῶ χρόνω» (Δημήτριος Κυδώνης).
«Μνημονευτέον ὺμῖν ἐστίν ὀτι Ρωμαῖοι ἐσμέν, ὀτι η Φιλίππου καί Ἀλεξάνδρου ὺμῖν ὺπάρχει πατρίς καί ὼς τούτοιν τοῖν γενοῖν τοῖς διαδόχοις ὼσπερ τις κλῆρος ἔλαχε κατιών ὲπί μακροῦ διαρκής τό ἐφ’ οὔς ἄν τῶν πολεμίων παραταξώνται, τούτων τοῖς ὄλοις κρατεῖν …» (Μανουήλ Παλαιολόγος). Η Μισσίου θεωρεί ότι ο Μανουήλ Παλαιολόγος, όταν αναφέρει «στους διαδόχους αυτών των δύο…» εννοεί των βασιλιάδων Φιλίππου και Αλεξάνδρου (Μισσίου 1992:112, υποσημ. 58).
352 Σ.Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Δ΄, Αθήνα, 1930, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (Thesaurus Linguae Graecae, ανάκτηση 26.9.2015).