Γράφει ο Γιάννης Νεονάκης
Εἰσήλθαμε καί φέτος στήν Τεσσαρακοστή καί ἑτοιμαζόμαστε γιά τό Ἅγιο Πάσχα, τήν μεγαλύτερη γιορτή τῆς Χριστιανοσύνης, ὅπως μάθαμε νά λέμε. Φυσικά ὅλα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι μεγάλα μυστήρια, ὅμως τρόπον τινά «συναισθηματικά» προσλαμβάνουμε τήν ἒνσαρκο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς τό μεῖζον γεγονός, πολύ πιό «σπουδαῖο» δηλαδή ἀπό ὅλα τά ἄλλα ὅπως τήν Γέννηση. Ὅσον ἀφορᾶ δέ τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, ἐκεῖ δέν στεκόμαστε σχεδόν καθόλου. Ἐξάλλου ἡ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συμπίπτει μέ τήν ἐθνική ἑορτή, καί ὁ νοῦς μας εἶναι συνήθως στίς παρελάσεις καί στίς λοιπές «ἐθνικοπατριωτικές» ἐξάρσεις καί δέν δίνουμε ἰδιαίτερη σημασία στόν Εὐαγγελισμό.
Ἐν πολλοῖς εἶναι ἀναμενόμενο νά μένουμε τόσο πολύ στό Πάσχα καί τήν Ἀνάσταση. Εἴμαστε θνητοί, ζοῦμε καθημερινά μέσα στόν πόνο καί τήν φθορά· καί ἡ μεγαλύτερη πίεση πού δεχόμαστε εἶναι ἡ γνώση ὅτι θά πεθάνουμε. Ἔτσι εἶναι φυσικό, ἡ ἒνσαρκος ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ καί κατ’ ἐπέκταση καί ἡ δική μας δυνατότητα ἀναστάσεως νά θεωρεῖται τό μεῖζον γεγονός.
Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Θεός δέν θέλησε τό θάνατο. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως τῆς δικῆς μας πτώσεως ἐπιτρέπει τόν θάνατο, ἐπιτρέπει αὐτήν τή σκιά, αὐτήν τήν ἀρρώστια, ὡς καθολική βοήθεια πρός τήν σωτηρία μας, θέτοντας ἕνα ὅριο στήν ἁμαρτία, δίνοντας τήν δυνατότητα καί ἐπιτρέποντας σέ ὅποιον τό θέλει νά σωθεῖ. Ἐπιτρέπει τόν θάνατο, ἐπειδή ξέρει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κάτι ἀπολύτως παροδικό, ἁπλά καί μόνο μιά σκιά, μιά παρένθεση, ἡ ὁποία πολύ γρήγορα θά διαλυθεῖ μέ τό καθολικό δῶρο τῆς ἀναστάσεως. Ἐάν ὁ Θεός ἐπέτρεπε τόν θάνατο χωρίς νά ὑπάρξει μέ κάποιον τρόπο ἡ ἀνάσταση, θά ἦταν ὡσάν ὁ Θεός νά ἀναιροῦσε τό ἴδιο του τό ἔργο, τήν ἴδια του τήν δημιουργία.
Ἡ ἒνσαρκος λοιπόν ἀνάσταση στά χώματα καί στόν κόσμο ἐτοῦτο εἶναι δῶρο καθολικό τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὀρθόδοξοι καί μή ὀρθόδοξοι, πιστεύοντες καί μή πιστεύοντες, ὅλοι ὅσοι γεννήθηκαν ἀπαρχῆς τοῦ χρόνου θά ἀναστηθοῦν. Ὅλοι ὅσοι ἀντίκρισαν μέ τά μάτια τούς τό φῶς τῆς ἡμέρας ἤ καλύτερα ὅλοι ὅσοι βρέθηκαν στήν κατάσταση τοῦ πρώτου ἀνθρώπινου κυττάρου θά ἀναστηθοῦν ἐνσάρκως. Ἀπό τήν στιγμή πού μέ τήν σύλληψη σχηματίζεται τό πρῶτο ἀνθρώπινο κύτταρο ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὅλος καί τέλειος. Καί θά ἀναστηθεῖ ἐνσάρκως πλήρης καί ὁλοκληρωμένος.
Ἀνάσταση καί μιά ζωή αἰώνια, ἀπαλλαγμένη ἀπό τόν θάνατο, τόν φόβο, τήν ἀγωνία, καί ἀπό κάθε ἀρρώστια καί φθορά. Καί ὅλοι θά δοῦν τόν Χριστό, τό φῶς καί τήν δόξα του. Καί τό ἴδιο φῶς οἱ ὄντες ἐν μετανοίᾳ θά τό δέχονται εὐχαριστηριακά, συνεχῶς τελειοποιούμενοι, ἐνῶ οἱ μή μετανοηθέντες θά τό βλέπουν ὡς καταναλίσκον, καθώς, μέ δική τους ἐπιλογή καί προαίρεση, θά μένουν ἀθεράπευτοι, ἀδυνατώντας νά μετακινηθοῦν ἀπό τήν ἰδιοτέλειά τους στήν ἀνιδιοτέλεια. Ὅμως ὅλοι θά βλέπουν τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί ὅλους ὁ Χριστός θά τούς ἀγαπάει ἐξίσου καί γιά πάντα, ἐκχέοντας τήν Χάρη του συνεχῶς, τό ἴδιο πρός ὅλους.
Ὁ παροδικός αὐτός κύκλος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου πού ἄνοιξε μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν καθολική ἀνάσταση ὅλων κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί αὐτή ἡ περίοδος θά ἀποτελεῖ ἕνα σύντομο μόνο κεφάλαιο στήν ἀτελεύτητη ἀνθρώπινη ἱστορία. Τό καθολικό λοιπόν δῶρο τῆς ἀναστάσεως δέν εἶναι τό μεῖζον. Τό μεῖζον καί τό κατεξοχήν καινό στήν ἱστορία εἶναι ἡ συγκλονιστική στιγμή τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου, τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Εἶναι ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ Μαρία εἶπε ἐλευθέρᾳ βουλήσει τό «γένοιτο» καί ὁ Ἂσαρκος Λόγος ἐσαρκώθη. Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Θεός τοῦ Μωυσῆ, ὁ Θεός τῶν Προφητῶν εἶναι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ἄσαρκος Λόγος. Συγκεφαλαιώνοντας καί ἐκπληρώνοντας τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁ Ἄσαρκος Λόγος ἐσαρκώθη. Θεάνθρωπος πλέον, ἀνοίγοντας καί σέ μᾶς τίς πύλες μιᾶς κατά χάριν Θεανθρώπινης ὑπάρξεως μέ πρῶτο παράδειγμα τήν Παναγία μας.
Τό μείζoν γεγονός εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου· καί ἔτσι δόθηκε καί σέ μᾶς ἡ δυνατότητα νά ἐκπληρώσομε αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός γιά μᾶς, τόν σκοπό δηλαδή καί τήν ὁλοκλήρωση καί τῆς δικῆς μας δημιουργίας: τό καθ’ ὁμοίωσιν. Εἴμαστε φτιαγμένοι κατ’ εἰκόνα καί προορισμός καθενός ἀπό μᾶς εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν, ἡ κατά χάριν Θεανθρωπία. Μέ τήν σάρκωσή του ὁ Ἄσαρκος Λόγος ἕνωσε ἀμετάκλητα, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως τήν ἀνθρώπινη μέ τήν θεία φύση. Μιά νέα πρωτοφανής καί ἐν πολλοῖς ἀσύλληπτη νέα ὑπαρκτική κατάσταση, μιά νέα ὀντολογία ἀνέτειλε. Αὐτός, ἡ κεφαλή τοῦ χοροῦ, ὁ πρῶτος Θεάνθρωπος, ἄνοιξε καί σέ μᾶς διάπλατα τήν πόρτα τῆς κατά χάριν Θεανθρωπίας. Αὐτός Θεός πού ἔγινε καί ἄνθρωπος καί ἐμεῖς ἄνθρωποι πού ἔχουμε τήν δυνατότητα τῆς κατά χάριν θεώσεως, τῆς κατά χάριν θεανθώπινης ὑπάρξεως, τῆς κατά χάριν ἀσυγχύτου καί ἀδιαιρέτου ἑνώσεως μέ τόν Χριστό καί δι’ αὐτοῦ μέ τήν Ἁγία Τριάδα. Καί ἐνωνόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως μέ τόν Χριστό ἐνοῦται ταυτοχρόνως, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως καί μέ ὅλους τούς ἄλλους πού εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό ζῶντες, τεθνεῶτες, καί μέλλοντες ἐλθεῖν. Ἕνα σῶμα, μιά ἑνότητα, μιά ὀντότητα μέ κεφαλή τόν Χριστό, ἕνα σῶμα πορευόμενο ἀενάως ἀπό δόξης εἰς δόξαν.
Τό μεῖζoν λοιπόν γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, τῆς ἀπαρχῆς τῆς Θεανθρωπίας καί τῆς δυνατότητας καί τῆς δικῆς μας κατά χάριν θεώσεως ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἴσως γι’ αὐτό θά ἔπρεπε νά στεκόμαστε λίγο παραπάνω καί νά τιμούσαμε λίγο περισσότερο τήν ἡμέρα αὐτή. Ἡμέρα ἡ ὁποία θά τιμᾶται μέ μεγάλη λαμπρότητα ἀενάως.