Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Το αεροπλάνο πλησιάζει να προσγειωθεί στην Κωνσταντινούπολη. Βλέποντας από ψηλά την πόλη αναστέναξα. Γύρισε και με κοίταξε απορημένος ο π.
Κύριλλος.
– Θυμήθηκα πάτερ μου αυτό που γράφει ο μεγάλος μας λογοτέχνης Αλέξανδρος
Μωραϊτίδης σε άρθρο του. Αν θυμάμαι καλά δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892.
– Πού το θυμήθηκες;…
– Μούχε κάνει εντύπωση. Έγραψε για τη δόξα που γνώρισε η Βασιλεύουσα για
περίπου 1100 χρόνια, αλλά ήρθαν χρόνοι ασεβείας και καθώς ο παλαιός Ισραήλ τιμωρήθηκε για τις παραβάσεις του, καταδικάσθηκε επανειλημμένως σε ζυγό δουλείας και έχασε το ναό του, του Σολομώντα, και την Ιερά του πόλη, την Ιερουσαλήμ, έτσι και ο νέος Ισραήλ, για την απιστία του, καταδικάστηκε σε πολυετή αιχμαλωσία και έχασε τον θείο ναό του, την Αγιά Σοφιά και την ιερά του Πόλη…
Στην έξοδο του αεροδρομίου πήραμε ταξί, που μας πήγε σε ένα συμπαθές ολίγων δωματίων ξενοδοχείο, παλιού ρυθμού, αλλά με όλα τα χρειώδη μιας σύγχρονης φιλοξενίας. Ήταν σε ένα σοκάκι κοντά στο κέντρο της Πόλης.
Ήταν ακόμη αρκετά πρωί και είπαμε να κερδίσουμε τη μέρα μας. Πρώτη επίσκεψη στο Φανάρι και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μας καλοδέχτηκαν.
Πήγαμε και προσκυνήσαμε στον πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο π.
Κύριλλος πήγε και στα γραφεία, όπου είχε γνωστούς κληρικούς. Ο Πατριάρχης έλειπε. Όταν ήρθε στην είσοδο που τον περίμενα μου είπε:
– Δεν θέλησα να ενοχλήσω μιλώντας για τους κρυπτοχριστιανούς στην Πόλη.
Όμως είμαι βέβαιος ότι είναι πολλοί. Θα πάμε να επισκεφθούμε έναν γέροντα ιερέα, που είναι εφημέριος και φύλακας ενός προσκυνήματος της Πόλης. Τον είχα επισκεφθεί και παλιότερα, αλλά δεν μιλήσαμε τότε για κρυπτοχριστιανούς. Ζει μέσα σε περιμανδρωμένο χώρο. Πλάι στο ναό υπάρχει ένας παλιός ισόγειος οικίσκος. Εκεί μένει με την γερόντισσα πρεσβυτέρα του. Μπορεί κάτι να μας πει…
Πράγματι πήραμε ταξί και πήγαμε να τον δούμε. Η πόρτα του προσκυνήματος ήταν βαριά, σιδερένια. Κτυπήσαμε το κουδούνι. Μας μίλησαν στα τούρκικα.
Είπαμε πως είμαστε Έλληνες και πως πήγαμε για προσκύνημα. Άνοιξε πρώτα ένα παραθυράκι, που φάνηκε ο ιερέας, μια αγνή λεπτή φυσιογνωμία. Είδε τον π. Κύριλλο, που του χαμογέλασε και αυτό ήταν το εισιτήριο της εισόδου μας…
Μπαίνοντας εντύπωση μας έκανε η αυλή. Ένας απαστράπτων λουλουδιασμένος χώρος. Όλα με την φροντίδα της παπαδιάς. Πήγαμε πρώτα και προσκυνήσαμε στο Ναό και ήπιαμε από το Αγίασμα, καθώς διψούσαμε κιόλας.
Αφού ανανέωσε τη γνωριμία, ο π. Κύριλλος του μίλησε για τους κρυπτοχριστιανούς που είχαμε συναντήσει στον Πόντο, στην Ιωνία και στην Καππαδοκία.
– Πάτερ μου, δεν μπορεί, θα υπάρχουν και στην Πόλη, του είπε ο π.
Κύριλλος.
– Τι τα ψάχνετε, του απάντησε ο γέροντας ιερέας, κουνώντας το κεφάλι
του. Ασφαλώς και υπάρχουν, αλλά μόνο ο Θεός τους ξέρει και ελάχιστοι εχέμυθοι χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί.
– Εσύ πάτερ μου γνωρίζεις κάποιους; Τον ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Ασφαλώς και γνωρίζω, αλλά δεν θα σας πω για να μη φέρω σε δυσκολία το
Πατριαρχείο.
Σεβαστήκαμε την άποψή του. Αλλάξαμε συζήτηση και αφού ήπιαμε τον καφέ που μας προσέφερε η παπαδιά βγήκαμε στη δημοσιά και περιμέναμε ταξί.
– Πεινάς; Με ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Όχι καθόλου, του απάντησα.
– Πρέπει η Αγιά Σοφιά να είναι ακόμη ανοικτή. Πάμε;
Το ταξί μας πήγε στο ναό Σύμβολο της Χριστιανοσύνης*. Έλεγχος, ακριβούτσικο εισιτήριο, αλλά όλα εξουδετερώνονται μετά την είσοδο στον Ναό. Ο πιστός μεταρσιώνεται, ιδίως όταν βλέπει τα διασωθέντα ψηφιδωτά και πιο συγκεκριμένα όταν θεάται την Δέηση και τα πρόσωπα του Κυρίου Ιησού Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο κατάκοποι, αλλά χαρούμενοι, που αξιωθήκαμε για μιαν ακόμη φορά να επισκεφθούμε και νοερά να προσκυνήσουμε την Αγιά Σοφιά.
Τσιμπήσαμε κάτι σε ένα κοντινό στο ξενοδοχείο εστιατόριο. Την ώρα εκείνη είχε λίγο κόσμο και κοντά μας δεν καθόταν κανένας.
– Αδελφέ, μου είπε ο π. Κύριλλος, ο Αχμέτ στον Πόντο, πριν φύγω μου
έδωσε τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των θυγατέρων του, που μένουν εδώ, στην Κωνσταντινούπολη. Μου είπε να τους τηλεφωνήσω και να τους πω ότι είδα τον πατέρα τους και ότι περιμένει να πάνε να τον δουν πριν πεθάνει….Τί λες να τους τηλεφωνήσω;
– Και δεν τους τηλεφωνάς… Σαν ανθρώπινο χρέος το βλέπω, του
απάντησα…
– Άσε, το κάνω το πρωί πριν πάμε στη Μονή της Χώρας…
Πράγματι το πρωί, πριν από το πρόγευμα, ο π. Κύριλλος με έβαλε να τηλεφωνήσω στην Τζαμίλα, την ιατρό. Μιλήσαμε στα αγγλικά. Της είπα ποιοι είμαστε και ότι μεταφέρουμε ένα μήνυμα από τον πατέρα της σε εκείνη και στην αδελφή της και αν μπορούμε να τις δούμε. Μας εξήγησε ότι της είναι πολύ δύσκολο. Εργασία, σπίτι, σύζυγος, παιδιά… Τα ίδια ισχύουν και για την αδελφή της, την Αμάλ, που ήταν σπουδαγμένη νοσοκόμα. Της έδωσα τον αριθμό του τηλεφώνου μου, της είπα πόσες μέρες θα μείνουμε και θα χαρούμε να τις δούμε, αν τα καταφέρουν.
Μετά την συνδιάλεξη ο π. Κύριλλος με ρώτησε πώς μου φάνηκε η συζήτηση.
– Μια κανονική συζήτηση μιας σύγχρονης Τουρκάλας με πολλές υποχρεώσεις,
του απάντησα.
Καθώς παίρναμε το πρωινό είπα στον π. Κύριλλο:
– Όλο το βράδυ πάτερ μου σκεφτόμουν τους σημερινούς κρυπτοχριστιανούς.
Γνωστός μου δημοσιογράφος έγραψε πριν από λίγα χρόνια ότι ο ίδιος είχε γνωρίσει δυο κρυπτοχριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Ο ένας δούλευε γκαρσόνι και ο άλλος υπάλληλος. Και όπως σημείωσε για εκείνον ήταν μια εμπειρία πολύτιμη, γιατί του αποκάλυψε την πύρινη πίστη, που και σήμερα κρυφοκαίει και μαρτυρικά συντηρείται σε ένα σωρό απίθανες γωνιές της Τουρκίας.
*Αυτά συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 και επομένως πριν από την βεβήλωση του Ναού από τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν στο θέμα της Αγίας Σοφίας αποδεικνύεται βαρβαρότερος του Κεμάλ, του πρώτου διδάξαντος την γενοκτονία κατά τον 20ό αιώνα, με όλα όσα διέπραξε σε βάρος του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο Κεμάλ από τζαμί την μετέτρεψε σε Μουσείο, αντίθετα από τον Ερντογάν…
ΜΕΡΟΣ Β΄
Η έκπληξη με την Τζαμίλα και την Αμάλ
Η ημέρα κυλούσε βλέποντας ό, τι έχει απομείνει από την αρχοντιά των Ρωμιών της Πόλης και από τον βεβηλωμένο πολιτισμό τους. Κατά το μεσημέρι η ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι μας τηλεφώνησε η Τζαμίλα και μας είπε νωρίς το απόγευμα να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο μας. Θα είναι μαζί με την Αμάλ. Καταλάβαμε ότι θα είναι η ώρα που τελειώνουν τη βάρδια τους και πηγαίνουν προς τα σπίτια τους….
Φροντίσαμε εγκαίρως να είμαστε στο λόμπι του μικρού ξενοδοχείου και ήρθαν οι δυο κοπέλες χαμογελαστές. Ήσαν χαριτωμένες και σα να ήσαν ευρωπαίες. Ντυμένες σα μουσουλμάνες, αλλά κομψά και χωρίς μαντήλα.
Σηκωθήκαμε, τις καλωσορίσαμε και αφού τις συστηθήκαμε, αρχίσαμε να μιλάμε για τον Πόντο και για την γνωριμία μας με τον πατέρα τους. Τους είπαμε ότι του λείπουν, όπως και ο αδελφός τους που ζει στη Γαλλία και τους έχει ξεχάσει… Δεν είπαμε φυσικά τίποτε για τον πατέρα τους, ότι είναι κρυπτοχριστιανός…
Από τις δυο κοπέλες η Τζαμίλα ήταν πιο ομιλητική, πιο αλέγρα. Η Αμάλ ντροπαλή και διστακτική, με λίγα λόγια.
– Και σε μας λείπουν οι γονείς, μας είπε η Τζαμίλα. Δεν έχομε τίποτε
μαζί τους, απλώς είναι πολλές οι υποχρεώσεις μας και στις διακοπές μας κοιτάμε να δούμε λίγο πάρα πάνω τους συζύγους μας και τα παιδιά μας…
– Έστω ένα τηλεφώνημα, πέντε λεπτά κάθε βδομάδα.
– Και γι’ αυτό ξεχνιόμαστε…
Και ενώ κουβεντιάζαμε έτσι η Αμάλ, με κατεβασμένο το κεφάλι, μας είπε
χαμηλόφωνα:
– Σας είπε ότι είναι κρυπτοχριστιανός;
Τα χάσαμε. Δεν περιμέναμε τέτοια ερώτηση. Ο πατέρας τους μας είχε πει ότι δεν γνωρίζουν τίποτε… Δεν τολμήσαμε να ρωτήσουμε από πού το ξέρουν, αλλά μόνες τους μας το εξήγησαν. Πήρε το λόγο η Τζαμίλα.
– Όταν ήμασταν μικρά παιδιά φυσικά και δεν καταλάβαμε τίποτε.
Μεγαλώνοντας όμως και με την αγάπη που του έχουμε, αρχίσαμε να νιώθουμε ότι η συμπεριφορά του και οι ευαισθησίες του δεν ταίριαζαν σε μουσουλμάνο. Δεν του είπαμε ποτέ τίποτε, ούτε θα του πούμε, αν και θα θέλαμε να του αποκαλύψουμε πως και εμείς γινήκαμε κρυπτοχριστιανές. Δεν ξέρουμε αν θα τον ευχαριστούσαμε ή θα άρχιζε να αγωνιά για εμάς…
– Ξέρετε την ιστορία του πατέρα σας; Τις ρωτήσαμε.
– Όχι ποτέ με κανέναν δεν μιλήσαμε για αυτό. Όμως πιστεύουμε ότι ήταν
Έλληνας Πόντιος…
– Καλά, και εσείς πώς γινήκατε; Οι άντρες σας, τα παιδιά σας είναι
τούρκοι. Πώς τα καταφέρνετε; Τις ρωτήσαμε.
– Το πώς γινήκαμε είναι ένα θαύμα. Το ίδιο και το πώς ζούμε…
Σπουδάζοντας στην Πόλη συζητούσαμε το θέμα με την αδελφή μου. Δεν ξέραμε τίποτε για τον χριστιανισμό, εκτός από τα αρνητικά, που μάθαμε στο σχολείο… Είχαμε μια Ρωμιά φίλη, που σπούδαζε και αυτή ιατρική. Της ζητήσαμε να μας πει δυο λόγια για την Ορθοδοξία… Δεν ήξερε πολλά. Όμως μας είπε ότι θα μας απαντήσει την επόμενη ημέρα για κάποιον, που ξέρει περισσότερα από εκείνην… Κοιταχτήκαμε με την Αμάλ. «Φοβάται» της είπα, «μήπως κατηγορηθεί για προσηλυτισμό». «Θα πάει να ρωτήσει τον παπά της και αύριο θα μας φέρει τα νέα του». Πράγματι έτσι και έγινε. Έτσι αρχίσαμε να βλέπουμε τον γέροντα και εκείνος μας ετοίμασε για την βάπτισή μας. Σε ένα εκκλησάκι, στο υπόγειο σπιτιού, που είχε κτιστή κολυμπήθρα, που την κατέβαινε κανείς με σκαλοπάτια και προοριζόταν για τους ενήλικες. Συνταρακτικές στιγμές ζήσαμε. Σα να είχε κατέβει ο ίδιος ο Χριστός και να μας ευλόγησε. Νοιώσαμε εκείνη την ώρα σα να ήμασταν στον Παράδεισο και δεν θέλαμε να βγούμε από την κολυμπήθρα. Ξεσπάσαμε σε λυγμούς από αγαλλίαση. Γινήκαμε άλλοι άνθρωποι και θα έπρεπε να κρύβουμε την αλλαγή μας…
– Οι δικοί σας ασφαλώς δεν ξέρουν τίποτε… Τους είπαμε.
– Ναι, δεν κατάλαβαν και δεν ξέρουν τίποτε ούτε οι άντρες μας, ούτε τα
παιδιά μας. Αν μαθευτεί μπορούν να μας χωρίσουν και να μας πάρουν τα παιδιά μας. Μπορεί να απολυθούμε από τη δουλειά μας στο δημόσιο νοσοκομείο και να καταντήσουμε να ζούμε μόνες και με τη ρετσινιά της προδοσίας να μας χαρακτηρίζει…
– Αφού έχει τόσα αρνητικά, γιατί το κάνατε; Ρωτήσαμε εντυπωσιασμένοι.
– Τα θέματα της Πίστεως δεν έχουν λογική. Νιώθουμε ότι έχουμε την ευχή
του πατέρα μας και ας μην ξέρει τίποτε… Και αυτό που νιώσαμε την ώρα της βάπτισης είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο…
– Και πηγαίνετε κανονικά στο τζαμί και συμπεριφέρεστε ως Μουσουλμάνες,
παρατηρήσαμε….
– Φυσικά. Οι άντρες μας είναι γιατροί και δεν είναι πολύ φανατικοί, αλλά
είναι μουσουλμάνοι, με ό, τι αυτό σημαίνει για τις γυναίκες τους…
– Και ο αδελφός σας, στη Γαλλία; Από εκείνον έχετε νέα; Γιατί δεν
επικοινωνεί με τους γονείς του; Έτσι μας είπε ο πατέρας σας..
– Ναι, εμείς επικοινωνούμε μαζί του. Ο Γιουσούφ προσπαθεί να γίνει
γάλλος και να ξεχάσει το παρελθόν του. Παντρεύτηκε Γαλλίδα, σπούδασε, έχει καλή δουλειά, δηλώνει άθεος. Μπερδεμένος είναι και αυτός, μας είπε η Τζαμίλα.
Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουμε. Οι κοπέλες έπρεπε να φύγουν.
Πριν να μας χαιρετήσουν μας είπαν ότι τις βοήθησε στο να ανοιχτούν στη συζήτηση το ράσο που φορούσε ο π. Κύριλλος. Κι αυτό γιατί η Τουρκία έχει επιβάλλει οι κληρικοί να φοράνε κοστούμια…
Δεν ξαναείδαμε τα κορίτσια. Δεν θελήσαμε να τις φέρουμε σε δύσκολη θέση. Με τη συζήτησή τους καταλάβαμε πολλά, Θυμήθηκα πάλι τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη που έγραψε ότι κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη άκουσε ότι ο ιδιοκτήτης κονακίου – οθωμανός στο φανερό και στο κρυφό Χριστιανός – επιμελώς και μετά φόβου συντηρούσε ναΐσκο εις τα βαθέα του οίκου του υπόγεια. Εκεί άναβε τα κεριά και τα καντήλια, έκαιγε θυμίαμα και προσευχόταν… Θυμήθηκα ακόμη το άλλο που γράφει, πως πλούσιοι αγάδες, στο κρυφό χριστιανοί, διατηρούσαν υπόγειους βυζαντινούς ναούς, που βρέθηκαν στα θεμέλια του μεγάρου τους. Στις μεγάλες χριστιανικές εορτές φώναζαν ιερέα, που πήγαινε κοντά τους μεταμφιεσμένος σε ιμάμη και τελούσε την Θεία Λειτουργία και αυτοί κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων…
Το ταξίδι μας στην Τουρκία τελείωσε στην Κωνσταντινούπολη. Από προσκύνημα μεταβλήθηκε σε μια ευλογημένη επίσκεψη στη γειτονική μουσουλμανική χώρα, όπου γνωρίσαμε ηρωικούς χριστιανούς, κρυπτοχριστιανούς. Οι Έλληνες στην Τουρκία είναι πλέον ελάχιστοι. Όμως η Ορθοδοξία ζει. Μπορεί και σε υπόγεια, μπορεί και σε ερείπια, μπορεί και σε βουνά και σε λαγκάδια, μπορεί και στις μεγάλες απρόσωπες πόλεις.
Επιζεί σε επιστήμονες, σε κατά Χριστόν σαλούς, σε απλούς επαγγελματίες.
Παράλληλα με την δοκιμαζόμενη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υπάρχει και η Εκκλησία των κατακομβών και πάνω από όλα υπάρχει ο Ιησούς Χριστός, που εμπνέει και φωτίζει τις αγνές ψυχές, όπου και αν βρίσκονται, σε ό, τι και αν πιστεύουν.-