Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Ήταν ξημερώματα της 28ης Ιανουαρίου 2008. Στο διάστημα της ασθενείας του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας φάνηκαν οι χαρακτήρες των ανθρώπων: Του ιδίου του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, των πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών, της ιντελιγκέντσιας της χώρας, του απλού λαού. Φάνηκε επίσης η σημασία που έδινε ο διεθνής παράγων στη θέση του Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, που τον ήθελε άφωνο και πάντα συμπλέοντα με τις αποφάσεις του.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος αποτέλεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθενείας του παράδειγμα πίστης και εμπιστοσύνης στον Θεό, γενναιότητας στην αντιμετώπιση της ασθενείας του, συγχωρητικότητας και ταπείνωσης έναντι όσων τον πολέμησαν – πολιτικών, κληρικών, διανοητών και δημοσιογράφων. Καθ’ όλη την βαρύτατη ασθένειά του διατήρησε την αμεσότητα της σχέσης με το ποίμνιό του και όπου του δινόταν η ευκαιρία και μπορούσε δίδασκε, έστελνε μηνύματα, παρηγορούσε, αυτός, ο πονεμένος και έως τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του. Ένα παράδειγμα: Όταν ήταν στο Αρεταίειο νοσοκομείο βαρύτατα ασθενών και πληροφορήθηκε ότι ένας των θεραπόντων του ιατρών αδικήθηκε κατά την εκλογή του σε καθηγητή, έδειξε ποιμαντικό και ανθρώπινο ενδιαφέρον. Από το κρεβάτι της νοσηλείας του παρακάλεσε και έκανε το παν να αρθεί η αδικία.
Σημειώνω ότι όταν την Παρασκευή, 8 Ιουνίου 2007, ετέθη θέμα να εισαχθεί επειγόντως σε νοσοκομείο επέλεξε συνειδητά το Αρεταίειο, το οποίο ανήκει στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1898 με κληροδότημα ύψους ενός εκατομμυρίου δραχμών του επιφανούς καθηγητού της Ιατρικής και εθνικού ευεργέτου Θεοδώρου Αρεταίου. Στο 125 ετών κτίσμα του ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος νοσηλεύθηκε ως απλός ασθενής σε ένα μικρό λιτό δωμάτιο του πρώτου ορόφου, δίπλα στο δωμάτιο που νοσηλεύθηκε και εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος, στις 8 Νοεμβρίου 1920. Το δωμάτιο του Αγίου είναι σήμερα τόπος προσκυνήματος και προσευχής των ασθενών και των συγγενών τους. Όταν κάπως συνήλθε και στάθηκε στα πόδια του πήγε και ο Αρχιεπίσκοπος να προσευχηθεί στον Άγιο.
Από την αρχή της νοσηλείας του και έως την κοίμησή του ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ζήτησε να υπάρχει πλήρης, ειλικρινής και σαφής ενημέρωση του λαού. Έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στις συστάσεις και στην θεραπευτική αγωγή των ιατρών και ουδέποτε δυσφόρησε. Αντιμετώπισε με εμπιστοσύνη στο θέλημα και στην αγάπη του Θεού τους έντονους – καμιά φορά αφόρητους – πόνους από τους οποίους υπέφερε και τη μοναξιά στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, στην οποία νοσηλεύθηκε από τις 13 έως τις 26 Ιουνίου 2007.
Όταν, αρχές Ιανουαρίου 2008, επιβαρύνθηκε η κατάσταση της ασθενείας του και ζητήθηκε από τους ιατρούς του να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, εκείνος το αρνήθηκε και προτίμησε να αναπαυθεί εν Κυρίω στην αρχιεπισκοπική κατοικία, αφού προείδε την κοίμησή του. Με τη δημοσιευθείσα διαθήκη του απεδείχθη ότι ουδένα πόρο διέθετε, ούτε κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Τα κινητά, που ήσαν δώρα πιστών τα οποία είχε δεχθεί ως Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αρχιεπίσκοπος, καταμετρήθηκαν και διετέθησαν από τους εκτελεστές της Διαθήκης. Υπάρχουν και κειμηλιακά δώρα από πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ηγέτες, που πρέπει να βρίσκονται κάπου στην Αρχιεπισκοπή στοιβαγμένα. Τα καταλογογραφημένα περίπου 3.500 βιβλία του, κατά μαρτυρία κληρικού της Αρχιεπισκοπής, βρίσκονται στην δημιουργηθείσα βιβλιοθήκη της, όπως ήταν η θέληση του εκλιπόντος.
Ο μόνος εν ζωή στενός συγγενής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου ήταν ο κατά δέκα χρόνια πρεσβύτερος αδελφός του Ιωάννης Παρασκευαΐδης. Ήταν άγαμος λαϊκός και ζούσε ασκητική ζωή. Ήταν απόφοιτος της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής (ΑΣΟΕΕ) και ήταν συνταξιούχος του Υπουργείου Παιδείας. Μετά την κοίμηση του αδελφού του έζησε το υπόλοιπο του βίου του στο Εκκλησιαστικό Γηροκομείο Αιγίου, με τη φροντίδα του τότε Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου. Ο Ιωάννης Παρασκευαΐδης προσέφερε όσο ζούσε στο εν λόγω Ίδρυμα τη σύνταξή του.
Κατά τη διάρκεια της ασθενείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου οι πολιτικοί ηγέτες, ανεξαρτήτως Κόμματος και ιδεολογίας, έδειξαν την προς αυτόν συμπάθεια τους και το ενδιαφέρον τους για την πορεία της υγείας του. Τα ίδια συναισθήματα έδειξαν και σχεδόν όλοι οι εκκλησιαστικοί, της Ελλάδας και του εξωτερικού. Διασώζονται δηλώσεις και επιστολές προς τον Μακαριστό, μάρτυρες αυτού του ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, η ιντελιγκέντσια, η συντριπτική πλειονοψηφία της οποίας τον πολέμησε με αγριότητα, ουδεμία συγκίνηση έδειξε, ουδεμία συμπάθεια. Μάλλον ανακουφίστηκε από την αδυναμία του να ασκεί τη διακονία του… Από την πλευρά του ο λαός, από την αρχή έως το τέλος της ασθενείας του, ήταν κοντά του. Χιλιάδες τα μηνύματα, που έλαβε η Αρχιεπισκοπή και πολύς κόσμος παρέμενε στο πεζοδρόμιο έξω από το Νοσοκομείο για να μάθει περί της εξέλιξης της ασθενείας του. Η δημοφιλία του μακαριστού παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, ήταν περίπου στο 85%, αλλά ο ίδιος δεν ήταν πια στις εκκλησιαστικές επάλξεις.
Ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο ίδιος έλεγε αγάπησε και υπηρέτησε Χριστό και Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο τελευταία προ της ασθενείας του ταξίδια ήσαν στην Κύπρο και στη Μακεδονία, λίγες ημέρες πριν από την εμφάνιση της ασθενείας του. Στην Κύπρο το επίσημο ταξίδι του διήρκεσε από τις 29 Απριλίου έως τις 6 Μαΐου 2007. Κατά την επίσκεψή του με νεανικό σφρίγος επισκέφθηκε την Αρχιεπισκοπή και όλες τις Μητροπόλεις – και αυτές των κατεχομένων εδαφών – και τα Μοναστήρια της Μεγαλονήσου, καθώς και τόπους μαρτυρίου και δολοφονίας αγωνιστών για την ελευθερία και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μίλησε σε ανοικτές συγκεντρώσεις, συχνά από στήθους. Επισκέφθηκε και μίλησε στους μαθητές και τις μαθήτριες του ιστορικού Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας και σε άλλες συγκεντρώσεις νέων στο ναό της Φανερωμένης Λευκωσίας, όπου ο εθνικός ήρωας παπά Σταύρος Παπαγαθαγγέλου μυούσε νέους στον αγώνα της ΕΟΚΑ και στην Πάφο, τόπο καταγωγής του μαθητή εθνομάρτυρα Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
Κατά την επίσκεψή του στη Γραμμή αντιπαρατάξεως στη Δερύνεια, όπου βρίσκεται το Πολιτιστικό Κέντρο της κατεχόμενης πόλης – φαντάσματος Αμμοχώστου ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είπε συγκινημένος:
«Βλέποντας την Αμμόχωστο τόσο κοντά, αλλά συνάμα και τόσο μακριά, πλάθουμε τα όνειρά μας για το μέλλον. Ξέρω τον πόνο της προσφυγιάς, τον οποίο νιώθετε (Σημ. Ο ίδιος ήταν παιδί προσφυγικής οικογένειάς). Είναι πιο μεγάλος, όταν αναγκάζεται κανείς να γίνει πρόσφυγας στην ίδια του την πατρίδα. Σημασία, όμως έχει να κρατούμε τις μνήμες μας ζωντανές, την Ιστορία και την Αλήθεια, που είναι το αντίθετο τη λησμονιάς…».
Στις 3 Ιουνίου 2007 ταξίδεψε στην Έδεσσα, όπου εκφώνησε λόγο για την 100ή επέτειο της δι’ απαγχονισμού δολοφονίας των Μακεδονομάχων και εθνομαρτύρων Τέλλου Άγρα και Αντώνη Μίγγα. Ανάμεσα στα άλλα τόνισε: «Βαριά η παρακαταθήκη των ηρώων του Μακεδονικού Αγώνα και ασήκωτη η κληρονομιά τους. Αυτήν που σήμερα υποβαθμίζουν ή και καταδικάζουν εις μαρασμόν τα συμφέροντα των κριτών της Γης και τα φερέφωνά των, που σε όλες τις κλίμακες κανοναρχούν το τροπάριο της ειρήνης, του διαλόγου, της ανεκτικότητας, της προσέγγισης λαών και πολιτισμών υπό έναν όρον: την απάρνηση της ιστορίας μας, την απάλειψιν των θυσιών των πατέρων μας, τον ευνουχισμόν της νεολαίας, με την υπόσχεση του ευδαιμονισμού, τηςς σεξομανίας και της απελευθέρωσης από τα δεσμά της θρησκείας, των θεσμών, της οικογένειας. Έτσι όμως εκκολάπτονται ή επιχειρείται να εκκολαφθούν εφιάλτες και γραικύλοι, έτοιμοι να τα παραδώσουν όλα και να πουλήσουν τα ηθικά και εθνικά τους πρωτοτόκια στην αγορά των συνειδήσεων. Αλλ’ ευτυχώς, η ελληνική ψυχή αντιστέκεται μέχρις ώρας. Καθήκον μας να την στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις». Ο μακαριστός δεν ζούσε όταν ψηφίστηκε, όπως ψηφίστηκε, από την Βουλή των Ελλήνων η Συμφωνία των Πρεσπών…
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πέντε ημέρες μετά την ομιλία του στην Έδεσσα εισήλθε στο νοσοκομείο και η ασθένεια που διαγνώσθηκε τον οδήγησε στον θάνατο μετά από περίπου επτά μήνες. Στο διάστημα αυτό δεν έπαυσε να επικοινωνεί με το ποίμνιο του και να εργάζεται, να στέλνει μηνύματα ελπίδας, αγάπης και παρηγοριάς. Στο τελευταίο, πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του 2008 έγραψε, μεταξύ άλλων: «Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μην ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκιά μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ’ επανάληψη αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ό, τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό, τι κινδυνεύει». Λίγες ημέρες μετά πονούσε πολύ και οι δυνάμεις του τον άφηναν, έως την ανάπαυσή του. Αιωνία του η μνήμη.-