Γράφει ὁ Μανώλης Κοττάκης – Διευθυντής τῆς ἐφημερίδος «ΕΣΤΙΑ».
ΚΑΤΑ τήν ἐπίσκεψή μου στήν Λάρισα τόν περασμένο Νοέμβριο, μέ τήν εὐκαιρία τῆς παρουσίασης τοῦ βιβλίου μου γιά τόν Καραμανλῆ, εἶχα τήν εὐκαιρία νά γνωρίσω καλύτερα τούς κατοίκους αὐτῆς τῆς πόλης καί νά αἰσθανθῶ τήν ἀτμόσφαιρά της. Ἐντυπωσιάστηκα.
Εἰσέπραξα μόνον ἀστικό ἦθος, μέτρο καί θετική ἐνέργεια. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἀθήνα ἔγραψα ἕνα σημείωμα μέ τόν τίτλο «Ἐκεῖ πού βασιλεύει ἡ εὐπρέπεια» καί παρατήρησα ὅτι στήν πρωτεύουσα τοῦ κάμπου τό κερί δέν σβήνει. Ἐκεῖ γνώρισα τήν ἀνόθευτο Ἑλλάδα τῆς προκοπῆς. Μία πόλη μέ ὡραίους καί πηγαίους ἀνθρώπους, μέ λαϊκά στρώματα πού ἐντυπωσιάζουν μέ τήν ὡριμότητά τους, μέ ἀστική τάξη γνήσια καί ὄχι ἐπίπλαστο, μέ συγκρότηση δομημένης κοινωνίας πού ἀγαπᾶ τήν δικαιοσύνη, ἐν τέλει. Μοῦ ἔκανε ἐξαιρετική ἐντύπωση ὅτι στό τέλος τῆς παρουσίασης τοῦ βιβλίου, ὅταν οἱ ἀναγνῶστες του μοῦ ζήτησαν νά τούς τό ὑπογράψω, εἶδα μπροστά μου, στήν συντριπτική τους πλειονότητα, νέα παιδιά, ἀγόρια καί κορίτσια, 25-34 ἐτῶν, καθώς καί πολύ κόσμο, ἀπό αὐτούς πού οἱ δημοσκόποι ὀνομάζουν δυναμική μεσαία τάξη, ἡλικίας 45-55 ἐτῶν. Κομματικούς, πολύ ὀλίγους.
Παρακολουθῶντας αὐτές τίς μέρες τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντέδρασε ἡ τοπική κοινωνία τῆς Λάρισας στό τραγικό δυστύχημα τῶν Τεμπῶν, δέν μπορῶ νά μήν εἶμαι περήφανος πού γνώρισα καί αὐτούς, τούς ὡραίους Ἕλληνες. Τίς εἰκόνες τῶν δεκάδων νέων παιδιῶν πού μέ αὐταπάρνηση ἔτρεξαν στήν οὐρά νά δώσουν αἷμα γιά νά σώσουν συνομηλίκους τους, τίς ἔχετε ἤδη δεῖ στήν τηλεόραση –τά σχόλια περιττεύουν. Ὑπάρχει ἐλπίς. Πέραν αὐτῶν τῶν προφανῶν ἦταν ὅμως συγκινητικό νά ἀκοῦς ὅτι ὅλοι οἱ ἰατροί καί ὅλοι οἱ νοσηλευτές τῶν νοσοκομείων τῆς πόλης, ἀκόμη καί αὐτοί πού τό κράτος πίκρανε θέτοντάς τους σέ διαθεσιμότητα λόγῳ ἐμβολίων, ἔσπευσαν τό βράδυ τῆς μοιραίας μέρας στίς ἐργασίες τους γιά νά δώσουν ὅλο τους τό «εἶναι» στίς διασώσεις. Καί μάλιστα χωρίς νά τούς τό ζητήσει κανείς. Ἦταν συγκινητικό νά μαθαίνεις ὅτι ἡ Πυροσβεστική, τό ΕΚΑΒ καί ἡ Ἀστυνομία ἔφθασαν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος δέκα τό πολύ λεπτά μετά τήν μοιραία σύγκρουση, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῶν ἐπιβατῶν οἱ ὁποῖοι τούς ἀπένειμαν τά εὔσημα.
Ἦταν ὡραῖο νά βλέπεις τόν ἰατρό, Διευθυντή τῆς Ὀρθοπαιδικῆς Κωνσταντῖνο Μπαργιώτα, ὁ ὁποῖος ἔχει διατελέσει μέλος τοῦ κοινοβουλίου μας, νομίζω, ὡς Βουλευτής τοῦ Ποταμιοῦ, νά κάνει δηλώσεις στά κανάλια μέ τήν ἰατρική μπλούζα. Ὡραῖο, γιατί αἰσθάνεσαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε ἐπάγγελμα γιά νά ἐπιστρέψει ὅταν δέν ἐπανεξελέγη, καί δέν ἦταν ἕνας ἐπαγγελματίας πολιτικός, σάν καί κάποιους πού –δεκαετίες τώρα– σιτίζονται ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο. Καί βεβαίως ἦταν ἐξαιρετική, ἀνθρώπινη, ἡ εἰκόνα τῆς ἰατροδικαστοῦ Λάρισας Ρουμπίνης Λεονταρῆ, τήν ὁποία εἶχα τήν εὐκαιρία νά συναντήσω καί νά γνωρίσω κατά τήν μετάβασή μου στήν πρωτεύουσα τῆς Θεσσαλίας, γιά τήν ἀκρίβεια στό Κτῆμα Πρεζεράκου στίς Λεῦκες, τόν περασμένο Νοέμβριο.
Ἡ αἴσθηση, ὅτι μιά συντεταγμένη κοινωνία στρατεύθηκε σέ ἕναν σκοπό, τήν διάσωση δεκάδων νέων μας πού τραυματίστηκαν στό δυστύχημα, δικαίωσε πλήρως τήν ἐκτίμησή μου, ὅτι ἡ Λάρισα εἶναι μία πόλη μέ ἰδιαίτερη ταυτότητα. Οἱ ἄνθρωποι ἀντλοῦν ὑπερηφάνεια ἀπό τήν καταγωγή τους καί θέλουν νά τήν δικαιώνουν στά δύσκολα. Δέν ἦταν ὅλα στό μυαλό μου, λοιπόν. Δέν ἐξωράισα καταστάσεις. Εἶδα ἕναν στρατό ἀνθρωπιᾶς πού σέβεται τόν συμπολίτη του.
Ἀκόμη καί ἡ πληροφορία, ὅτι ὁ σταθμάρχης ἔκλεισε τήν κατάθεσή του στίς Ἀρχές, μέ τήν φράση «ζητῶ συγγνώμη ἄν ἔκανα λάθος», σέ ἀντίθεση μέ ἄλλους πού δέν ζήτησαν μισή συγγνώμη, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα ἤθους ἐπηρεάζει τούς πάντες. Θά κλείσω λοιπόν τό σημερινό σημείωμα ὅπως ἄνοιξα τήν ὁμιλία μου ἐκείνη τήν ἡμέρα: Στόν κάμπο ὁ ἀέρας εἶναι καθαρότερος ἀπό τόν ἀέρα τῶν Ἀθηνῶν. Θά τολμοῦσα νά προσθέσω καί τό ἑξῆς: οἱ ἄνθρωποί του, ψυχικῶς, εἶναι πολύ περισσότερο ὑγιεῖς ἀπό ὅλους ὅσοι συγκροτοῦν τό πολιτικό κατεστημένο τῶν Ἀθηνῶν. Δέν ὑπερβάλλω, σᾶς βεβαιῶ.
Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Πα. 3 Μαρτίου 2023, φ. 42.494 σελ. 1, 3 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 4/03/2023).