Γῆ δὲν ἔχει. Δὲν ἔχει πατρίδα
Ὁ δειλὸς ποὺ φοβᾶται τὴ μάχη,
Κ’ ἔχει μόνον στὸν ξένον ἐλπίδα
Νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸν ξένο ζυγό
Ιούλιος Τυπάλδος
Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Η ελληνική επανάσταση εκκινά το 1821 και κλείνει το 1922. Η περίοδος 1830-1920 συνιστά μια άοκνη προσπάθεια ολοκλήρωσης της Επανάστασης, καθώς το μεγαλύτερο του ελληνισμού εξακολουθούσε να παραμένει υπόδουλο. Την προσπάθεια αυτή θα αποκαλέσει στη Βουλή, το 1844, Μεγάλη Ιδέα ο Ιωάννης Κωλέττης[1].
«…διὰ τὴν γεωγραφικήν της θέσιν ἡ Ἑλλάς … προώρισται, ὥστε διὰ μὲν τῆς πτώσεως αὐτῆς νὰ φωτίσῃ τὴν Δύσιν, διὰ δὲ τῆς Ἀναγεννήσεως τὴν Ἀνατολήν. Τὸ μὲν πρῶτον ἐξεπλήρωσαν οἱ προπάτορες ἡμῶν, τὸ δὲ δεύτερον εἶναι εἰς ἡμᾶς ἀνατεθειμένον· ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ὅρκου τούτου καὶ τῆς μεγάλης ταύτης ἰδέας εἶδον πάντοτε τοὺς πληρεξουσίους νὰ συνέρχωνται διὰ νὰ ἀποφασίσωσιν οὐχὶ πλέον περὶ τῆς τύχης τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ περὶ τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς».
*****
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι προστάτιδες δυνάμεις δεν επέβαλαν απλώς έναν ξένο βασιλιά αλλά και μια ξένη διοίκηση, και το κράτος που είχε ποτιστεί με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων έμελλε να οικοδομηθεί ως εξωτερική δύναμη. Τα ίδια τα ελληνικά κόμματα θα αποκαλούνται: ρωσικό (Ναπαίοι, το κόμμα της Εκκλησίας, των Πελοποννησίων καπεταναίων και των αγροτικών μαζών), αγγλικό (Μπαρλαίοι, κόμμα των εφοπλιστών, των κοτζαμπάσηδων, των «εκσυγχρονιστών»)· τέλος, το γαλλικό (η Μοσχομάγκα) που εξέφραζε τα μικροαστικά στρώματα και τους καπεταναίους της Ρούμελης.
Τη στιγμή που, με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, η ελληνική κοινωνία θα αποτινάξει την ασφυκτική βαυαροκρατία, θα έλθει στο προσκήνιο και η «Μεγάλη Ιδέα». Θα καταστεί ηγεμονική ιδεολογικά με τον Κριμαϊκό Πόλεμο, την Κρητική Επανάσταση και τους Επτανήσιους Ριζοσπάστες, ενώ, μετά το 1880, θα αρδεύεται από τη νέα ιστοριογραφία των Ζαμπέλιου, Παπαρρηγόπουλου. Η ενσωμάτωση των Επτανήσων, το 1864, και της Θεσσαλίας και της Άρτας, το 1881, έμοιαζαν άλλωστε να επιβεβαιώνουν το αναπόδραστο της εθνικής ολοκλήρωσης. Μέχρι τον Κριμαϊκό Πόλεμο, το 1853-54, η Μεγάλη Ιδέα θα στηρίζεται στην ομόδοξη Ρωσία, ενώ εν συνεχεία, καθώς η Ρωσία θα ταυτιστεί με τον πανσλαβισμό και τη βουλγαρική επέκταση, θα αποκτήσει περισσότερο ενδογενή και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Οι πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού κράτους τριχοτομούνται: Αφ’ ενός, εκείνοι που θέτουν ως κύριο μέλημά τους την ενίσχυση του υπαρκτού κράτους, κατ’ εξοχήν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Χαρίλαος Τρικούπης. Αφ’ ετέρου, αυτοί που πιστεύουν πως η λύση του εσωτερικού προβλήματος βρίσκεται αποκλειστικά στην εθνική ολοκλήρωση, όπως ο Ιωάννης Κωλέττης, ο βασιλιάς Όθωνας, οι Επτανήσιοι Ριζοσπάστες, οι Κρήτες. Τέλος, εκείνοι που προτάσσουν μια σύνθεση εσωτερικού εκσυγχρονισμού και εδαφικής ολοκλήρωσης, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Οι οργανώσεις και η κοινωνία
Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα δεν λειτουργεί εν κενώ· πρωταγωνιστικό ρόλο θα διαδραματίζουν τα αδιάκοπα επαναστατικά κινήματα και οι αναρίθμητες «εταιρείες» και οργανώσεις, παρότι υποτιμούνται και συχνά αποσιωπώνται σκανδαλωδώς.
Τον Ιούνιο του 1839, η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία», με αρχηγούς τον Τζωρτζέτο Καποδίστρια, τον μικρότερο αδερφό του Κυβερνήτη, και τον Νικηταρά, θα θέσει ως στόχους την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών και την εκδίωξη των Βαυαρών.[2]
Το 1840, ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης, κοντά στο «γαλλικό» κόμμα, ιδρύει μια μυστική οργάνωση για να τεθεί τέλος στην απολυταρχία των Βαυαρών, στην οποία θα μυηθούν πολλοί αγωνιστές, ακόμα και οι αρχηγοί του ρωσικού και του αγγλικού κόμματος, Ανδρέας Μεταξάς, και, Ανδρέας Λόντος. Ο πάνδημος χαρακτήρας του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, με τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη επικεφαλής, δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε αντίδραση από το καθεστώς και η νέα Εθνοσυνέλευση θα συντάξει Σύνταγμα, ξαναπιάνοντας το νήμα των επαναστατικών Εθνοσυνελεύσεων.
Την επόμενη στιγμή σηματοδοτούν οι ανταρτικοί αγώνες που ξέσπασαν στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο με αφορμή τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856).
Όλα άρχισαν με τη σύγκρουση Ρωσίας και Πύλης, η οποία είχε εκχωρήσει τα προσκυνήματα της Παλαιστίνης στους καθολικούς· οι Άγγλοι, οι Γάλλοι οι Ιταλοί, οι Αυστριακοί και οι Πρώσοι θα σπεύσουν να συνδράμουν στρατιωτικά την Τουρκία, και ο πόλεμος θα τελειώσει το 1856 με την ήττα των ρωσικών δυνάμεων.
Στην Ελλάδα επικρατεί αναβρασμός. Η «Ελληνική Λεγεώνα», με 1000 Έλληνες εθελοντές, θα πολεμήσει στο πλευρό των Ρώσων ενώ θα αρχίσουν οι εξεγέρσεις στην Ήπειρο και στη Δ. Μακεδονία. Παράλληλα, στην Αθήνα, φοιτητές και στρατιωτικοί κατατάσσονται μαζικά στα σώματα που εισήλθαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία με επικεφαλής τον υπασπιστή του Όθωνα, στρατηγό Κίτσο Τζαβέλα· ο Θεόδωρος Γρίβας και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος θα καταλάβουν την Καλαμπάκα ενώ ο Τσάμης Καρατάσος θα πραγματοποιήσει απόβαση στο Άγιον Όρος.
Η Τουρκία, με τη σύμφωνη γνώμη των Δυτικών, απαίτησε την ανάκληση των αξιωματικών· και επειδή ο Όθωνας αντέδρασε, στις 12 Μαΐου 1854, οι Αγγλογάλλοι θα καταλάβουν τον Πειραιά, τα εθελοντικά σώματα θα ανακληθούν και θα επιβληθεί ο σχηματισμός «Υπουργείου Κατοχής» υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τα στρατεύματα κατοχής παρέμειναν μέχρι το 1857 ενώ προκάλεσαν και επιδημία χολέρας, με 3.000 θύματα, το ένα δέκατο του πληθυσμού της πρωτεύουσας.
Όμως, μετά την «ανταρσία» του Όθωνα, που εξελίχθηκε σε διαπρύσιο οπαδό της Μεγάλης Ιδέας, η τύχη του είχε πλέον σφραγιστεί και ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ θα τον αντικαταστήσει το 1864, με «προίκα» των Βρετανών στη νέα δυναστεία την παραχώρηση των Επτανήσων.
Στην πραγματικότητα, έκαναν αυτή την παραχώρηση διότι δεν μπορούσε πλέον να τιθασευτεί ο αγώνας των Επτανήσων για ένωση. Το πλειοψηφικό Ριζοσπαστικό κίνημα είχε κυριαρχήσει και στις εκλογές της Ιονίου Πολιτείας και ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, πριν εξοριστεί από τους Βρετανούς, διακηρύσσει: «…Θέλωμεν νὰ ἑνωθῶμεν εἰς ἕν ἔθνος, ἀληθῶς ἐλεύθερον καὶ ἀνεξάρτητον, μεθ’ ὅλης τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς».
Εξαιτίας της μεγάλης γαιοκτησίας των Επτανήσων, ο κεφαλλονίτης Παναγιώτης Πανάς(1832-1896) θέλει να προσδώσει κοινωνικό χαρακτήρα στο κίνημα αλλά και στη Μεγάλη Ιδέα και, μαζί με τον πατρινό Ανδρέα Ρηγόπουλο,συμμετέχουν στην παράνομη Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία, στο Βουκουρέστι, και στην οργάνωση Ρήγας, στην Αθήνα[3].
[Γενικότερα, τουλάχιστον μέχρι το 1918, η ιδεολογία της ελληνικής Αριστεράς θα θέτει το αίτημα της απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων παράλληλα με την κοινωνική απελευθέρωση. Έτσι, ο Κρητικός Σταύρος Καλλέργης(1864-1926), ο οποίος οργάνωσε, μαζί με τον Πλάτωνα Δρακούλη (1858-1942), του Άρδην, την πρώτη απεργία της Πρωτομαγιάς, το 1893, θα συμμετάσχει στην Κρητική Επανάσταση μαζί με τον Κεφαλλονίτη Μαρίνο Αντύπα (1872-1907)[4].]
Η διαρκής επανάσταση της Κρήτης
Η Κρήτη αποτελεί το πρότυπου μιας διαρκούς επανάστασης η οποία συνεχίζεται μέχρι το 1912. Μετά την Επανάσταση, είχε μείνει εκτός ελληνικού κράτους διότι οι Άγγλοι την θεωρούσαν στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντά τους. Όμως, εξαιρετικά σύντομα, το 1841 και το 1858, θα εκδηλωθούν νέα κινήματα που αποτελούν το προανάκρουσμα της μεγάλης επανάστασης του 1866-1869. Η Κρητική Επανάσταση έγινε γνωστή παγκοσμίως με τη μάχη του Βαφέ, και προπαντός με το ολοκαύτωμα της Μονής του Αρκαδίου όταν οι επαναστάτες προτίμησαν να ανατιναχτούν μαζί με τους εισβολείς παρά να παραδοθούν, με τελικό απολογισμό 846 Έλληνες νεκρούς, ανάμεσά τους και ο ηγούμενος Γαβριήλ και 1500 Τούρκοι.
Στην Ελλάδα θα σχηματιστούν πολλές επιτροπές στήριξης του κρητικού αγώνα και αποστολής εθελοντών όπως η «Κεντρική υπέρ των Κρητών επιτροπή και η «Ειδική επί των αποστολών επιτροπή», στη Σύρο, που θα μεταφέρουν εφόδια και πολεμιστές με τα πλοία Αρκάδι, Κρήτη, Ένωσις, Ύδρα και Πανελλήνιον.
Το Αρκάδι θα ηλεκτρίσει την κοινή γνώμη της Δύσης και θα προκαλέσει ένα μεγάλο φιλελληνικό κίνημα. Ξένοι εθελοντές θα κατευθυνθούν στην Κρήτη, ανάμεσά τους και ο Gustave Flourens –στρατηγός στην Κομμούνα του Παρισιού–, εγκαινιάζοντας μια παράδοση ριζοσπαστικού φιλελληνισμού: οι Γαριβαλδινοί θα συμμετάσχουν και στον πόλεμο του 1897. Και, όπως τόνισε ο Βικτόρ Ουγκώ, «…οι Τούρκοι φέρνουν τη νύκτα. Επαναστάτησε η Κρήτη , διότι είναι Ελλάδα και όχι Τουρκία».
Τελικώς, με τη «Συνθήκη των Παρισίων» (Ιανουάριος 1869), απαγορεύτηκε ο σχηματισμός εθελοντικών ομάδων αλλά η βρετανική κυβέρνηση θα υποχρεώσει την Τουρκία να παραχωρήσει γενική αμνηστία και να προβεί σε θεσμικές παραχωρήσεις.
Στο κυβερνητικό επίπεδο, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815-1883), που χρημάτισε επί δέκα χρόνια πρωθυπουργός, επιχείρησε να προαγάγει μια αρκετά επιτυχημένη σύνθεση ανάμεσα στη «Μεγάλη Ιδέα», σε συνεργασία με τις πατριωτικές οργανώσεις, και την εσωτερική ανάταξη της χώρας. Εκτός από την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, την καταστολή τη ληστείας κ.ά , το 1871, έλυσε το αγροτικό ζήτημα με τη διανομή 2.650.000 στρ. από τις «εθνικές γαίες» στους καλλιεργητές. Ταυτόχρονα, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις και το 1881 πραγματοποίησε την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας αυξάνοντας την έκταση του κράτους κατά 26,7% και του πληθυσμού κατά 18%[5].
Ο Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896) εξέφραζε μάλλον τη στρατηγική του εσωτερικού εκσυγχρονισμού και της αποφυγής των «εξωτερικών περιπετειών». Πρωθυπουργός επί ένδεκα χρόνια, με το περιβόητο άρθρο του «Τις πταίει;», υποχρέωσε τον βασιλιά να επιλέγει τον πρωθυπουργό σύμφωνα με την αρχή της «δεδηλωμένης» πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου ενώ πραγματοποίησε μεγάλα έργα υποδομών.
Υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του αστικού εκσυγχρονισμού,σε συμμαχία με την εμπορική και χρηματιστική τάξης της Διασποράς, η οποία, με κύριο εκπρόσωπό της τον Ανδρέα Συγγρό, επενδύει μαζικά στην Ελλάδα, ενώ συντηρεί παράλληλα και τη φενάκη μιας ελληνο-οθωμανικής ομοσπονδίας.
Καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του Συγγρού και των λοιπών «χρυσοκανθάρων» στη δημιουργία του νέου αγροτικού ζητήματος, διότι οι Έλληνες κεφαλαιούχοι αγόρασαν στη Θεσσαλία από τους Τούρκους γαιοκτήμονες τσιφλίκια εκτάσεως 6 εκατομ. στρεμμάτων με 460 χωριά.
Το ελληνικό κράτος, που το 1907 θα αριθμεί 2.632.000 κατοίκους, έναντι 700.000, το 1828-1831, υπερκαθορίζεται γενικότερα από τις δραστηριότητες του ευρύτερου ελληνισμού (4,5 εκ.), οικονομικές ή… πολιτικές. Η μαζική μετανάστευση στις παροικίες, στη Μικρά Ασία, και αργότερα στις ΗΠΑ, αμβλύνει τις εσωτερικές κοινωνικές πιέσεις και, μέσω της εισροής κεφαλαίων, ενισχύει τη μικροϊδιοκτησία, την κρατική υπαλληλία και τις εκπαιδευτικές δομές. Προφανώς δε, η δραστηριότητα και οι διαρκείς εξεγέρσεις του αλύτρωτου ελληνισμού επιδρούν καταλυτικά στην εσωτερική πολιτική ζωή, ενώ η μικροϊδιοκτητική δομή διαμορφώνει μια κοινωνία σχετικά δημοκρατική – η Ελλάδα θα αποκτήσει πρώτη στην Ευρώπη το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας.
«Ειρηνοπόλεμος» ή «πολιτική της ενέργειας»
Η Κρητική Επανάσταση θα προκαλέσει αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις με συνέπεια ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος να ανέλθει στην εξουσία· σε υπόμνημά του στον Βασιλιά Γεώργιο, τον Μάιο του 1867, τονίζει πως : «.. ἄν ἀφήσωμεν νὰ παρέλθῃ ἡ παροῦσα εὐκαιρία ἄνευ ἐνεργείας θέλει πάθει μέγα πάθημα ὁ ἑλληνισμός (υπογρ. Α.Κ)…» Έμφοβος από τη μετατόπιση της Ρωσίας προς τον πανσλαβισμό και την αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, κατανοεί πως, για την υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας», «ἔπρεπε οὐχὶ ἡ Κρήτη μόνη, ουχὶ ἡ Ἑλλὰς μόνη, ἀλλὰ ἡ Κρήτη καὶ ἡ Ἑλλὰς μετὰ τῶν λοιπῶν ὁμοῦ νὰ συμπράξωσι». Το 1878-1880, παράλληλα με την κινητοποίηση του στρατού, θα συνεννοηθεί με τις εταιρείες για την αποστολή ανταρτικών ομάδων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στηρίζει παράλληλα τις νέες κινητοποιήσεις των Κρητικών που το 1878 θα επιτύχουν την παραχώρηση ημιαυτονομίας με τη Χάρτα της Χαλέπας, η οποία προβλέπει υπεροχή των χριστιανών στη συνέλευση – 49 έναντι 31–, ίδρυση Κρητικής Χωροφυλακής, ελεύθερη έκδοση εφημερίδων και δημιουργία συλλόγων.
Οι Οργανώσεις στις οποίες στηρίζεται ήταν η Εθνική Άμυνα, που ιδρύθηκε τον 1876 με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.Αυτή θα δημιουργήσει, μαζί με την Οργάνωση Αδελφότητα, κοινή Κεντρική Επιτροπή, με πρόεδρο τον Παύλο Καλλιγά (1814-1896), η οποία χαρακτηρίστηκε ως κυριολεκτική παρακυβέρνηση. Ωστόσο, ο Τρικούπης θα προχωρήσει στη διάλυση της Εθνικής Άμυνας το 1883.
Η Εθνική Εταιρεία και ο Πόλεμος του 1897
Το απόγειο της δράσης των οργανώσεων συνιστά η Εθνική Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1894 από νεαρούς αξιωματικούς, ως αντίδραση στην εγκατάλειψη των ενόπλων δυνάμεων – οι αμυντικές δαπάνες, από 58,8 εκατ. δρχ. το 1885, θα μειωθούν από τον Τρικούπη σε 23,4 εκατ. δρχ. το 1891-1892, ενώ ο στρατός, από τους 31.000 άνδρες, θα περιοριστεί σε 14.000 το 1893!
Η Εταιρεία ήταν αρχικώς ολιγομελής, ανάμεσά τους ο Παύλος Μελάς και ο αντιβασιλικός τότε Ιωάννης Μεταξάς, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκε εκθετικά συμπεριλαμβάνοντας και πολίτες. Μέλη της και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Κωστής Παλαμάς, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Γεώργιος Δροσίνης, πιθανότατα ο Ελευθέριος Βενιζέλος κ.ά. Την Άνοιξη του 1896, αριθμούσε πάνω από 3.300 μέλη με 56 παραρτήματα εντός Ελλάδας, και 83 υπο-οργανώσεις εκτός.
Η μετεωρική άνοδός της, που συγκρίνεται μόνο με τη Φιλική Εταιρεία, είναι συνέπεια της πυκνότητας των εξελίξεων, καθώς το 1896 αρχίζει μια νέα περίοδος κρητικών επαναστάσεων και εκκινά ο Μακεδονικός Αγώνας διότι, παράλληλα με την τουρκική κατοχή, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και ο βουλγαρικός σωβινισμός. Οι επαναστάτες των Χανίων, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στις 25 Ιανουαρίου 1897, κηρύσσουν την ένωση με την Ελλάδα και ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, επικεφαλής του ελληνικού στρατού, καταπλέει στην Κρήτη.
Η Εταιρεία θα ενισχύσει τους Κρήτες ενώ οργανώνει ανταρτικά σώματα στη Μακεδονία – μόνο στις 28 Μαρτίου 1.800 ένοπλοι και 90 Ιταλοί εθελοντές, υπό τον Amilcare Cipriani, θα εισχωρήσουν στη Μακεδονία. Από τότε χρονολογείται και η άμεση εμπλοκή του Παύλου Μελά.
Η Τουρκία, αντιδρώντας στην ενσωμάτωση της Κρήτης, με την υποκίνηση της Γερμανίας και της Αγγλίας, θα κηρύξει, στις 6 Απριλίου, τον πόλεμο στην Ελλάδα, η οποία θα ηττηθεί κατά κράτος. Στις 8 Μαΐου υπογράφτηκε η ανακωχή και το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημιώσεις, να αναγνωρίσει την αυτονομία της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο και να δεχτεί τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, που επιθυμούσε η Γερμανία.
Η Εθνική Εταιρεία, μετά την ήττα του 1897, μεταβλήθηκε στον αποδιοπομπαίο τράγο της ήττας, προκειμένου να καλυφθούν οι τεράστιες ευθύνες των κομμάτων, του βασιλιά, και του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου. Και όμως, βασική αιτία του πολέμου του 1897 υπήρξε η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στην Κρήτη που έφερε την κυβέρνηση σε αντίθεση με τις Προστάτιδες Δυνάμεις[6].
Η Εθνική Εταιρεία, στην πραγματικότητα, αποτέλεσε την αφετηρία μια σειράς αντιδράσεων της ελληνικής κοινωνίας και του στρατού που θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας απολύτως επιτυχημένης «μυστικής οργάνωσης», του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ο οποίος θα οργανώσει την επανάσταση του 1909! Άλλωστε, πολλοί από τους πρωταγωνιστές της Εταιρείας θα συμμετέχουν και στον Σύνδεσμο. Η καθαρή ματιά του Γεωργίου Δροσίνη, μέλους της Εταιρείας, θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους.:
«Μὲ τὸ οἰκτρὸ τέλος τοῦ πολέμου, σωριάστηκε καὶ ἡ “Ἐθνικὴ Ἑταιρεία”, σὰν ἀστραποκαμένη βελανιδιά. Ἀλλὰ τὰ σκόρπια βελανίδια της δὲν ἐπῆγαν χαμένα. Ἀπ’ αὐτὰ ἐφύτρωσε τὸ κίνημα τῶν ἀξιωματικῶν στὸ Γουδί, ὁ ἐρχομὸς τοῦ Βενιζέλου ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ οἱ νικηφόροι Βαλκανικοὶ πόλεμοι. Εὐλογημένη ἡ μνήμη ἐκείνων ποὺ τὴν ἵδρυσαν»[7].
*****
Μετά τη δημιουργία ενός μικρού ελληνικού κράτους, αντιπαρατίθενται δύο οπτικές: η πρώτη θεωρούσε την Αθήνα ως προσωρινή πρωτεύουσα, μέχρι την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ η αντίπαλη άποψη έβλεπε την Αθήνα ως την ιδανική πρωτεύουσα ενός μικροσκοπικού κράτους, σύμφωνα και με τις επιδιώξεις των Βρετανών.
Και όμως, ο Αλέξανδρος Σούτσος, στο έργο του Ἀληθὴς Φάσις τοῦ Ἀνατολικοῦ Ζητήματος, το 1853, είχε εντοπίσει τα αληθινά κίνητρα της πολιτικής των Βρετανών – τα οποία αρνούνται μέχρι σήμερα να αναγνωρίσουν πολλοί Έλληνες ιστορικοί: Η Βρετανία επιδιώκει «τὴν στερέωσιν τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίδος διὰ τρεῖς λόγους, διὰ τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας ναυτοφοβίας αὐτῆς, διὰ τὸν ἐπὶ τῶν ἰδίων χειροτεχνημάτων ἐλαφρὸν τελωνισμὸν τῆς τουρκικῆς Ἀρχῆς καὶ διὰ τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας ὑπόνοιαν μήπως, ἀνακτήσαντες τὴν πατρώαν κληρονομίαν, κηρυχθῶμεν πολέμιοι τῆς Ἀγγλίας».
Ωστόσο, οι αδιάκοποι επαναστατικοί αγώνες των υπόδουλων Ελλήνων, μετά το 1854, δεν θα επιτρέψουν στη μικροελλαδική αντίληψη να επικρατήσει. Το μόνο που θα επιτύχει –και δεν ήταν λίγο– ήταν να καθυστερήσει τη συσπείρωση του ελληνισμού γύρω από τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία τελικώς θα κατισχύσει ιδεολογικά και θα οδηγήσει στη μεγάλη αναγεννητική προσπάθεια του 1909-1920. Οι όποιες αυταπάτες και καθυστερήσεις των ελίτ θα επιταχύνουν την ανάπτυξη των επαναστατικών οργανώσεων και, μετά την παταγώδη αποτυχία του 1897, θα κάνουν αναπόφευκτη την επαναστατική άνοιξη του 1909.
[1] Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923.
[2] Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία του Όθωνος, 1832-1862.
[3] Ερασμία-Λουΐζα Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), Ένας ριζοσπάστης ρωμαντικός.
[4] Γ. Καραμπελιάς, Η Αριστερά και το Ανατολικό ζήτημα.
[5] Κ. Παπαθανασόπουλος Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Σχόλια για μια βιογραφία.
[6] Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, στο βιβλίο του, Ιστορική μελέτη 1821-1897 και ο πόλεμος του 1897.
[7] Γεώργιος Δροσίνης, Άπαντα, τόμος έβδομος, ΣΔΩΒ, Αθήνα 2001, σ. 606.