Friday 4 October 2024
Αντίβαρο
1922-Καταστροφή-Μεσοπόλεμος Γιώργος Καραμπελιάς

17. 1922 Γ΄ Η Αριστερά και η Μεγάλη Ιδέα, συμπόρευση και αντιπαλότητα

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.

Έως το 1912, η ιδεολογία της ελληνικής Αριστεράς διαμορφώνεται εκ παραλλήλου με την κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, επικρατούν δε τα ρεύματα που αναδείκνυαν τη σημασία του εθνικού ζητήματος. Οι ρίζες της ελληνικής Αριστεράς κατά τον 19ο αιώνα ήταν κατ’ εξοχήν γαριβαλδινού χαρακτήρα, και συνδύαζαν την κοινωνική απελευθέρωση με την απελευθέρωση των υπόδουλων λαών της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι γεννήτορες του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος, ο Πλάτων Δρακούλης, ο εκδότης του Άρδην, και ο Σταύρος Καλλέργης, οι οποίοι είχαν οργανώσει από κοινού τον πρώτο εορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς, το 1893, συνδύαζαν τις κοινωνιστικές τους αντιλήψεις με τον πατριωτισμό.

Ο Πλάτων Δρακούλης θα προχωρήσει στην ίδρυση του Συνδέσμου των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος (ΣΤΕΤ), στα 1908, και του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος,που υποστήριζαν τις εθνικές διεκδικήσεις, ενώ στη συνέχεια θα συνταχθεί ανοικτά με τους Φιλελευθέρους.

Ο Σταύρος Καλλέργης (1864-1926), που είχε οργανώσει τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο και εξέδιδε την εφημερίδα Σοσιαλιστής, θα συμμετάσχει, μαζί με τον Κεφαλλονίτη Μαρίνο Αντύπα (1872-1907), στην επανάσταση της Κρήτης και θα εκλεγεί αντιπρόσωπος στη Συνέλευση του Αρκαδίου και βουλευτής στην εθνική εξέγερση του 1912.

Ο Νικόλαος Γιαννιός (1885-1958), γραμματέας του Γιάννη Ψυχάρη στο Παρίσι, συνεργάτης του Ίωνα Δραγούμη ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας Λαός στην Κωνσταντινούπολη, το 1908-1910, όπου παράλληλα εξέδιδε και την εφημερίδα Εργάτης. Καταδιωγμένος από τους Νεότουρκους, θα καταφύγει στην Αθήνα και το 1911 θα ιδρύσει το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας[1], θα έλθει σε έντονη αντιπαράθεση με την Φεντερασιόν για τις α-εθνικές της αντιλήψεις και το 1917 θα χρηματίσει Επιθεωρητής Εργασίας στην κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης

Άλλωστε, είχε δημιουργηθεί ήδη και μια ισχυρή σοσιαλιστικών αποκλίσεων δύναμη, που συμμαχούσε και επηρέαζε τους Φιλελευθέρους, οι «Κοινωνιολόγοι», που ιδρύθηκαν το 1908 από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου (1876-1936), τον μελλοντικό «πατέρα της Πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας»[2]. Η ομάδα αυτή θα συγκεντρώσει και άλλες σημαντικές προσωπικότητες – μεταξύ άλλων τους Π. Αραβαντινό, Θαλή Κουτούπη, Αλ. Μυλωνά, Κ. Τριανταφυλλόπουλο, Αλ. Δελμούζο…

Με το ευσύνοπτο και γλαφυρό ύφος του, ο Γεώργιος Παπανδρέου σημειώνει: «Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἐπραγματοποίησεν εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ ἔθνος καὶ τὸ κράτος. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαναστασίου εἰσήγαγεν εἰς αὐτὴν τὸν πνευματικὸν καὶ τὸν κοινωνικὸν χαρακτῆρα». Και όντως, οι «Κοινωνιολόγοι» θα ενοφθαλμίσουν στο αντιβασιλικό στρατόπεδο τις σοσιαλιστικές τους απόψεις, θα συμβάλουν δε αποφασιστικά στη θέσπιση προοδευτικής εργατικής και αγροτικής νομοθεσίας, ιδιαίτερα ως προς την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.

Τον Μάρτιο του 1917, ο Παπαναστασίου διορίζεται κυβερνητικός αντιπρόσωπος στα Ιόνια και, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, αναλαμβάνει το υπουργείο Συγκοινωνίας, από τον Ιούνιο του 1917 έως τον Νοέμβριο του 1920· κατά τη διάρκεια της θητείας του, διευθύνει προσωρινά τα υπουργεία Περιθάλψεως και Εσωτερικών.

Δύο σοσιαλιστές διανοούμενοι μικρασιατικής καταγωγής, ο Σμυρνιός Δημήτρης Γληνός και ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός, διέκριναν με ενάργεια, ήδη από το 1909-1910, την πραγματική φύση των Νεοτούρκων, προβλέποντας ενίοτε προφητικά, το μέλλον.

Ο Γεώργιος Σκληρός (1878-1920) είχε συμμετάσχει στη ρωσική επανάσταση του 1905, ως φοιτητής στην Ιατρική Σχολή της Μόσχας, ενώ στην Ιένα, όπου θα καταφύγει, θα γράψει, το 1907, Το κοινωνικό μας ζήτημα,το «πρώτο μαρξιστικό έργο» ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας[3].

Ο Σκληρός κατανόησε ταχύτατα τη σημασία του εθνικού ζητήματος και, ήδη από το 1909, θεωρεί την επανάσταση των Νεοτούρκων αφετηρία γένεσης του νεότερου τουρκικού σωβινισμού. Στο τελευταίο έργο του, Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού, τονίζει πως : «Στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὸν ἱστορικό, οἱ ἐργάται ὄχι μόνο πρέπει νά… συμμαχήσουν μὲ τὸ κόμμα τῶν φιλελευθέρων, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι ἡ πολεμικὴ ἐμπροσθοφυλακή του[4].

Ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943), το 1909, θα τονίσει προφητικά: «Οἱ Τοῦρκοι ἀστοί, οἱ Νεότουρκοι καλούμενοι… μίαν μόνον πατρίδα βλέπουσι, τὴν Τουρκία, ἓν μόνον κράτος, τὸ τουρκικόν, ν μόνον ἔθνος, τὸ τουρκικόν… δὲν θὰ διστάσουν νὰ βάλουν τὸ μαχαίρι εἰς τὸν λαιμὸν παντὸς ἀτόμου ἢ πόλεως ἢ χώρας, ἥτις θὰ θελήσῃ νὰ σώσει ἀνθισταμένη τὸ φρόνημά της καὶ τὸν ἐθνισμόν της… ἡ τάξις αὕτη εἰς τὸ μέλλον θὰ γίνηται ὁλονὲν ἰσχυροτέρα καὶ φανατικωτέρα, θὰ δημιουργήσῃ ἰσχυρότατον στρατὸν καὶ στόλον, θὰ ἀναπτυχθῇ οἰκονομικῶς… ἂς ἀναλογισθῇ τέλος καὶ ὑπὸ οἵων παραδόσεων ἐμπνέεται ο τουρκικὸς λαὸς καὶ τότε θὰ ἐννοήσῃ τὰ μέλλοντα νὰ ἐπακολουθήσωσιν…»

Ο Γληνός θα αποτελέσει μέλος των Κοινωνιολόγων του Παπαναστασίου, θα φυλακιστεί το 1916-17 από του κωνσταντινικούς, ενώ θα χρηματίσει Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας στην κυβέρνηση της Άμυνας, εγκαινιάζοντας την εισαγωγή της δημοτικής στο σχολείο.

Ο ποιητής και συγγραφέας του Πύργου του ΑκροπόταμουΚωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920), που θα μεταφράσει πρώτος το Κομμουνιστικό μανιφέστο, συμμετείχε στην Κοινωνιολογική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ο οποίος θα τον διορίσει, το 1917, υπεύθυνο της κρατικής λογοκρισίας, μαζί με τους Ζαχαρία Παπαντωνίου και Κων. Θεοτόκη, μέχρι το φθινόπωρο του 1918, όταν η λογοκρισία θα καταργηθεί[5].

Τον Ιανουάριο του 1918, μαζί με πολλούς άλλους, θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν «πέριξ τοῦ Ριζοσπάστη (την) Ἕνωσιν τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ανθρώπου καὶ τοῦ πολίτου, μὲ σκοπὸν τὴν ἵδρυσιν ἀντιπολιτευτικοῦ ριζοσπαστικοῦ-δημοκρατικοῦ κόμματος»[6]. Επρόκειτο για την τελευταία απόπειρα να δημιουργηθεί ένα σοσιαλιστικό-δημοκρατικό κόμμα[7].

Ο μεταπρατικός «διεθνισμός» επικρατεί

Ήδη, η ενσωμάτωση της Μακεδονίας το 1912 είχε προκαλέσει τεκτονικές μετατοπίσεις στο σοσιαλιστικό κίνημα. Στη Θεσ/νίκη, όπου το 40% του πληθυσμού ήταν εβραϊκής καταγωγής, οι Εβραίοι εργάτες είχαν ιδρύσει, το 1909, τη Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία, γνωστότερη ως Φεντερασιόν, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλες εθνικότητες[8]. Η Φεντερασιόν, αρχικώς, αντιμετώπισε εντελώς αρνητικά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην Ελλάδα, διότι δεν συμμεριζόταν τους εθνικούς πόθους των Ελλήνων, παρότι εν συνεχεία θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Βέβαια, θα επιμένει πάντοτε στην άποψη της ουδετερότητας και θα συμμετάσχει στις εκλογές του 1915 με την γουναρική Αντιπολίτευση.

Πάντως, μέχρι την εδραίωση της ρωσικής Επανάστασης, οι οπαδοί της στήριξης των εθνικών αιτημάτων θα κυριαρχούν· και σοσιαλιστές αντιπρόσωποι θα πάρουν μέρος και στις Διασκέψεις Ειρήνης. Το ίδιο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ), το μετέπειτα ΚΚΕ, θα δημιουργηθεί το 1918, με τις ευλογίες της κυβέρνησης Βενιζέλου, ώστε να ενισχυθεί η ελληνική παρουσία στο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα.

Ωστόσο, από το 1919 και στο εξής, εξ αιτίας της κατακόρυφης ανόδου της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, θα διαρραγεί η συμμαχία βενιζελισμού και αριστερού σοσιαλισμού: και το ΣΕΚΕ(ΚΚΕ), τον Απρίλιο του 1920, στο Β΄ Συνέδριό του, θα απαλείψει από το πρόγραμμά του κάθε αναφορά στην άμυνα της χώρας. Στα πλαίσια αυτής της στροφής, το Κόμμα θα συμμετάσχει στις εκλογές του 1920 με συνθήματα κατά της Μικρασιατικής Εκστρατείας, συμπαρατασσόμενο με το Λαϊκό Κόμμα.

Ενδεικτική υπήρξε η πορεία του Ριζοσπάστη, ο τίτλος του οποίου είχε παραχωρηθεί από τον ριζοσπάστη βενιζελικό Γεώργιο Φιλάρετο στον Γιάννη Πετσόπουλο και κυκλοφόρησε στη Θεσ/νίκη το 1916, ως οιονεί δημοσιογραφικό όργανο της Εθνικής Άμυνας. Τον Ιούλιο του 1917, θα εκδοθεί ως ημερήσιο φύλλο στην πρωτεύουσα, με αρχισυντάκτη τον Ν. Γιαννιό, και θα υποστηρίζει «κριτικά» την πολιτική του Βενιζέλου· ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 1918, ο Γιαννιός θα εγκαταλείψει την αρχισυνταξία καθώς ο Πετσόπουλος έμοιαζε να ρέπει προς τον «μπολσεβικισμό». Και παρότι η εφημερίδα δεν θα αντιταχθεί στην απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Ιούνιο του 1920, θα γίνει επίσημο όργανο του ΣΕΚΕ(ΚΚΕ) και, έκτοτε, θα καταγγέλλει την Ελλάδα ως όργανο του ιμπεριαλισμού (τχ. 1026, 01.06.1920).

Το ΣΕΚΕ(ΚΚΕ) όχι μόνο θα κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά εν συνεχεία θα υιοθετήσει την, βουλγαρικής κοπής, θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη. Η συμμαχία των μπολσεβίκων με τον Κεμάλ θα ολοκληρώσει την εθνομηδενιστική στροφή, ενώ τα σοσιαλιστικά στοιχεία, που επέμεναν στην υποστήριξη των εθνικών αιτημάτων, θα απορροφηθούν από την αριστερά του βενιζελισμού και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.

Το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα θα πραγματοποιήσει μια πρόσκαιρη εκλογική συμμαχία με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές του 1920. Ο Γιάννης Κορδάτος, μέλος της ηγεσίας του ΚΚΕ, περιγράφει ως εξής μια προεκλογική συγκέντρωση του ΣΕΚΕ, τον Οκτώβριο του 1920, που εξελίχθηκε σε διαδήλωση και στην οποία υπολογίζεται ότι έλαβαν μέρος 50.000 διαδηλωτές: « Δὲν ἦταν ὅμως κομμουνιστὲς ὅλοι. Ἦταν ἀντιβενιζελικοί. Φοβόντανε νὰ ὀργανώσουν δική τους διαδήλωση καὶ πῆραν μέρος στὴν κομμουνιστικὴ φωνάζοντας «Κάτω ὁ Βενιζέλος», «Κάτω ὁ πόλεμος»… Μερικὲς μάλιστα κυρίες ἀπ’ τὰ μπαλκόνια τῶν ξενοδοχείων τῆς Πλατείας Συντάγματος «ἔραιναν μὲ ἄνθη» τοὺς διαδηλωτές. Φυσικὰ ἦταν φανατικὲς βασιλικές»[9].

Παράλληλα, στο μέτωπο, το ΚΚΕ και άλλες κομμουνιστικές ομάδες, ανέπτυσσαν αντιπολεμική δραστηριότητα, κατ’ εξοχήν στα τηλεγραφεία και τους σιδηροδρόμους, διαδίδοντας φυλλάδια σε όλο το μέτωπο. Ο πλέον δραστήριος υπήρξε ο χαρισματικός Παντελής Πουλιόπουλος –μετέπειτα γραμματέας του ΚΚΕ και επικεφαλής της Αριστερής Αντιπολίτευσης– ο οποίος, ως λοχίας της τηλεγραφικής υπηρεσίας της Σμύρνης, εξέδιδε τον Κόκκινο Φρουρό.

Η αντιπολεμική ρητορική μετά την Καταστροφή μεταβλήθηκε σε διαχρονική θέση της κομμουνιστικής Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Χαρακτηριστική υπήρξε η διαμάχη ανάμεσα στον Μικρασιάτη καθηγητή φιλοσοφίας Χαράλαμπο Θεοδωρίδη και τον Ανατολικοθρακιώτη ΓΓ του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη, το 1935, από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Επειδή ο Θεοδωρίδης, στις 11.07, είχε γράψει: «Βρεθήκαμε ἐμεῖς μὲ τὶς ἀφάνταστές μας σαχλαμάρες νὰ δώσουμε καινούργια ζωὴ στὴν πεθαμένη Τουρκία….», ο Ζαχαριάδης έσπευσε την επομένη, 12.07, να απαντήσει στον «πολίτη Θεοδωρίδη»:

«Ἄν δὲν νικιόμασταν στὴ Mικρασία, ἡ Τουρκία θὰ ἦταν σήμερα πεθαμένη καὶ μεῖς μεγάλη Ἑλλάδα!! Τὴ «λευτεριά» μας θὰ τὴ στηρίζαμε στὴν ὑποδούλωση τοῦ Τουρκικοῦ λαοῦ! … Ἡ ἀστικοτσιφλικάδικη Ἑλλάδα στὴ Μικρασία πῆγε ὄχι μόνο γιὰ νὰ διαιωνίσει τὴν ξενικὴ κυριαρχία… μὰ καὶ νὰ κάνει τὴν Τουρκία ἀντισοβιετικὸ ὁρμητήριο… Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς ὄχι μόνο δὲν λυπηθήκαμε γιὰ τὴν ἀστικο-τσιφλικάδικη ἧττα στὴ Μικρασία ΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΩΞΑΜΕ…»

Η στάση της κομμουνιστικής Αριστεράς απέναντι στο 1922 αποτέλεσε το «προπατορικό της αμάρτημα»· είναι ο «σκληρός πυρήνας» μιας μεταπρατικής υποταγής στην «πατρίδα του σοσιαλισμού», που στη συνέχεια θα δώσει το έκτρωμα του «Μακεδονικού» και την αναγόρευση του πατριωτισμού συλλήβδην σε εθνικισμό. Και τόσο ισχυρή υπήρξε η φιλοκεμαλική και «αντιμεγαλοϊδεατική» προκατάληψη που η κομμουνιστική Αριστερά έχει ενσταλάξει σε γενιές Ελλήνων, και όχι μόνο αριστερής απόκλισης, ώστε έχει ξεχαστεί εντελώς η πλειοψηφικά πατριωτική παράδοση της Αριστεράς μέχρι το 1918.


[1] Βλ. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τ. 11ος-12ος και Ιστορία του Εργατικού Κινήματος, Αθήνα 1956· Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 Ως το 1974 τ. Α΄, σσ. 188-189.

[2] Ξενοφών Λευκοπαρίδης (επιμ.), Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Μελέτες-Λόγοι-Άρθρα, 2 τ., Κλεισιούνης, Αθήνα 1957.

[3] Γ. Σκληρού, «Το κοινωνικόν μας ζήτημα», Έργα, Επικαιρότητα, Αθήνα 1976, σσ. 79-138.

[4] Γ. Σκληρού, «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού», Έργαό.π., σσ. 153-358, εδώ σσ. 344-345.

[5] Βλ. Μάρκος Γκιόλιας, Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος,σσ. 396-402, 449, 470· Γ. Αλισανδράτος, «Ο Κ. Χατζόπουλος και το κοινωνικό πρόβλημα» στο, Ο Κ. Χατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός, Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου: Αγρίνιο, 14-17.05.1993, Δωδώνη, 1998, σσ. 383-390.

[6] Βλ. Α. Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, ΕΕ, Αθήνα 1986, σ. 123.

[7] Μ. Γκιόλιας, ό.π., σσ. 483-484.

[8] Βλ. Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη…ό.π.· KME, H Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης, 1909-1918, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989.

[9] Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τ. 13ος, σσ. 543-544.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.