Tuesday 8 October 2024
Αντίβαρο
1922-Καταστροφή-Μεσοπόλεμος Γιώργος Καραμπελιάς

18. 1909-1922. Δ΄ Ελληνισμός και μικροελλαδισμός

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου, δύο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.

Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.

Ο Εθνικός Διχασμός του 1909-1922 αποτέλεσε στην πραγματικότητα συνέχεια και κορύφωση της διαμάχης «ελληνισμού»-«ελλαδισμού», που εξελισσόταν ήδη από το 1830, σχετικά με την πορεία και τον ρόλο του ελληνικού κράτους, και η οποία διατρέχει μέχρι σήμερα ολόκληρη την ελληνική ιστορία. Ο ελλαδισμός αντιστρατευόταν συστηματικά τις όποιες απελευθερωτικές κινήσεις, εμμένοντας διαχρονικά στα «κεκτημένα», όποια και αν ήταν αυτά. Για παράδειγμα, από το 1830 έως την ενσωμάτωση των Επτανήσων, το 1864, ανακήρυσσε την Ελλάδα ως το μεγαλύτερο ελληνικό κράτος της Ιστορίας (!) συγκρίνοντάς την με την έκταση της… αρχαίας Αθήνας.

Άλλωστε, οι δύο εναλλακτικές στρατηγικές, η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους του ελληνισμού στο ελλαδικό κράτος ή, αντίθετα, η συνεννόηση με την Πύλη, ώστε να ενισχυθεί η θέση του ελληνισμού στους κόλπους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διακινούνταν τόσο στο εσωτερικό των ελίτ του ελλαδικού κράτους όσο και εκείνων του αλύτρωτου ελληνισμού[1].

Ο Γ.Α. Βλάχος, ο Ι. Μεταξάς, ο Δ. Γούναρης θα ζητούν επίμονα, μετά το 1915, «να μας αφήσουν ήσυχους στα σύνορά μας». Ο Βλάχος ή ο Γούναρης φοβούνταν εν τέλει ότι μια «μεγάλη» Ελλάδα δεν χωρούσε στα στενά ρούχα της ολιγαρχίας, καθώς θα επέβαλλε νέες ιεραρχήσεις, νέες αξίες, νέους ανθρώπους. «Η μικρή αλλά έντιμος Ελλάς» της Μελούνας θα έχανε οριστικά το παιγνίδι. Καθόλου τυχαία δε, στην ηγεσία του αντίπαλου στρατοπέδου βρισκόταν ένας ηγέτης που είχε αναδειχθεί μέσα από τη μακροβιότερη επανάσταση του αλύτρωτου ελληνισμού, την κρητική, και μετέφερε τη βουκέντρα της στο εσωτερικό του ελλαδικού κράτους.

Κατά την περίοδο 1912-1922, οι Άγγλοι, εξαιτίας της συμμαχίας της οθωμανικής Τουρκίας με τον Κάιζερ, θα συνταχθούν με τους Ρώσους, στη στρατηγική του διαμελισμού της, βλέποντας την Ελλάδα ως τον παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, που θα υποκαθιστούσε την καταρρέουσα οθωμανική Αυτοκρατορία – στηριγμένη άλλωστε στην παρουσία ελληνικών πληθυσμών στις υπό απελευθέρωση περιοχές. Όπως τόνιζε προσφυώς ο Λόιντ Τζωρτζ:

«Οι Έλληνες είναι ο λαός του μέλλοντος εις την μεσογειακήν Ανατολήν. Γόνιμοι και εξαιρετικά δραστήριοι, αντιπροσωπεύουν τον χριστιανικόν πολιτισμό έναντι της βαρβαρότητας των Τούρκων. Είναι τώρα πέντε έως εξ εκατομμύρια, εάν μπορέσουν να κατακτήσουν τις περιοχές που τους παραχωρήθηκαν, θα γίνουν ένα έθνος είκοσι εκατομμύριων σε πενήντα χρόνια». [2]

Σε αυτή τη μοναδική από γεωπολιτική άποψη ευκαιρία για τους Έλληνες, οι άλλοτε αγγλόφιλοι υποστηρικτές της «μικράς αλλά εντίμου Ελλάδος» θα μεταβληθούν σε… γερμανόφιλους. Και ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στη «γερμανοφιλία» του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Μεταξά, αλλά θα πρέπει να προστρέξουμε και σε βαθύτερα αίτια, τα οποία ερμηνεύουν αυτή τη μετατόπιση της ελληνικής ολιγαρχίας από την παραδοσιακή της «αγγλοφιλία» στη «γερμανοφιλία»:

Στο γεγονός ότι η επέκταση του κράτους στα ιστορικά εδάφη της βυζαντινής του καταγωγής έμοιαζε αδιανόητη για τον ελλαδισμό των πελοποννησιακών και αθηναϊκών τζακιών, που αποτέλεσαν τον πυρήνα των φιλοβασιλικών κομμάτων, καθώς και για μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων, οπαδών τους: η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη θα μετέθεταν δραστικά το κέντρο βάρους αυτού του κράτους.

Ο Γ. Α. Βλάχος (ΓΑΒ), ο εκδότης της Καθημερινής, ο κατ’ εξοχήν βάρδος του μικροελλαδισμού και δημοσιογραφικός εγκέφαλος του κωνσταντινισμού, έγραφε, στις 12 Οκτωβρίου 1920, όταν η βασίλισσα Όλγα, χήρα του Γεωργίου Α΄, επέστρεψε στην Ελλάδα για την κηδεία του εγγονού της Αλέξανδρου, σε ένα κείμενο-ελεγεία του ελλαδισμού:

«Καλῶς ὥρισες, τῶν καλῶν ἡμερῶν μας Βασίλισσα. Εἰς τὸν τόπον αὐτόν… περνᾷ τώρα βαρὺς τῆς ἀτυχίας ὁ τυφῶν. Δὲν εἶναι πλέον ἐκεῖνος ποὺ ἐγνώρισες ὁ τόπος αὐτός, Βασίλισσα, εἶναι μεγαλύτερος, ναί, πλουσιώτερος.·Ἡ μικρὰ πρωτεύουσα… ἔχει τώρα μυριάδας κατοίκων… Ὦ Σύ, θὰ ἠσθάνθης κάποτε τὴν βλάσφημον εὐχὴν «τῆς μικρᾶς ἀλλ’ ἐντίμου Ἑλλάδος»,·θὰ ἐνοστάλγησες ἴσως, ὅπως ἡμεῖς, τὴν καλὴν ἐποχήν, ὅπου τὰ σύνορά μας ἦσαν στενά, ἀλλ’ ἀπέραντος ἡ ἀγάπη τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴν Ἑλλάδα…, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦτο μικρὰ ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ πατρὶς τῶν Ἑλλήνων, καὶ ὄχι μεγάλη, ἀλλὰ φέουδον ξενικόν…

Ο ΓΑΒ νοσταλγεί την «καλὴν ἐποχήν, ὅπου τὰ σύνορά μας ἦσαν στενά, ἀλλ’ ἀπέραντος ἡ ἀγάπη τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴν Ἑλλάδα». Νομίζω πως, σε αυτή τη θρηνωδία του ελλαδισμού, αποτυπώνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο η αντίθεση ανάμεσα στην «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και τη «μικρὰν ἀλλὰ ἔντιμον Ἑλλάδα» που απειλούνταν από τη διεύρυνση του ελληνικού κράτους. «Ἦτο μικρὰ ἡ Ἑλλὰς ἀλλὰ πατρὶς τῶν Ἑλλήνων», δηλαδή των Ελλαδιτών

Λίγες ημέρες μετά, μέσα στη μέθη της νίκης, στις 3 Νοεμβρίου, ο ΓΑΒ θα αποκαλύψει τις αλήθειες που πολλοί θέλουν και σήμερα να αρνηθούν, είτε από ιδεολογική τύφλωση είτε από μια άτοπη προσπάθεια καταλλαγής:

«Ἀλλ’ ἐδιπλασίασες τὴν Ἑλλάδα. Ὅταν ἡμεῖς,… ἐτρεπόμεθα πρὸς τοὺς ἡττημένους τῆς σήμερον, καὶ κινδυνεύσαντες ἐξ ἐχθρότητος πρὸς σὲ νὰ ἡττηθῶμεν μὲ τοὺς πρώτους, σὺ μᾶς ἔστρεψες πρὸς τοὺς νικητὰς καὶ… εὑρέθημεν μὲ τοὺς δευτέρους μεριδιοῦχοι τῆς Νίκης των. … Πρὶν μᾶς ἐπιδείξης τὸν χάρτην τῆς Πατρίδος μας διπλῆς… ἐπὶ τρία ὁλόκληρα ἔτη προσπάθησες νὰ μαράνῃς εἰς τὰς καρδίας μας τὸν ἔρωτα τῆς Πατρίδος καὶ μᾶς κατήντησες ἡμᾶς… νὰ εὐχώμεθα οἱ ἀσεβεῖς καὶ τὴν ἧτταν της. Μᾶς κατέστρεψες… Μᾶς εἶχες ἀφαιρέσει… τὸν ἔρωτα τῆς Πατρίδος… καὶ ἐπεδείκνυες… τὸν χάρτην τῆς “μεγάλης Ἑλλάδος” ἀλλ’ οἱ ὀφθαλμοί μας δὲν ἔβλεπον… καὶ τὰ χείλη μας… ἦσαν πάντοτε συνεσφιγμένα ἀπὸ τὴν δίψαν τῆς ἐκδικήσεως».

Ο ΓΑΒ παραδέχεται πως ο βασιλιάς δεν ήταν «ουδέτερος» στον μεγάλο πόλεμο, όπως ήθελε να εμφανίζεται· αντιθέτως, το στρατόπεδο του κωνσταντινισμού ετρέπετο «πρός τοὺς ἡττημένους τῆς σήμερον», δηλαδή τη Γερμανία, την Αυστρία και… την Τουρκία. Ο Βενιζέλος έστρεψε τη χώρα «πρὸς τοὺς νικητὰς καὶ … εὑρέθημεν μὲ τοὺς δευτέρους μεριδιοῦχοι τῆς Νίκης των». Εντούτοις, αρκεί το ότι εστράφη εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου, για να μεταβάλει τον Βλάχο και το στρατόπεδό του σε εχθρούς της ίδιας τους της χώρας: «μᾶς κατήντησες ἡμᾶς… νὰ εὐχώμεθα οἱ ἀσεβεῖς καὶ τὴν ἧτταν τῆς Πατρίδος».

Άλλωστε, όταν πλησίαζε το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας και η Καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί, σε τρία περιθρύλητα άρθρα, στις 13, 15 και 17 Αυγούστου του 1922, θα προβάλει και πάλι τα πραγματικά αισθήματα του παλαιοελλαδισμού απέναντι στον αλύτρωτο ελληνισμό: «Ἡ γέφυρα τῶν στεναγμῶν», στις 13 Αυγούστου, το «Οἴκαδε» στις 15 Αυγούστου και «Οἱ Πομερανοί» στις 17 Αυγούστου 1922, τις ημέρες που το ελληνικό μέτωπο κατέρρεε στη Μικρά Ασία. Στο δεύτερο και tristement celèbre άρθρο του, στις 15 Αυγούστου, ζητούσε όπως η Ελλάς «διὰ λόγους σπουδαίους, διὰ λόγους ἀποβλέποντες εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῆς γαλήνην, ἔχει τὴν ὑποχρέωσιν νὰ διαχειμάσῃ οἴκαδε», δηλαδή να επανέλθει ο ελληνικός στρατός από τη Μικρά Ασία στις «ἑστίες» του, στον «οἶκο» του, δηλαδή στην Ελλάδα του ΓΑΒ. Ο Βλάχος επανέρχεται στις 17 Αυγούστου, με νέο άρθρο, τους «Πομερανούς»:

«Ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ πρέπει νὰ θυσιασθῇ ἔστω καὶ εἷς πλέον Ἕλλην στρατιώτης, ἂν πρόκειται νὰ ποτίσωμεν πάλι μὲ αἷμα ἀξένους τουρκικὰς ἐκτάσεις… Τὸ αἷμα τῆς Ἑλλάδος δὲν ρέει, διὰ νὰ χύνεται εἰς τὴν ἀπωτάτην Μικρασίαν. Ρέει διὰ νὰ θερμάνῃ καὶ νὰ κινήσῃ εἰς δρᾶσιν τὴν Ἑλλάδα ὑπὲρ ἑαυτῆς καὶ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος τῆς αὔριον… Ὁ σιδηροῦς Γερμανὸς καγκελάριος εἶπε κάποτε “Οὔτε ἕναν Πομερανὸν διὰ τὴν Ἀνατολήν!” Καὶ ἡ Ἑλλὰς δὲν πρέπει νὰ δίδῃ πλέον τοὺς Πομερανούς της διὰ τὴν πέραν τῶν βλέψεών της Ἀνατολήν. Οὔτε ἕναν εὔζωνον διὰ νέας περιπετείας».

Και επειδή η Καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί, το «Οίκαδε» του Βλάχου δεν έπαιξε κανένα ρόλο ή ίσως μηδαμινό στις εξελίξεις στη Μικρά Ασία, αλλά, όπως ορθά επισημαίνει ο Γιώργος Μαυρογορδάτος: «Η ιστορική σημασία των δύο άρθρων βρίσκεται αλλού. Αποκαλύπτουν τη βαθύτερη αδιαφορία των αντιβενιζελικών για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας» [3] . Η εκστρατεία την οποία οι ίδιοι συνέχισαν επί δύο χρόνια παρέμενε ένα εγχείρημα ξένο προς αυτούς, ήταν «ἡ περιπέτεια, ἡ ἐπιβληθεῖσα εἰς τὸν λαὸν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος, ἀτυχῶς διὰ τὴν Ἑλλάδα, ζῆ ἀκόμη», όπως αναφέρει ο ΓΑΒ στις 17 Αυγούστου 1922, καθώς εικάζει πλέον ότι μπορεί και να επανέλθει, για να μαζέψει τα σπασμένα που άφησε η παράταξή του.

Και πάντως, οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας δεν περιλαμβάνονται στην «Ελλάδα» του ΓΑΒ. Άλλωστε, σε άλλο άρθρο του, θα κατηγορήσει ευθέως τον Βενιζέλο ότι ήρθε να καταστρέψει τον μικρό τακτοποιημένο και ευωδιαστό κήπο της (Παλαιάς) Ελλάδας αντικαθιστώντας τον με ένα μεγαλύτερο ανοικονόμητο χωράφι. Ο πρίγκιπας Ανδρέας, αδελφός του βασιλιά, πρώην διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1921), σε επιστολή του στον Ι. Μεταξά, στις 19 Δεκεμβρίου 1921, αποτυπώνει ανάγλυφα το βαθύ μίσος και την περιφρόνηση του ελλαδισμού, του ΓΑΒ, του Μεταξά και του Κωνσταντίνου, για τον μικρασιατικό ελληνισμό:

«Ἀπαίσιοι πραγματικῶς εἶναι οἱ ἐδῶ Ἕλληνες, ἐκτὸς ἐλαχίστων. Ἐπικρατεῖ Βενιζελισμὸς ὀγκώδης… Θὰ ἤξιζε πράγματι νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους, οἱ ὁποῖοι φέρονται οὕτω κατόπιν τοῦ φοβεροῦ αἵματος ὅπερ ἐχύσαμεν ἐδῶ» [4].

Οι Μικρασιάτες ήταν «απόλεμοι» και προπαντός «βενιζελικοί» και θα τους άξιζε να τους πετσοκόψει ο Κεμάλ. Εντούτοις, όπως αναφέρει ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης, το 1921, περίπου οι μισοί από τους 200.000 άνδρες του ελληνικού στρατού ήταν γηγενείς της Μικράς Ασίας.

Αυτή η αποστροφή του πρίγκιπα Ανδρέα δεν εξέφραζε μόνο έναν «Δανογερμανό» πρίγκιπα, παλαιοελλαδίτη κατά δήλωσή του, αλλά αποτύπωνε την αντίληψη της «παρατάξεως» στο σύνολό της. Χαρακτηριστικά, στις διαμαρτυρίες Ελλήνων βουλευτών της Θράκης, στις 14 Μαρτίου 1922, οι οποίοι διεκτραγωδούσαν τον κίνδυνο να σφαγούν από τον Κεμάλ, ο βουλευτής Βοιωτίας Ι. Κίνιας απάντησε «καλύτερα νὰ σφάξῃ ἐσᾶς ὁ Κεμὰλ παρὰ νὰ σφάξῃ ἐμᾶς ὁ Γύπαρης». Ενώ ο βουλευτής Λαρίσσης Η. Μπασδέκης τους φώναξε: «Νὰ φύγετε ἀπὸ δῶ, δὲν σᾶς θέλουμε». Και τελικώς, επειδή ο Γούναρης δεν τους επέτρεψε να μιλήσουν, σύσσωμοι αποφάσισαν να φύγουν από τη Βουλή, όπου «δεν τους ήθελαν»!

Ο Κώστας Μισαηλίδης, ο σημαντικότερος Έλληνας πολεμικός ανταποκριτής στη Μικρά Ασία, τους χαρακτηρίζει ως «μοιραίους ἀνθρώπους ποὺ ἐμελέτησαν, ποὺ ἑτοίμασαν τὴν καταστροφήν»· «γι’ αὐτοὺς δὲν ξεριζώνουνταν ο Μικρασιατικὸς Ἑλληνισμός…, γι’ αὐτοὺς ἐγλύτωναν ἀπὸ τὴν Ἀποικία. Μικροί, ἤθελαν μικρὴ τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἤθελαν ἡττημένη». «Μεθοδικά, σατανικά, ἑτοίμασαν οἱ μοιραῖοι Κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος, τὸν ὄλεθρο»[5].


[1] Ευάγγελος. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, Αθήνα 1981, σ. 16.

[2] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Νέας Ελλάδας , τ. 5, σ. 527· W. Churchill The World Crisis: The Aftermath, Thornton Butterworth Limited, Λονδίνο 1929   σ. 339.

[3] Γ. Μαυρογορδάτος: «Οίκαδε… οι Πομερανοί», Η Καθημερινή, 19.2.2019.

[4] Ι. Μεταξάς, Το ημερολόγιο, τ. Γ΄, σ. 759.

[5] Ειρήνη Σαρίογλου, Η Μικρασιατική Εκστρατεία του Κ. Μισαηλίδη,  σσ. 366-367.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.