Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος.
Παλαιά μου συνήθεια νά σηκώνομαι πρωί τίς Κυριακές καί νά πηγαίνω νά ἀγοράσω ἕνα πάκο κυριακάτικες ἐφημερίδες. Κάθε μέρα ἀγοράζω ἐφημερίδα, ἀλλά τήν Κυριακή μοῦ ἔχει μείνει ἡ συνήθεια νά προμηθεύομαι πολύ ὑλικό γιά ὅλη τήν ἑβδομάδα.
Χθές εἶχα τήν περιέργεια νά διαβάσω κυρίως τά ἐπίκαιρα θέματα ἀλλά καί τόν σχολιασμό τῶν συναδέλφων μου γιά τό ἀποτρόπαιο συμβάν στο λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Ἔφυγα, λοιπόν, ἀπό τό σπίτι, καλός ὁ καιρός, πῆρα τόν δρόμο σιγά-σιγά περπατῶντας, ἔφθασα, στήν γνώριμη βόλτα μου ἀπό τήν Καστέλλα στήν Σχολή Δοκίμων, γύρισα στό Λιοντάρι καί πέρασα ἀπό τό λιμάνι, γιά νά ἀναζητήσω τίς ἐφημερίδες. Στό πρῶτο περίπτερο πού σταμάτησα, πληροφορήθηκα ὅτι «δέν ἔχουμε ἐφημερίδες». Θυμᾶμαι ὅτι παλιότερα τίς ἀγόραζα καί ἀπό ἐδῶ, ἀλλά κινήθηκα πρός τό Δημοτικό Θέατρο. Ἤπια ἕναν «ἐσπρέσσο» στήν Ἀκτή Μιαούλη γιά νά «πάει καλά ἡ μέρα» καί ἀνέβηκα τήν Δευτέρας Μεραρχίας πρός τό Δημοτικό Θέατρο. Κλειστά καί τά δύο περίπτερα. Κυριακή, βλέπεις, ὁ κόσμος δέν κατεβαίνει πρός τό λιμάνι, «θά βρῶ στό Δημοτικό», σκέφθηκα. Μπῆκα στήν ὁδό Φίλωνος καί ἀνέβηκα τήν βασιλέως Γεωργίου. Κι ἐδῶ τά περίπτερα κλειστά. Ἔφθασα στό «Δημοτικό», κλειστά τά περίπτερα. Μιά μικρή στάση γιά τήν πρωινή «κουρού» τυρόπιττα στοῦ «Βενέτη» καί πάω στό περίπτερο, στήν Γωνία Καραΐσκου καί Βασιλέως Γεωργίου. Ὁ νεαρός, πού μιλάει σπαστά ἑλληνικά, μέ πληροφορεῖ ὅτι «δέν ἔχει πιά ἐφημερίδες». Ἐρωτῶ γιατί καί ἀνασηκώνει τούς ὤμους. Προφανῶς εἶναι ὑπάλληλος καί δέν γνωρίζει γιατί τό περίπτερο, ὅπου εὕρισκα κάθε φορά ἐφημερίδες, δέν ἔχει πιά.
Στήν πλατεῖα Κοραῆ, μέχρι καί τήν Μπουμπουλίνας, τά περίπτερα κλειστά. Μέχρι πρίν ἀπό λίγο καιρό, τά εὕρισκα ἀνοιχτά καί σέ πάγκους ἁπλωμένες τίς ἐφημερίδες τῆς Κυριακῆς. «Ἔξω ἀπό τόν Ἀνδριανόπουλο θά βρῶ» σκέπτομαι, φθάνω μέχρι ἐκεῖ, ἀλλά τό περίπτερο κι ἐδῶ κλειστό. Περνῶ ἀπέναντι, ὑπάρχουν ἐφημερίδες, ἀλλά σέ ἕναν χῶρο-ἀχταρμᾶ, πού δέν μπορεῖς νά ξεχωρίσεις καί νά διαλέξεις.
Σκέπτομαι ὅτι θά χάσω τήν ὥρα μου ψάχνοντας, καί ἀποφασίζω νά περπατήσω πίσω στήν Καστέλλα, βέβαιος ὅτι στό περίπτερο, στά μισά τῆς ὁδοῦ Τζαβέλλα, ὅπου εἶναι ἀνοιχτό, 24 ὧρες, θά βρῶ ἐκεῖνο πού ζητῶ. Περπατῶ κατά μῆκος τῆς Γρηγορίου Λαμπράκη, ἀνάβω ἕνα κερί στήν Εὐαγγελίστρια καί κατεβαίνω τήν Τζαβέλλα. Φθάνω στό περίπτερο (δηλαδή στήν οὐσία ἕνα μίνι-μάρκετ, μέ πάγκους, ψυγεῖα καί ὅ,τι βάλει ὁ νοῦς) καί ζητῶ ἀπό τόν νεαρό πού βλέπω στό ἄνοιγμα ἀνάμεσα σέ δεκάδες προϊόντα. ἐφημερίδες. «Δέν ἔχουμε» μοῦ λέει, μέ χαμόγελο. «Πῶς δέν ἔχετε; Ἀπό ἐδῶ ἀγόραζα τόσο καιρό» τοῦ λέω μέ ἀπορία. «Ναί, τό ξέρω, ἀλλά τίς “κόψαμε”» μοῦ ἀπαντᾶ. «Καί γιά ποιό λόγο;» ἐρωτῶ. «Δέν ἔχουν περιθώρια κέρδους» μοῦ λέει. «Ἐσύ νομίζεις ὅτι αὐτό εἶναι σωστό; Νά μήν ἐνημερώνεται ὁ πολίτης ἐπειδή δέν κερδίζουν ἀρκετά οἱ περιπτερᾶδες;» ἐρωτῶ. «Τί νά σᾶς πῶ; Δέν εἶναι δική μου ἀπόφαση. Εἶναι ἐντολή ἄνωθεν» μοῦ ἀπαντᾶ, ἐννοῶντας, ἀσφαλῶς, τόν ἐργοδότη του!
Νά, ἕνα θέμα πού πρέπει νά ἀπασχολήσει πάραυτα τήν ΕΣΗΕΑ, τούς ἐκδότες, ἀλλά, κυρίως, τήν κυβέρνηση, ἡ ὁποία ἐλπίζω νά ἀντιλαμβάνεται τί σημαίνει νά ἐνημερώνεται πλέον ὁ πολίτης μόνο ἀπό τόν περίεργο κόσμο τοῦ διαδικτύου. Οἱ ἐφημερίδες δέν εἶναι τσιγάρο ἤ σοκολάτα. Εἶναι ἐνημέρωση! Ἄς τό καταλάβουμε κάποια στιγμή καί ἄς λάβουμε τά μέτρα μας!
Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Δ. 11 Σεπτεμβρίου 2023, φ. 42.649 σελ. 1, 4 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 12/09/2023).