Πολλαπλή στόχευση φαίνεται να έχει το σχέδιο ενοποίησης των έξι αραβικών χωρών του Κόλπου (Κουβέιτ, Κατάρ, Μπαχρέιν, Σαουδικής Αραβίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Ομάν ), που έχει καταθέσει ο Σαουδάραβας βασιλιάς Αμπντάλα από τον Δεκέμβριο του 2011, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC: Gulf Cooperation Council), και το οποίο, όπως έγινε γνωστό, θα συζητηθεί κατά τη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών των χωρών αυτών τον Σεπτέμβριο.
Καταλύτης για να προχωρήσουν οι έξι αυτές χώρες «στο στάδιο της ένωσης σε μια μόνο οντότητα» πρέπει να αποτέλεσε η κρίση στην Συρία. Η «επόμενη ημέρα» μίας πιθανής ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, αλλά και οι παρενέργειες που ήδη γεννά στις γεωπολιτικές ισορροπίες της ευρύτερης περιοχής η εκτυλισσόμενη αποσταθεροποίησή του, προκαλούν φόβους και ευκαιρίες στα συντηρητικά σουνιτικά αυτά καθεστώτα, τα οποία και απαρτίζουν το GCC. Έτσι, νοιώθουν ως εν δυνάμει αντιπάλους τόσο την σιϊτική Τεχεράνη, που βλέπει τη δική της επιρροή στην Δαμασκό να κλονίζεται, όσο και την Άγκυρα, του «ισλαμοδημοκράτη» Ερντογάν, ο οποίος προσπαθεί να μετατρέψει τη Συρία σε τουρκικό προτεκτοράτο, αλλά και να εξαγάγει τη δική του «μετριοπαθή» εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ ως μοντέλο για όλην την περιοχή εξάπλωσης της «Αραβικής Άνοιξης» και μέσω αυτής να υλοποιήσει τα μετα-αυτοκρατορικά οράματα του Υπουργού του επί των Εξωτερικών και γεωπολιτικού θεωρητικού του «νέο-οθωμανισμού» Αχμέτ Νταβούτογλου (με το Κουρδικό να παραμένει το μεγάλο ζήτημα που θα κρίνει το στοίχημα της επιτυχίας των μεγαλεπήβολων τουρκικών βλέψεων). Έτσι, με την εξαγγελθείσα «ένωση», οι έξι αυτές χώρες προσδοκούν να αποτελέσουν έναν ενιαίο πόλο, που θα δράσει ως αντίβαρο προς το Ιράν και την Τουρκία.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι κάποια από τα έξι αυτά κράτη και ιδιαίτερα το Κατάρ και, λιγότερο ενεργά και εμφανώς, η Σαουδική Αραβία έχουν διαδραματίσει ιδιάζοντα ρόλο στην «Αραβική Άνοιξη» σε ορισμένες εκδηλώσεις της από την έκρηξη της, στις αρχές του 2011. Το Κατάρ – το οποίο, λόγω του πλούτου του και του γεγονότος ότι αποτελεί πλήρως διεθνοποιημένη κοινωνία (ντόπιοι είναι μόνο το 20% του πληθυσμού, ενώ οι υπόλοιποι είναι κατά βάσιν εργαζόμενοι στον πετρελαϊκό τομέα) είναι κάτι ανάμεσα σε Λιχτενστάιν και Σιγκαπούρη της Μέσης Ανατολής – πρωταγωνίστησε στην ανατροπή του Καντάφι, όντας η δεύτερη χώρα, μετά τη Γαλλία, που αναγνώρισε την τότε αντιπολίτευση της Λιβύης ως νόμιμη κυβέρνηση της βορειοαφρικανικής χώρας., ενώ έστειλε και εκατοντάδες «στρατιωτικούς συμβούλους» στους αντικανταφικούς αντάρτες. Να σημειώσουμε, απλώς, μία λεπτομέρεια: η αναγνώριση της λιβυκής τότε αντιπολίτευσης ήρθε μόλις μία μέρα μετά τη δημοσιοποίηση της συμφωνίας της Qatar Petroleum με τους αντάρτες για διάθεση στις αγορές πετρελαίου από πεδία που είχαν περάσει στον έλεγχό τους …
Συνενώνοντας τις δυνάμεις τους οι έξι αυτές χώρες του Κόλπου θα μπορούσαν να έχουν πολλαπλασιαστικά, όπου σημειώνονται εξεγέρσεις, τα οφέλη που είχε το Κατάρ στη Λιβύη, όπου συμπορεύτηκε με τα δυτικά συμφέροντα. Ήδη εκπρόσωπος του Εθνικού Συριακού Συμβουλίου (SNC), της κυριότερης οργάνωσης της συριακής αντιπολίτευσης, παραδέχθηκε, από το Παρίσι, στις 6 Αυγούστου, ότι το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία -μαζί με τη σημερινή λιβυκή κυβέρνηση – προμηθεύουν με οπλισμό τους αντάρτες που πολεμούν το καθεστώς Άσαντ.
Από την άλλη, οι έξι χώρες μάλλον θα προσπαθήσουν να αντισταθμίσουν – αν όχι να επηρεάσουν – και την Αίγυπτο, η οποία, λόγω μεγέθους, ιστορικού ρόλου στον αραβικό κόσμο, αλλά και γεωγραφικής θέσης, θα μπορούσε να αποτελέσει αυτόνομο πόλο στο γενικότερο πλαίσιο που διαμορφώνει η «Αραβική Άνοιξη». Ούτε οι στρατιωτικοί ούτε, όμως, και η «Μουσουλμανική Αδελφότητα» της χώρας, από την οποία προέρχεται ο νέος πρόεδρος Μωχάμεντ Μόρσι, θα μπορούσαν εύκολα να δορυφοροποιηθούν από κάποια άλλη αραβική δύναμη (το ίδιο ισχύει, σε μεγαλύτερο, μάλιστα, βαθμό και για τις αντίστοιχες βλέψεις επιρροής της ερντογανικής Άγκυρας επί του Καΐρου).
Ωστόσο, υπάρχει κι άλλη μία πτυχή, λιγότερο ευδιάκριτη, πίσω από την φιλόδοξη αυτή κίνηση των, κατά κύριο λόγο, «σκληρών» σουνιτικών καθεστώτων του Κόλπου: αυτή της «εσωτερικής ασφάλειάς» τους, ώστε να «στεγανοποιηθούν» απέναντι στην αποσταθεροποιητική επίδραση της «Αραβικής Άνοιξης». Η επέκταση της τελευταίας στια κράτη αυτά, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις συντηρητικές τους μοναρχίες, με κύματα ταραχών και διαδηλώσεων που θα είχαν ως αίτημα ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, να οδηγήσει σε εκρηκτικές εκφράσεις την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια στο εσωτερικό των χωρών αυτών για τη συμπόρευσή τους με τις ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζουν το Ισραήλ (όπως συνέβη, εν πολλοίς, πέρυσι στην περίπτωση της Αιγύπτου), αλλά και να αυξήσει την επιρροή που ασκεί το Ιράν στους σιιτικού δόγματος υπηκόους τους. Έτσι, τα έξι συντηρητικά αραβικά καθεστώτα του Κόλπου προχωρούν στη δική τους «Ιερά Συμμαχία» ενάντια στην «Αραβική Άνοιξη», κατ’ αναλογία των συντηρητικών ελέω Θεού μοναρχιών της Ευρώπης των αρχών του 19ου αι., που στόχο είχαν να ανασχέσουν εσωτερικά τις ανατρεπτικές για την ίδια την ύπαρξή τους ιδέες (συγκεκριμένα τότε τις αστικοδημοκρατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης) και να συγκρατήσουν και να κρατήσουν υποταγμένες εντός των ορίων τους (αλλά και σε άλλες χώρες του περιγύρου τους, όπως π.χ. η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου είχαν ζωτικής σημασίας συμφέροντα από τη διατήρηση του status quo) ευρείες εθνικές ομάδες, που την εποχή εκείνη αφυπνίζονταν πολιτικά.
Αν και πέρυσι οι χώρες αυτές είχαν γενικά μικρές εσωτερικές αναταράξεις, στο Μπαχρέιν η εξέγερση της σιιτικής πλειοψηφίας στην Πλατεία του Μαργαριταριού ενάντια στην σουνιτική κυβερνώσα μειοψηφία βάφτηκε με αίμα. Μάλιστα, σημαδεύτηκε και με την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας με τανκς, η οποία προσέτρεξε προς βοήθειαν της βασιλικής οικογένειας για την καταστολή των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων, και με στόχο την πρόληψη και ανάσχεση της επιρροής του σιιτικού Ιράν στο αραβικό νησιωτικό κρατίδιο και την Αραβική Χερσόνησο.
Το Μπαχρέιν, υπήρξε, άρα, η «πρόβα τζενεράλε» αυτής της υπό συζήτησιν «Ιεράς Συμμαχίας» των έξι, όπου εφαρμόστηκε και ένα είδος σουνιτικού «δόγματος Μπρέζνιεφ» εκ μέρους της Σαουδικής Αραβίας.
Ο κίνδυνος, όμως, δεν φαίνεται να έχει περάσει για τη Σαουδική Αραβία και τη δυναστεία των Σαούντ. Μάλιστα, στα τέλη του φετινού Ιουνίου, αναπτύχθηκαν επιπλέον στρατεύματα στην πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου Ανατολική Επαρχία της και ματαιώθηκαν μερικές άδειες στρατιωτικών. Καθώς είχαν ήδη σημειωθεί ταραχές στους κόλπους της σιιτικής κοινότητας της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και λόγω των γενικότερων περιφερειακών εντάσεων, οι αρχές της χώρας φοβήθηκαν επανάληψη των φαινομένων, πιθανόν και με μεγαλύτερη ένταση. Η Σαουδική Αραβία, η οποία αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, έχει κάθε λόγο να φοβάται δυναμικές κινητοποιήσεις και αντιδράσεις της σιιτικής της κοινότητας σε περίπτωση δυτικής ή ισραηλινής επίθεσης στο Ιράν. Και η ιδέα για ένωσή της με τις υπόλοιπες πέντε συντηρητικές ισλαμικές μοναρχίες του Κόλπου φιλοδοξεί να την θωρακίσει προληπτικά ακόμη πιο πολύ ως προς κάθε είδους «εσωτερικό εχθρό».
Δημήτρης Φάρος – διεθνολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)