Δύο τα ερωτήματα (ένα νομικό και ένα πολιτικό) που αστραπιαία ανακύπτουν:
α. Είναι νόμιμη (συνταγματική) η παροχή δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές στους αλλοδαπούς μετανάστες;
β. Είναι ορθό να απονεμηθεί δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές στους αλλοδαπούς μετανάστες;
Ας εξετάσουμε, πρώτα τι ορίζει το ελληνικό Σύνταγμα: άρθρο 1 παρ. 3 Συντ.: “Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.” Όμως ουδείς κατανοεί για ποιο λόγο γίνεται λόγος για «Λαό», αφού δεν σημαίνει τίποτε απολύτως αυτός ο όρος έναντι του Έθνους! Ίσως η διάταξη ετέθη τέτοια για τον Απόδημο Ελληνισμό που έχει την εθνική καταγωγή, αλλά όχι την ελληνική ιθαγένεια πάντοτε. Συνεπώς, η έννοια του Λαού είναι η έννοια του συνόλου των Ελλήνων πολιτών (Ελληνικού Λαού) και η έννοια του Έθνους είναι του απανταχού Ελληνισμού που δεν έχει και την ελληνική ιθαγένεια. Γι’ αυτό και ίσως να είναι συνταγματικά νόμιμη η προωθούμενη ρύθμιση για την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στις επόμενες εθνικές εκλογές στους Έλληνες ομογενείς.
Το ότι ολόκληρο το ελληνικό Σύνταγμα υπερκαθορίζεται από την αρχή της εθνικότητας προκύπτει από το πλήθος των συνταγματικών προνοιών για την εθνική συνείδηση (άρθρ. 16 παρ. 2 Σ.), την προαγωγή του Έθνους (άρθρ. 21 παρ. 1 Σ.), την εθνική οικονομία (άρθ. 24 παρ. 1 Σ.), το (σπουδαίο) εθνικό συμφέρον (άρθ. 28 παρ. 2 και 3 Σ.), την εθνική αλληλεγγύη (άρθ. 25 παρ. 4 Σ.), την εθνική ανεξαρτησία και τον Ελληνικό Λαό (άρθ. 33 παρ. 2 Σ.), το εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας (άρθ. 41 παρ. 2 Σ.), τα κρίσιμα εθνικά θέματα (άρθρ. 44 παρ. 2 Σ.), την εθνική ασφάλεια (άρθ. 48 παρ. 1 Σ.) κ.λπ. Χαρακτηριστικότερό όλων είναι το άρθρο 51 παρ. 2 Σ., κατά το οποίο «Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος».
Το ελληνικό Έθνος θεωρείται ότι υπάρχει εις το διηνεκές και κατά συνέπεια ότι συντηρεί τον εαυτό του με την συνδρομή των θεσμών και της ιδιαίτερης κουλτούρας του παρά την διαδοχή των γενεών. Το Έθνος, δηλαδή το συλλογικό υποκείμενο που είναι ο Ελληνισμός, δημιούργησε κράτος και κυριαρχικά αποφάσισε με το Σύνταγμά του ποιος θα έχει τα πολιτικά δικαιώματα. Και φυσικά αυτά αποδόθηκαν αποκλειστικά στα μέλη του, δηλ. στους Έλληνες πολίτες, τους έχοντες ελληνική ιθαγένεια. Αυτό ορίζεται ειδικά για τις εθνικές εκλογές (άρθρο 51 παρ. 3 Σ.), ενώ το Σύνταγμα σιωπά (=δεν ορίζει ρητώς) για τις τοπικές εκλογές (άρθρο 102 παρ. 2 Σ.). Αυτήν την σιωπή εκμεταλλεύονται σήμερα ορισμένες δυνάμεις για να προωθήσουν την νόθευση της βούλησης του κυρίαρχου Ελληνικού Λαού, από τον οποίο κατά συνταγματική αρχή πηγάζει κάθε (πολιτική) εξουσία και κάθε εξουσία υπάρχει υπέρ αυτού.
Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις του κυρίαρχου Ελληνικού Λαού ορίζουν τι είναι νόμιμο και τι παράνομο, δηλ. την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Άρα, η λογική του κράτους δεν είναι άλλη από την λογική του Έθνους-Κράτους (υπέρτατη μονάδα διεθνών σχέσεων). Και κυρίαρχη πολιτική δύναμη, η οποία επισκιάζει όλους τους άλλους παράγοντες είναι η «πραγματικότητα του Έθνους». Το ελληνικό κράτος αποτελεί ενσάρκωση της πολιτειακής οργάνωσης του Έθνους. Η πρόταξη του εθνικού συμφέροντος κατά την άσκηση της εξουσίας είναι το θεμελιώδες κριτήριο δράσης του Κράτους, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από την νομοθετική, κυβερνητική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Το δε Κράτος δεν είχε ποτέ και δεν μπορεί να έχει δικαίωση, και κατά μείζονα λόγο και διάρκεια, εάν δεν αναλάβει απ’ ευθείας την ευθύνη της εν ευρεία εννοία εθνικής άμυνας. Καμία άλλη δύναμη, ιδεολογική ή οικονομική δεν δύναται να εξασθενίσει, σε σταθερή τουλάχιστον βάση, τον ρόλο του Έθνους – Κράτους ως εστιακό σημείο πίστης, νομιμοφροσύνης και αφοσίωσης. Η εθελούσια υποταγή της κρατικής εξουσίας σε σκοπούς πέρα από το στενά νοούμενο εθνικό συμφέρον οφείλεται στην εκάστοτε κυρίαρχη και κεντρική παράδοση που φέρει το συλλογικό υποκείμενο. Στην περίπτωσή μας ο Ελληνισμός μπορεί να υπερβαίνει τον «εθνικό εγωϊσμό» του χάρη στην ελληνορθόδοξη ανθρωπιστική παράδοσή του (βλ. άρθρ. 2 παρ. 1 «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»). Όμως, άκρο όριο αυτής της υπέρβασης είναι η επιβίωση του τελικού σκοπού που είναι το ζην και ευ ζην του συλλογικού υποκειμένου (εν προκειμένω του Ελληνισμού): ενέργειες που υπονομεύουν το μέλλον του και συγκεκριμένα πράξεις και θεσμοί που προσβάλλουν το απαραίτητο minimum για την αναπαραγωγή εκείνης της κρίσιμης μάζας προσώπων που σκέφτονται, μιλούν και νιώθουν ως Έλληνες μέσα σε έναν πλανήτη 6 δις φορέων άλλων πολιτισμών, καθώς και δράσεις που μειώνουν την ισχύ και την ικανότητα του Κράτους να προστατεύει και να συντηρεί τον Ελληνισμό απαγορεύονται από την λογική βάση – αιτία του Κράτους. Είναι, λοιπόν, στην λογική του Έθνους-Κράτους κάθε ενέργεια να εντάσσεται σε κριτήρια προαγωγής του εθνικού συμφέροντος υπό τις συνθήκες που προαναφέρθησαν.
Η μεταφορά πολιτικής εξουσίας (απονομή πολιτικών δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι) σε μη Έλληνες πολίτες (ήτοι μετανάστες που δεν έχουν λάβει την ελληνική ιθαγένεια) σημαίνει ότι οι Έλληνες απαλλοτριώνουν το δικαίωμά τους να καθορίζουν την μοίρα τους για τον εαυτό τους υπέρ ανθρώπων που δεν έχουν το ίδιο επίπεδο δεσμού με τον τόπο και τον πολιτισμό του και το κυρίαρχο συλλογικό υποκείμενο (Ελληνισμό).
Στην περίπτωση δε που απονεμηθεί όχι μόνον δικαίωμα εκλέγειν, αλλά και δικαίωμα εκλέγεσθαι, –κάτι που μένει ερωτηματικό από την μέχρι τώρα ενημέρωση επί του θέματος– η κατάσταση βαίνει πιο προβληματική. Διότι σύμφωνα με την θεωρία του “μετασχηματισμού” στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, το άτομο που γίνεται πολιτικός ηγέτης (έστω δήμαρχος ή κοινοτάρχης) διέρχεται τους μηχανισμούς της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης για να μετασχηματισθεί σε εκφραστή της κρατούσης άποψης για το εθνικό συμφέρον. Υπάρχει άραγε θέση για τον μετανάστη – μη Έλληνα πολίτη σε αυτήν την διαδικασία; Ανήκει στην λογική του συστήματος του Κράτους-Έθνους;
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων σε μη Έλληνες πολίτες είναι από συνταγματική σκοπιά έκνομη, ενώ είναι και πολιτικά άσκοπη έως επικίνδυνη για την εθνική ασφάλεια, δεδομένων των διεθνών συνθηκών στην Χερσόνησο του Αίμου (έξαρση αποσχιστικών κινημάτων, υπερφίαλοι εθνικισμοί, αναζωπύρωση των εθνοτικών συγκρούσεων κ.ο.κ.)
Ο αλλοδαπός μετανάστης πρέπει να έχει μονάχα τα ανθρώπινα (ατομικά και κοινωνικά) δικαιώματά του στην χώρα φιλοξενίας. Η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων ευρίσκεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του κυρίαρχου σώματος των Ελλήνων πολιτών. Το αν είναι φρόνιμο και ορθό το κυρίαρχο σώμα των πολιτών να απονείμει τέτοια δικαιώματα εξαρτάται από το αν είναι συμφέρουσα μια τέτοια επιλογή. Δηλ. από το αν συνάδει με το εθνικό συμφέρον. Και πρώτο κριτήριο είναι το εθνικό συμφέρον, επειδή αυτό προστάζει η καθιερωμένη συνταγματική ‘Λογική’, όπως σκιαγραφήθηκε ανωτέρω. Το ελληνικό Σύνταγμα μάς προστατεύει από το να είμαστε μια διοικητική περιφέρεια ενός παγκόσμιου Κράτους, όπου ο καθένας θα αποκτά πολιτικά δικαιώματα συγχρόνως με την είσοδο και εγκατάστασή του στην ελληνική επικράτεια. Αφού έτσι, στην ουσία τα σύνορα μεταξύ των κρατών θα καταλύονταν, καθ’ όσον η παρουσία ενός ανθρώπου σε οιαδήποτε χώρα του κόσμου θα τού επέτρεπε να κρίνει και την εξουσία της, χωρίς να έχει ορκιστεί πίστη και αφοσίωση σ’ αυτή. Η σκέψη ότι πέντε ή περισσότερα έτη διαμονής ενός μετανάστη στον τόπο μας είναι επαρκές τεκμήριο σύστασης ικανού ψυχικού συνδέσμου με την πατρίδα μας και δυνατό να παρέχει εγγυήσεις ότι στην ψυχή αυτού έχει δημιουργηθεί στέρεη πίστη και αφοσίωση στο εθνικό συμφέρον είναι μάλλον αφελής έως ύποπτη.
Οι (διεθνιστικές) ιδεολογίες έρχονται και παρέρχονται, αλλά τα έθνη μένουν, γι’ αυτό και οι σχέσεις με τα κράτη και τους λαούς κείνται πέραν και υπεράνω καθεστώτων. Μια ιστορική αναδρομή αποδεικνύει αμέσως του λόγου το αληθές, ενώ το διεθνές περιβάλλον δικαιολογεί απόλυτα τους φόβους του γράφοντος για την ύπαρξη προϊόντων προσπαθειών εθνικής αποσύνθεσης στην Χερσόνησο του Αίμου και αλλού με συνέπεια στρατιωτικές συγκρούσεις, εξαθλίωση πληθυσμών και εθνικό αφανισμό.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι τα παραπάνω συνιστούν υπερβολικές εθνικιστικές αντιδράσεις! Στην πραγματικότητα οι τρόπον τινά «εθνικιστικές» αντιδράσεις μου βρίσκονται στον αντίποδα επικίνδυνων διεθνιστικών ιδεολογιών που διοχετεύονται από μια απάτριδα ελίτ δίχως εθνική ευαισθησία και νομιμοφροσύνη, και διαβρώνουν την εθνική συνείδηση, ούτως ώστε αυτήν την στιγμή για τα ιθύνοντα στελέχη κάθε πολιτικού κόμματος, το σβήσιμο της Χώρας μας να έχει γίνει καθιερωμένο δόγμα.
.