Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Βυζάντιο και Ευρώπη
Η ταυτότητα της Ευρώπης έχει πολλαπλές αναγνώσεις και ακόμη περισσότερες ρίζες και παράγοντες που επηρέασαν τη διαμόρφωση της, όπως η ρωμαϊκή πολιτική παράδοση, η ελληνική φιλοσοφία, η ιουδαιοχριστιανική πνευματικότητα και ηθική, το αγωνιστικό πνεύμα των βορείων-γερμανικών λαών κ.α. Ως όμως πολιτικός και πολιτισμικός χώρος ενιαίος και διακριτός από τον λοιπό κόσμο, η Ευρώπη «γεννιέται» το Μεσαίωνα. Η σύγχρονη έννοια της Ευρώπης, ή της «Δύσεως» (όρος που μπορεί να θεωρηθεί ευρύτερος ή στενότερος του πρώτου, αναλόγως της ερμηνείας), πηγάζει από τις πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές παραδόσεις του Μεσαίωνος, από την ενωτική ιδέα της Χριστιανοσύνης και της Αυτοκρατορίας. Πρώτη φορά το 15ο αιώνα, οπότε η οθωμανική εισβολή αποτελεί εκ νέου έναν μεγάλο κοινό εχθρό της Χριστιανοσύνης, χρησιμοποιείται ο όρος «Ευρώπη» για την πολιτική και γεωγραφική διάσταση του χριστιανικού πολιτισμού. Τότε επίσης καταρτίζονται τα πρώτα σχέδια, ουτοπικά για την εποχή τους οράματα, για την πλήρη πολιτική συγκρότηση της Ευρώπης-Χριστιανοσύνης σε ένα κράτος.
Πλήθος ιστορικών ανέπτυξε συστηματικά τη διαφοροποίηση σε επίπεδο πολιτισμού, θρησκείας και πολιτικής αντιλήψεως και πρακτικής του Βυζαντίου ως προς τη δυτική Ευρώπη. Τα ιστορικά βιώματα, η γλώσσα και δημογραφία, οι αναγκαιότητες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, οι φιλοσοφικές και κοσμοθεωρητικές παρακαταθήκες της αρχαιότητος, οι ανταγωνισμοί ισχύος και η μέθοδοι διερευνήσεως των θείων πραγμάτων σχημάτισαν δύο διαφορετικά παραδείγματα, τα οποία ναι μεν είχαν συνείδηση των κοινών τους καταβολών, αλλά απομακρύνθηκαν τόσο πολύ μέσα στο χώρο και το χρόνο που κατέληξαν σε μία σφοδρή και συναισθηματικά-«ιδεολογικά» φορτισμένη αντιπαλότητα.
Το Βυζάντιο βεβαίως γεννήθηκε με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα τέλη του 4ου αιώνος. Ενώ όμως το ανατολικό τμήμα επέζησε, το δυτικό κατέρρευσε υπό τις γερμανικές εισβολές. Μέσα στο χάος η Εκκλησία της Ρώμης βρέθηκε να είναι ο μόνος θεσμός με την ικανότητα να υπερβεί σύνορα και φυλές. Επίσκοποι και ιεραπόστολοι ανέλαβαν να εκχριστιανίσουν τους βαρβάρους και να διαφυλάξουν τα υπολείμματα πολιτισμού. Τους πρώτους αιώνες ο πάπας βρέθηκε υπό βυζαντινή επιρροή. Στη συνέχεια γεωπολιτικές ανακατατάξεις και θρησκευτικές έριδες θα διασαλέψουν την ομόνοια ανάμεσα στις δύο Ρώμες. Βρίσκοντας νέους προστάτες στο πρόσωπο των Φράγκων, οι πάπες εν τέλει θα χειραφετηθούν από το Βυζάντιο. Η φραγκο-παπική σύγκλιση θα οδηγήσει στη γέννηση μίας νέας αυτοκρατορίας, όταν το έτος 800 ο Καρλομάγνος θα στεφθεί Ρωμαίος αυτοκράτορας. Το γεγονός αυτό θα σηματοδοτήσει τη γέννηση μίας οικουμενικής τάξεως ανταγωνιστικής της βυζαντινής, καθώς η Παλαιά Ρώμη διεκδικεί ξανά τη θέση της ως caput mundi. Μετά την παρακμή των Φράγκων, το 10ο αιώνα τη σκυτάλη της Δυτικής αυτοκρατορίας θα λάβουν οι Γερμανοί. Παράλληλα ο πάπας, έχοντας πλέον την πίστη βασιλέων από τα Βρετανικά νησιά ως την Κεντρική Ευρώπη, αξιώνει ανοικτά τα θρησκευτικά πρωτεία. Η Δυτική Ευρώπη αναπτύσσεται οικονομικά και στρατιωτικά, προκαλώντας την ανησυχία του Βυζαντίου.
Δημιουργείται συνεπώς το ερώτημα, κατά πόσον το Βυζάντιο και η ευρωπαϊκή Δύση αποτελούν τα δύο μισά ενός ενιαίου πολιτισμού (pars orientalis/occidentalis, ανατολικό και δυτικό τμήμα της Ρώμης) ή δύο ξεχωριστούς πολιτισμούς, καταδικασμένους σε μόνιμη αντιπαλότητα λόγω του βάθους και της εντάσεως της ετερότητος τους. Από τη μία πλευρά η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την παραδοσιακή τριάδα της ευρωπαϊκότητος (Ελλάς, Ρώμη, Χριστιανισμός) κηρύσσει το Βυζάντιο ως το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος. Από την αντίθετη οJacques Le Goff βλέπει την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Τούρκους το 1453 ως «το τέλος μίας αναπηρίας για την ευρωπαϊκή ενότητα», καθ’ ότι ναι μεν η θρησκευτική διαφοροποίηση ανατολικού και δυτικού χριστιανισμού διατηρείται, αλλά ο πρώτος μένει χωρίς πόλο ισχύος και σύστημα πολιτικής εξουσίας διακριτό με της Δύσεως.
Τον 11ο και 12ο αιώνα ο ανταγωνισμός θα κορυφωθεί και οποιαδήποτε ψήγματα ενότητος θα χαθούν στη δίνη δύο εξελίξεων: του Σχίσματος και των Σταυροφοριών. Με την πρώτη οι δύο Εκκλησίες, που ήταν και οι πνευματικοί και κοσμοθεωρητικοί πυλώνες των δύο αυτοκρατοριών-συστημάτων, διαχώρισαν τελείως τις πορείες τους. Το Βυζάντιο εισέρχεται σε τροχιά παρακμής, ενώ στη Δύση η παποσύνη επιβάλει την ανωτερότητα της επί των κοσμικών βασιλέων. Αυτές οι μεταβολές θα οδηγήσουν στο δεύτερο κομβικό γεγονός. Ανταποκρινόμενη στις βυζαντινές εκκλήσεις για αρωγή και εξυπηρετώντας διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες, η Εκκλησία της Ρώμης θα καλέσει τους ιππότες της να παύσουν την αλληλοσφαγή και να εκστρατεύσουν στους Αγίους Τόπους κατά των μουσουλμάνων (1095). Το Βυζάντιο, υπό τη στιβαρή διακυβέρνηση της δυναστείας των Κομνηνών, θα προσπαθήσει να χειραγωγήσει το σταυροφορικό κίνημα και στην πορεία θα μεταβάλει τις πολιτικές του πρακτικές προσπαθώντας να διασώσει και να επεκτείνει την επιρροή του, θέτοντας υπό έλεγχο τους ατίθασους Φράγκους, που ενίοτε το έβλεπαν σαν στόχο εξ ίσου με το Ισλάμ. Αυτή η άβολη ισορροπία θα διατηρηθεί για λιγότερο από έναν αιώνα. Η αμοιβαία καχυποψία, ο οικονομικός ανταγωνισμός και η αναζωπύρωση της βυζαντινο-γερμανικής αυτοκρατορικής έριδος θα οδηγήσει στην κατάρρευση των διμερών σχέσεων, την οποία θα επισφραγίσει η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Η ακόλουθη φραγκοκρατία και οι βεβιασμένες διακηρύξεις Ένωσης της ανατολικής Εκκλησίας με τη δυτική το 1274 και 1439 (απονενοημένα διαβήματα της δυναστείας των Παλαιολόγων, μήπως και ανακοπεί η οθωμανική λαίλαπα) θα χαλυβδώσουν ένα ρωμαίηκο πνεύμα αντιλατινισμού.
[Βλέπε επίσης: Πως η σύγκρουση με τη Δύση διαμόρφωσε το χαρακτήρα του ορθοδόξου κόσμου]
Η αντιπάθεια για το Βυζάντιο που αναπτύχθηκε στη Δύση μετά τις Σταυροφορίες, τροφοδοτούμενη από τη συνέχιση της πολιτικής αντιπαλότητος και της θρησκευτικής έριδος (αδιάψευστοι μάρτυρες τα δεκάδες συγγράμματα «κατά των σφαλμάτων των Ελλήνων», contra errores graecorum, που εμπλουτίζουν τη ρωμαιοκαθολική βιβλιογραφία), συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Μεσαίωνος. Η αποκοπή της Κωνσταντινουπόλεως από τη ρωμαϊκή κληρονομιά (που πλέον νέμεται ο πάπας και ο Γερμανός αυτοκράτορας) επισημοποιείται με την επινόηση του όρους «Βυζαντινός» το 17ο αιώνα. Ο νέος όρος θα γίνει συνώνυμος της διαφθοράς, της υποκρισίας, της παρακμής και της ασκόπου πολυπλοκότητος (byzantinism). Οι λόγιοι του Διαφωτισμού θα επιτεθούν με σφοδρότητα στο Βυζάντιο, στα πλαίσια της γενικής απαξίωσης που επιφυλάσσουν στο χριστιανισμό, το Μεσαίωνα και τη μοναρχία. Η σύγχρονη ιστοριογραφία αποκατέστησε τη μεσαιωνική και βυζαντινή περίοδο στο δέοντα σεβασμό ως ακαδημαϊκά αντικείμενα, αιώνες όμως προκαταλήψεως ακόμη συσκοτίζουν τις προσπάθειες για κατανόηση και εκτίμηση του ανατολικού πολιτισμού. Όταν αναπτύχθηκε ο νεοελληνικός εθνικισμός, οι διανοητικοί του πατέρες (με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή) επέλεξαν την αρχαία Ελλάδα (η οποία από την Αναγέννηση και ύστερα βρισκόταν πολύ υψηλά στη συνείδηση των Ευρωπαίων) και όχι το αντιπαθές, «σκοταδιστικό» Βυζάντιο για να πλάσουν την ταυτότητα του νέου έθνους-κράτους. Η αντίθεση μεταξύ της βυζαντινής κληρονομιάς και της ταυτίσεως με τη Δύση είναι κεντρικό μοτίβο κάθε προσεγγίσεως του ζητήματος της ελληνικότητος, τόσο για τους υπερμάχους όσο και για τους αρνητές της.
Το Βυζάντιο ως αντίπαλος της Ευρώπης: θεωρία και εργαλειοποίηση
Πέρα όμως από αυτά τα ζητήματα εσωτερικών ιδεολογιών ή ιστορίας του πολιτισμού, η επισήμανση της αντιπαλότητος Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως στο βαθμό της εξώσεως του Βυζαντίου από την Ευρωπαϊκή ταυτότητα και ιστορία έχει βαθιές πολιτικές σκοπιμότητες και προεκτάσεις, που σήμερα εκφράζονται κυρίως στην αντιπαλότητα του ατλαντικού στρατοπέδου (ΗΠΑ-ΕΕ) με τη Ρωσία, το μόνο «τέκνο» της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας με μεγάλη ισχύ και αξιώσεις διεθνούς ηγεμονίας. Αυτό θα εξεταστεί μέσα από την οπτική δύο συγγραφέων που επιχείρησαν να διαχωρίσουν την υφήλιο και να ερμηνεύσουν την ιστορία βάσει πολιτισμών, του Γερμανού ιστορικού και φιλοσόφου Oswald Spengler και του Αμερικανού διεθνολόγου Samuel Huntington.
Ο Spengler έγραψε το μνημειώδες έργο «Η Παρακμή της Δύσεως» (1918), χωρίζοντας την ανθρώπινη ιστορία όχι σε εποχές αλλά σε μεγάλους πολιτισμούς, με κυκλική πορεία αναπτύξεως, δηλαδή γέννηση, ακμή, παρακμή και πτώση. Για το συγγραφέα ο Βυζαντινός και εν γένει ανατολικός χριστιανικός πολιτισμός διαφοροποιείται τόσο από τον αρχαίο ελληνορωμαϊκό (κλασσικό) όσο και από αυτόν της δυτικής Ευρώπης (φαουστικό). Ανήκει στην κατηγορία των «μαγικών» πολιτισμών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έμφαση στο μυστηριακό, το υπερφυσικό και το συλλογικό στοιχείο της φύσεως και της κοινωνίας, συνδέοντας την εξουσία με το ιερό. Αυτό τον κάνει ασύμβατο τόσο ως προς την κλασσική Ελλάδα και Ρώμη, όπου επικρατεί το «απολλώνιο» πνεύμα, όσο ως προς τη «φαουστική» Δύση, κόσμοι χαρακτηριζόμενοι από φιλομαθή περιέργεια, ευρύτητα πνεύματος, έμφαση στο άτομο και την ελευθερία του. Ο μαγικός πολιτισμός είναι ικανός για μεγαλειώδη επιτεύγματα, αλλά από την άλλη πάσχει από διανοητική στειρότητα και έχθρα προς την επιστημονική έρευνα, την καινοτομία και την ανεξάρτητη ατομική κρίση. Ο χριστιανισμός γεννήθηκε από τον μαγικό πολιτισμό, όμως ο εξελληνισμός και εκγερμανισμός του στη Δύση συνδέθηκε με το αρχαίο φαουστικό πνεύμα και συνέθεσε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Το μαγικό Βυζάντιο ομαδοποιείται μαζί με τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, την αρχαία Περσία και Βαβυλώνα. Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε μεν ως πόλη της ύστερης ρωμαϊκής αρχαιότητος αλλά την εποχή που έφθανε στις πύλες της ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν και η Α’ Σταυροφορία, ήταν μία «οψιμοαραβική κοσμόπολη».
Χρησιμοποιώντας έναν όρο της μεταλλειολογίας, ο Spengler παρατηρεί στην ιστορία των πολιτισμών το φαινόμενο της «ιστορικής ψευδομορφώσεως». Ψευδομόρφωση είναι το φαινόμενο όπου ένας παλαιότερος, ξένος πολιτισμός επιβάλλεται τόσο έντονα στο γεωγραφικό χώρο όπου έχει γεννηθεί ένας νεαρότερος, σε σημείο που ο δεύτερος δεν μπορεί να αναπτυχθεί και αποτυγχάνει να διαμορφώσει αυθεντική έκφραση και διακριτή συνείδηση. Ο νέος πολιτισμός λοιπόν, αδυνατώντας να χειραφετηθεί με τις δικές του δημιουργικές δυνάμεις, καλλιεργεί ένα σφοδρό μίσος για τον άλλον πολιτισμό που τον κυριάρχησε. ΟSpengler γράφει πως αυτό συνέβη στην περίπτωση του μαγικού-αραβικού πολιτισμού, ο οποίος κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους (κλασσικός πολιτισμός) προτού αναπτυχθεί-η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο (31 π.Χ.) θεωρείται πρόξενος ιστορικής ανωμαλίας. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται στη Ρωσία. Ο ρωσικός πολιτισμός είχε καθαρά βυζαντινή προέλευση και άρα μαγικά στοιχεία, πολλαπλώς ασύμβατα με τη Δύση. Όμως το 18ο αιώνα ο τσάρος Πέτρος ο Μέγας επέβαλε μία σειρά εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων που είχαν στόχο όχι μόνο την τεχνική-διοικητική αναβάθμιση της χώρας στα δυτικά πρότυπα, αλλά στον εξευρωπαϊσμό του πολιτισμού και του χαρακτήρα της. Η νέα πόλη της Αγίας Πετρουπόλεως ήταν το σύμβολο της νέας εποχής, στην οποία το φαουστικό πνεύμα αποπειράται να καταπνίξει το ρωσικό. Το ρωσικό πνεύμα είναι βαθιά θρησκευτικό, ριζωμένο στη μεταφυσική αναζήτηση. Στην κριτική του Ντοστογιέφσκι στη νεωτερικότητα και τη Δύση ο Spengler εντοπίζει την καταπιεσμένη καρδιά της Ρωσίας, ασφυκτιούσα υπό τον δυτικό ορθολογισμό και τον μαρξιστικό υλισμό αργότερα. Για τα πλέον παραδοσιακά στρώματα η Δύση είναι το αντίστοιχο της βιβλικής Βαβυλώνος: ενώ η Μόσχα είναι η κοιτίδα της βυζαντινής, ορθοδόξου, «Αγίας Ρωσίας», η Αγία Πετρούπολη είναι η μισητή μήτρα της ξενομανίας και ο ιδρυτής της προτύπωση του Αντιχρίστου.
Η εμφάνιση της Ρωσίας ως δυνάμεως ολότελα ξένης σε σχέση με την λοιπή Ευρώπη, λιγότερο πολιτισμένης και μη μετεχούσης στις δυτικές αξίες θεμελιωνόταν στην αποκοπή του Βυζαντίου από το κλασσικό ελληνορωμαϊκό πνεύμα, εξυπηρετώντας την εξωτερική πολιτική των δυτικών και κεντρικών δυνάμεων το 19ο και 20ο αιώνα. Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο στη Γερμανία, όπου λόγω γεωγραφίας η σλαβοφοβία-ρωσοφοβία ήταν ισχυρή. Το 19ο αιώνα, ο περιβόητος στην Ελλάδα J. P. Fallmerayer δεν ανέπτυξε τη θεωρία του περί της καταγωγής των Ελλήνων από κάποιο συγκεκριμένο μίσος για το νεαρό κράτος. Η ορθόδοξη Ελλάδα όμως ήταν δυνητικός σύμμαχος της Ρωσίας, μεγάλου αντιπάλου της Γερμανίας και της Αυστρίας. Στα πλαίσια των παρακινήσεων του για υποστήριξη των Οθωμανών εναντίον της ρωσικής εξαπλώσεως, ο Fallmerayerπροσπάθησε να αποκόψει τους Νεοέλληνες από το κλασσικό τους παρελθόν, δηλαδή από τους δεσμούς τους με τη Δύση. Το κύμα του φιλελληνισμού είχε εν πολλοίς στηριχθεί στον παραλληλισμό των εξεγερμένων Ελλήνων με τους ενδόξους αρχαίους προγόνους των, αν λοιπόν αυτή η αντίληψη κατερρίπτετο, το ελληνικό κράτος θα έχανε τη διεθνή συμπάθεια και θα αποδυναμωνόταν, κάτι που θα αποτελούσε τροχοπέδη στα ρωσικά σχέδια για τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Παρ’ ότι υπέρμαχος της Δύσεως εναντίον της σλαβο-ρωσικής ορθοδόξου Ανατολής, ο Fallmerayer υπήρξε συστηματικός μελετητής του Βυζαντίου και εκ των πατέρων της γερμανικής βυζαντινολογίας.
Με την ανάκαμψη της Ρωσίας επί Βλαντίμιρ Πούτιν και την ανησυχία της Ευρώπης για την αυξανόμενη ισχύ και αυτοπεποίθηση της στα διεθνή τεκταινόμενα, το δυτικό αφήγημα εναντίον της Μόσχας είναι δραστικά διαφορετικό από ότι επί Ψυχρού Πολέμου. Πριν το 1990 οι δυτικές δημοκρατίες υπερασπίζονταν το χριστιανισμό έναντι της άθεης ΕΣΣΔ, ενώ τώρα προβάλλεται το φόβητρο της θρησκειοκεντρικής Ρωσίας που διαδίδει το συντηρητισμό και τον εθνικισμό στην ολοένα και πιο φιλελεύθερη, κοσμική, πολυπολιτισμική και ανεκτική Δύση. Η Ρωσία και η Ορθοδοξία, ιστορικές «μορφές» που πηγάζουν από το Βυζάντιο και βρίσκονταν εκτός σημαντικών διεργασιών που διεμόρφωσαν το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό (Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμός κ.α.), εκ νέου αντιπαρατίθενται στην Εσπερία, η οποία ναι μεν εισέρχεται σε μεταχριστιανική φάση αλλά εξακολουθεί να διεκδικεί την κλασσική κληρονομιά και το οικουμενικό πρωτείο με τον ίδιο τρόπο που το έκανε ο Καρλομάγνος και οι πάπες απέναντι στο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Παρ’ ότι σήμερα το Βυζάντιο είναι πιο αξιοσέβαστο από ποτέ στον ακαδημαϊκό χώρο, η κακή του φήμη δεν έχει εξαλειφθεί από την δυτική κουλτούρα. Ακόμη και τώρα η Βυζαντινή διπλωματία και πολιτική, η πιο εξεζητημένη και φιλειρηνική της εποχής της, υποβιβάζεται στη μέθοδο του «να κατηγορείς τους άλλους για ότι κάνεις εσύ», τον αυταρχισμό, το συγκεντρωτισμό, την απανθρωπία και τον επεκτατισμό, ατυχεστάτους αναχρονισμούς που διαιωνίζουν αιωνόβια ψεύδη για να επιτεθούν στον «ανατολικό εχθρό», τότε την Κωνσταντινούπολη, σήμερα τη Μόσχα.
Το 1996 ο Samuel Huntington αμφισβήτησε το μεταψυχροπολεμικό όραμα της ολοκληρωτικής επικρατήσεως του δυτικού φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και της ειρήνης, αντιτάσσοντας πως τον ανταγωνισμό μεταξύ καπιταλισμού και κομουνισμού θα διαδεχόταν η «σύγκρουση των πολιτισμών», όπου πλέον οι περισσότερες και μεγαλύτερες συγκρούσεις θα γίνονταν βάσει πολιτιστικών διαφορών. Για τον Huntington βασικό χαρακτηριστικό για την ομαδοποίηση των πολιτισμών είναι η θρησκεία, καθώς δίνει ιδιαίτερη βάση στην «εκδίκηση του Θεού» και την αύξηση της πολιτικής σημασίας των θρησκειών. Συνεπώς, η ανατολική Ευρώπη, από την Ελλάδα ως τη Ρωσία, χαρακτηρίζεται τμήμα του «ορθοδόξου πολιτισμού». Ο δυτικός πολιτισμός γίνεται αντιληπτός ως δημιούργημα του δυτικού χριστιανισμού, ρωμαιοκαθολικού και διαμαρτυρομένου. ενώ θεωρείται ως ο πληρέστερος κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδος και Ρώμης, με τον ορθόδοξο και τον ισλαμικό πολιτισμό να θεωρείται πως έλαβαν δευτερεύουσες μόνον επιρροές από τον κλασσικό κόσμο. Ο Huntington κάνει συχνά λόγο για τα «σύνορα της Ορθοδοξίας» που υπερασπίζεται η Ρωσία, και για την ταύτιση του ΝΑΤΟ με τη δυτική Χριστιανοσύνη. Επισημαίνει δε το διχασμό της Ουκρανίας, της οποίας το ανατολικό μισό έχει ρωσικό-ορθόδοξο χαρακτήρα ενώ το δυτικό έχει μεγάλους καθολικούς πληθυσμούς και πολωνικές, ουγγρικές και αυστριακές επιρροές.
Η επισήμανση των διαφορών μεταξύ των πολιτισμών που διεμόρφωσε ο ανατολικός και ο δυτικός χριστιανισμός είναι δόκιμη και γίνεται πολλάκις στο ανά χείρας κείμενο. Η ιδιαίτερη ιστορική ανάπτυξη της Ελλάδος, της Ρωσίας και άλλων χωρών που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ κόσμων και πολιτισμών μπορεί επιτυχώς να αναζητηθεί στο Βυζάντιο, είτε η κληρονομιά αυτή επαινείται ως πολύτιμη είτε στηλιτεύεται ως βάρος και ιστορική κακοτυχία. Η θεολογική διαπάλη μεταξύ Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης μπορεί σήμερα να φανεί αδιόρατα στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, ηθική, πολιτική θεωρία και τέχνη. Όμως οι ως τώρα προσπάθειες, σε μεγάλο βαθμό λόγω πολιτικής σκοπιμότητος και αγνοίας για το Βυζάντιο, αποτυγχάνουν να δώσουν μία ορθή περιγραφή τόσο της ιστορίας, όσο και της τρεχούσης αποτυπώσεως της. Ο διαχωρισμός του αρχαίου πολιτισμού από το Βυζάντιο και η υπαγωγή του στη Μέση Ανατολή είναι παράλογη, καθώς η «βασιλεία των Ρωμαίων» καθ’ όλην τη διάρκεια της ιστορίας της διετήρησε εντονότατα στοιχεία της αρχαίας ελληνορωμαϊκότητος, από την τέχνη και την πολιτική ορολογία ως τη γλώσσα, τη στρατιωτική οργάνωση και τη θεολογική διατύπωση και μέθοδο. Η Δύση εν πολλοίς ήρθε σε επαφή με την αρχαία γραμματεία μέσω του Βυζαντίου. Προφανώς οι επιρροές των ανατολικών πολιτισμών δίνουν στο Βυζάντιο μία εξωευρωπαϊκή χροιά, επ’ ουδενί όμως αυτό δε γίνεται να σκιάσει το γεγονός πως το Βυζάντιο υπήρξε κιβωτός και προαγωγός όλων των πολιτιστικών στοιχείων της ευρωπαϊκής ιδιοπροσωπίας, όπως το ρωμαϊκό δίκαιο, η ελληνική ποίηση και η χριστιανική πίστη. Για σημαντικό διάστημα υπήρξε δε το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που τα συνέθετε όλα μαζί. Το Βυζάντιο υπήρξε η άμυνα και ο κυματοθραύστης της Ευρώπης απέναντι στις περσικές, αραβικές και τουρκικές επιδρομές, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο οικουμενικής ακτινοβολίας, πηγή και τόπος συντηρήσεως των αρχαίων κειμένων, δημιουργός του ευρωπαϊκού δικαίου (Ιουστινιανός), επί αιώνες μόνιμος Σταυροφόρος και εγγυητής των Αγίων Τόπων, ως και πάτρωνας της Εκκλησίας της Ρώμης κατά των αιρετικών και των βαρβάρων. Δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί η ευρωπαϊκή και η μεσαιωνική ιστορία δίχως την τεράστια συμβολή του Βυζαντίου. Εν ολίγοις, Βυζάντιο και Δύση ήταν (και είναι δια τον διαδόχων τους) διαφορετικοί πολιτισμοί, μετέχουν όμως αμφότεροι της κλασσικής παρακαταθήκης και αποτελούν ισότιμα «μέλη» του ευρωπαϊκού «σώματος».
Η θεωρία του Huntington περί συγκρούσεως των πολιτισμών έχει δεχθεί πολύπλευρη κριτική, από τη μέθοδο ομαδοποιήσεως των πολιτισμών, υπεραπλούστευση και γενικεύσεις μέχρι τις πολιτικές σκοπιμότητες που μπορεί να εξυπηρετεί. Οι Σταυροφορίες της παποσύνης στους Αγίους Τόπους, ένεκα του εντόνου θρησκευτικού υποβάθρου των, μπορούν υπό μίαν έννοια ενταχθούν σε αυτό το πλαίσιο, ως υπαρξιακή διαπάλη μεταξύ της (δυτικής) Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ. Παρ’ ότι αμφότεροι οι «κόσμοι» ήταν πολλαπλώς διασπασμένοι και συνηθέστατα αλληλοσπαρασσόμενοι (με τα συμβατικά γεωπολιτικά συμφέροντα να υποσκάπτουν την ενότητα των πιστών), τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί είδαν τις Σταυροφορίες ως έναν ολοκληρωτικό, ιερό πόλεμο απέναντι σε έναν εχθρικό, άπιστο πολιτισμό. Όμως ο ανταγωνισμός Δύσεως και Βυζαντίου δύσκολα θα μπορούσε την περίοδο εκείνη να χαρακτηριστεί ως σύγκρουση πολιτισμών, ακριβώς λόγω της εξαπολύσεως των Σταυροφοριών. Οι παπικές-αυτοκρατορικές συνομιλίες και η Α’ Σταυροφορία αποδεικνύουν πως παρά το πολιτισμικό και θεολογικό χάσμα ή τις πολιτικές αντιζηλίες οι δύο χριστιανικοί κόσμοι είχαν τη συνείδηση του Ενός. Κατά τραγική ειρωνεία, ήταν οι Σταυροφορίες που μετέτρεψαν την απόσταση σε βαθύ, επώδυνο ρήγμα. Μετά την Γ’ και ιδίως τη Δ’ Σταυροφορία, με τα γεγονότα της σφαγής των Λατίνων και των πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, μιλάμε για σύγκρουση πολιτισμών, με αμοιβαία ανάπτυξη μίσους και περιφρονήσεως. Η τελική σύγκρουση Ευρωπαϊκής Ανατολής και Δύσεως κυοφορείται από το 800, διαφαίνεται το 1054 και εκδηλώνεται πλήρως από το 1182/1204. Οι πρώτες Σταυροφορίες ήταν εν μέρει μία ύστατη προσπάθεια επουλώσεως των πληγών, με τα απολύτως αντίθετα αποτελέσματα.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών. mnovakopoulos.blogspot.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Ευρώπη γεννηθηκε το Μεσαίωνα;, Jacques Le Goff
Γιατί το Βυζάντιο;, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ
Η Παρακμή της Δύσης, Oswald Spengler
Η Σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης, Samuel Huntington