« Ὅταν μοῦ πειράζουν τήν πατρίδα μου καί
θρησκεία μου,
θά μιλήσω, θα ‘νεργήσω κι ὅ,τι θέλουν ἄς μοῦ κάμουν.»
Στρατηγός
Ἰωάννης Μακρυγιάννης
Πρόλογος
Κατά
τό διάστημα ἀπό Ἰούλιο τοῦ ἔτους 2008 μέχρι σήμερα, ἐξ ἀφορμῆς τῶν γνωστῶν
τριῶν ἐγκυκλίων τοῦ ΥΠ.Ε.Π.Θ. περί ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο πρῶτες περιεῖχαν ἀσάφειες, πολλά ἐγράφησαν ἀπό διαφόρους στά ἔντυπα καί στά ἡλεκτρονικά μέσα ἐνημερώσεως περί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά ἑλληνικά κρατικά σχολεῖα. Πολλά ἐγράφησαν ἀπό διαφόρους, εἰδικούς καί μή, ἄλλα εὔστοχα καί ἄλλα ἐκτός τόπου καί χρόνου, ὅπως εἶχαν γραφεῖ ἀρκετά καί πρό τοῦ ὡς ἄνω χρονικοῦ σημείου. Μέ ὅσα ἀκολουθοῦν, ἐπιθυμοῦμε νά ἀναλύσουμε τήν κατάσταση ὅπως εἶναι καί ὄχι ὅπως θέλησαν κάποιοι νά τήν παρουσιάσουν.
Ὅπου διαπιστώνουμε, ὅτι ἡ
ἐφαρμογή κάποιας προτάσεως κάποιου ἀρθρογράφου συνεπάγεται κινδύνους, βεβαίως
καί δέν ὑπονοοῦμε ὅτι ὁ εἰσηγητής διετύπωσε τήν πρόταση αὐτή ἐν γνώσει τῶν
κινδύνων αὐτῶν. Θεωροῦμε ἑπομένως ὅλες τίς προτάσεις ὡς καλόπιστα διατυπωμένες,
μολονότι πολλές ἀπό αὐτές εἶναι μή ἐφαρμόσιμες. Ἐπιθυμοῦμε προκαταβολικά νά
τονίσουμε κάτι τό ὁποῖο θά γίνει ἄμεσα ἀντιληπτό ἀπό τήν μελέτη τοῦ κειμένου
μας: δέν πολεμοῦμε πρόσωπα, ἀνασκευάζουμε ἐσφαλμένες ἰδέες.
Εὐχαριστοῦμε ὅλους ὅσους μᾶς
παρότρυναν καί μᾶς ἐνθάρρυναν νά γράψουμε γιά τό θέμα αὐτό. Εὐχαριστοῦμε καί
ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, μολονότι δέν θέλησαν νά ἀναφερθοῦν τἀ ὀνόματά τους,
συνέβαλαν στή συγγραφή αὐτῆς τῆς μελέτης παραθέτοντάς μας στοιχεῖα καί ἀπόψεις:
συναδέλφους, θεολόγους καί μή, γονεῖς, χριστιανούς καί μή, καί μαθητές, στούς
ὁποίους καί τήν ἀφιερώνουμε μέ ὅλη τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη.
Α΄) Ποῦ ἔγκειται τό ὅλο πρόβλημα
Ἀπό ὅλη αὐτήν τήν ἀρθρογραφία,
εἰδικῶν, «εἰδικῶν» καί μή εἰδικῶν,
συνάγεται τό συμπέρασμα, ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἀπολαμβάνει τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καί ἡ ἐκτίμηση τήν ὁποία χαίρει ὁ θεολόγος
καθηγητής ἐντός τῆς σχολικῆς κοινότητας ἀπό γονεῖς, συναδέλφους, μαθητές,
χριστιανούς καί μή. Τό πόσο ἐκτιμᾶ ἡ σχολική κοινότητα τόσο τήν προσφορά τοῦ
μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὅσο καί τό πρόσωπο τοῦ θεολόγου καθηγητῆ, τό ἔχουμε
βιώσει διδάσκοντες ἐπί εἴκοσι σχολικά ἔτη σέ ἰσάριθμα σχολεῖα δευτεροβάθμιας
ἐκπαιδεύσεως, γυμνάσια καί λύκεια. Κι ὅμως αὐτό δέν ἀρκεῖ, πρέπει νά πεισθοῦν
καί κάποιοι ἐξωσχολικοί, καί ἐννοοῦμε ἐξωσχολικούς ὅσους βρίσκονται ἐκτός
σχολείου ἀνεξαρτήτως τοῦ τίτλου τόν ὁποῖον φέρουν ἤ ἔφεραν στό παρελθόν καί οἱ
ὁποῖοι κατά περιόδους τριῶν – τεσσάρων ἐτῶν ἀντιδροῦν καί ζητοῦν εἴτε τήν
ἀπαγόρευση τοῦ μαθήματός μας<!–[if !supportFootnotes]–>[1]<!–[endif]–>, εἴτε
τήν βαθμιαία συρρίκνωσή του, εἴτε τήν ἐξουδετέρωσή του διά τῆς μετατροπῆς του
σέ κάτι ἄλλο ἀπό ὀρθόδοξο χριστιανικό.
Τό πρόβλημα εἶναι τεχνητό, δέν προέρχεται
μέσα ἀπό τά σχολεῖα, ὅπου ποτέ δέν ὑπῆρξε προβληματισμός γιά τό μάθημα αὐτό.
Προέρχεται ἀπό καθαρά ἐξωσχολικούς παράγοντες. Τό τεχνητό αὐτό πρόβλημα εἶναι
καθαρά ἐνδοελληνικό<!–[if !supportFootnotes]–>[2]<!–[endif]–>.
Κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀρθρογραφήσει περί τό θέμα κατά τούς τελευταίους
μῆνες, προφασίζονται ὅτι οἱ ἀλλοδαποί ἑτερόθρησκοι μαθητές οἱ ὁποῖοι φοιτοῦν
στά ἑλληνικά σχολεῖα ἀποτελοῦν αἰτία γιά τήν κατά τήν κατά ὁποιοδήποτε τρόπο
πλήρη ἀλλαγή τῆς φύσεως τοῦ μαθήματός μας. Ἀτράνταχτη ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἀλλοδαποί
ἑτερόθρησκοι μαθητές ἀποτελοῦν ἁπλῆ πρόφαση γιά ὁρισμένους ἡμεδαπούς πολεμίους
τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, εἶναι τό ὅτι κανένας ἑτερόθρησκος ἀλλοδαπός,
γονέας ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, δέν ἀρθρογράφησε γιά τό θέμα αὐτό.
Ἀκόμη
μία ἀπόδειξη γιά τό ὅτι ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξων καί ἑτεροθρήσκων μαθητῶν εἶναι ἕνα
ἁπλό πρόσχημα τό ὁποῖο προβάλλεται ἀπό ὁρισμένους ὥστε νά ζητήσουν τήν
ἀπαγόρευση τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος θρησκευτικῶν στήν Ἑλλάδα εἶναι
καί τό ἀδιαμφισβήτητο γεγονός τό ὁποῖο ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ: ὅτι καμμία χώρα στόν κόσμο δέν μετέβαλε τό
ἐκπαιδευτικό σύστημα τῶν δικῶν της παιδιῶν ἐπειδή δέχθηκε στά σχολεῖα της
παιδιά Ἑλλήνων ἤ τῶν ὁποιονδήποτε ἄλλων ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἤ ἐν γένει τῶν
ὁποιονδήποτε ἄλλων ἀλλοδαπῶν ἐργαζομένων. Ἀποτελεῖ δέ ὁ σχετικός μέ τό
μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θόρυβος συνέχεια τῶν γνωστῶν ἐπιθέσεων τίς ὁποῖες κατά
καιρούς ὑφίσταται τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στήν Ἑλλάδα,
ἰδιαίτερα δέ ἀπό τό 1962 μέχρι σήμερα.
Τό 1962 ἐπιχειρήθηκε<!–[if !supportFootnotes]–>[3]<!–[endif]–> ὁλική
ἀπαγόρευση ἤ σημαντική μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν, διότι κατά
τήν ἄποψη τοῦ τότε ὑπουργοῦ παιδείας, «ἡ θρησκεία
πιά σοκάρει τό λαό». Ὁ τότε ὑπουργός εἶχε ὁ ἴδιος ἀποφασίσει γιά λογαριασμό
τοῦ λαοῦ τί «σόκαρε» τόν λαό καί τί
ὄχι. Οἱ τότε φοιτητές θεολογίας μέ
μαχητική διαδήλωση, ὅπου ὑπῆρξαν καί ἀρκετοί τραυματίες, καί μέ πολλές ἄλλες
ὁμοίως ἡρωικές ἐκδηλώσεις διαμαρτυρίας διεκδίκησαν καί ἐπέτυχαν τή ματαίωση ἐκείνων
τῶν ὀλεθρίων σχεδίων<!–[if !supportFootnotes]–>[4]<!–[endif]–>.
Οἱ λοιπές ἐπιθέσεις εἰς βάρος
τοῦ μαθήματος ἐπιχειρήθηκαν ὑπό διάφορες προφάσεις, συνήθως ἐπειδή ἦταν ὑπό
ἐξέλιξη κάποια ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ἐξαίρεση
ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τῆς δικτατορίας τῶν συνταγματαρχῶν (1967-1974). Τό καθεστώς τῆς δικτατορίας τῶν
συνταγματαρχῶν, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν παράνομο καί βίαιο, δέν χρειαζόταν
καμμία πρόφαση ὥστε νά αὐθαιρετήσει εἰς βάρος τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς
παιδείας. Ἁπλῶς, καί χωρίς δικαιολογίες, δέν
διόρισε κανέναν, ἀπολύτως κανέναν,
θεολόγο καθηγητή γιά ὅσο χρονικό διάστημα παρέμεινε στήν ἐξουσία, παρ΄ ὅλες τίς
κενές θέσεις οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν τότε στά σχολεῖα<!–[if !supportFootnotes]–>[5]<!–[endif]–>. Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ δικτατορία ἐκείνη ἐπεδίωκε τήν πλήρη ἐξάλειψη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παιδείας ἀπό τά
σχολεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί αὐτό τό σχέδιο θά συνέχιζε, ἐάν παρέμενε
στήν ἐξουσία.
Ἡ
δυνατότητα ἀπαλλαγῆς τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν καί τῶν ἑτεροθρήσκων ἰσχύει στήν Ἑλλάδα ἀπό τό 1930,
δυνατότητα τήν ὁποία δέν ἐκμεταλλεύονται ὅλοι, διότι ὁρισμένοι ἀπό τούς
ἑτεροδόξους χριστιανούς γονεῖς καί μαθητές θεωροῦν ὅτι οἱ βασικές ἀλήθειες
πίστεως εἶναι κοινές μεταξύ τους καί μεταξύ μας, ὁρισμένοι δέ ἑτερόθρησκοι
γονεῖς καί μαθητές θέλουν νά ἐνημερώνονται γιά τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς
χώρας ὅπου ζοῦν καί ἐργάζονται. Παραμένουν ὅμως πιστοί στό δικό τους θρήσκευμα,
διότι κανένας δέν ἐπιχειρεῖ, δέν θέλει καί δέν μπορεῖ μέσῳ τοῦ ὀρθοδόξου
χριστιανικοῦ μαθήματος θρησκευτικῶν νά τούς προσηλυτίσει στήν ὀρθοδοξία, ἀφοῦ
οὔτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὔτε τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα
θρησκευτικῶν χρησιμοποιοῦν ὁποιοδήποτε μέσο ἐξαπατήσεως, δωροδοκίας ἤ βίας, τά
ὁποῖα θά ἦταν δυνατόν νά κάμψουν τή βούληση τοῦ ὁποιουδήποτε ἀλλοθρήσκου, διότι
οἱ μέθοδοι αὐτές εἶναι παντελῶς ξένες πρός τήν φύση τόσο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί
τοῦ μαθήματος.
Λειτουργεῖ ἑπομένως τό μάθημα ὡς μέσο τό ὁποῖο
ἀναπτύσσει τήν πίστη τῶν βεβαπτισμένων χριστιανῶν ἤ τῶν προτιθεμένων νά
βαπτισθοῦν, ἐνημερώνει δέ καί ὅσους μή χριστιανούς ἐπιθυμοῦν νά πληροφορηθοῦν
τί εἶναι ἡ χριστιανική πίστη.
Β΄) Ἡ
θρησκεία ὡς «προσωπικό δεδομένο»
Ὅσον
ἀφορᾶ στό πολυθρύλητο ζήτημα τοῦ ἐάν καί κατά ποῖο τρόπο εἶναι ἡ συμμετοχή σέ
θρησκεία «προσωπικό δεδομένο» καί
κατά πόσον πρέπει ἤ δέν πρέπει νά παραμείνει αὐτό αὐστηρῶς καί ἀπολύτως
ἀπόρρητο στοιχεῖο ἀπό ὅλους, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ κράτους, παρατηροῦμε
τά ἑξῆς:
α)
Χρησιμοποιεῖται πάντοτε στίς γνωμοδοτήσεις τῶν ἀνεξαρτήτων ἀρχῶν ὁ ὅρος «θρησκευτικές πεποιθήσεις».
β)
Ἡ ὁποιαδήποτε «πεποίθηση», εἴτε εἶναι αὐτή γνώμη γενικῶς περί ὁποιουδήποτε
ζητήματος, εἴτε εἶναι ὁ βαθμός καί ἡ ποιότητα τῆς θρησκευτικῆς πίστεως<!–[if !supportFootnotes]–>[6]<!–[endif]–>, εἴτε
εἶναι γνῶμες τοῦ ὁποιουδήποτε προσώπου περί θρησκείας, ἐπειδή ἀποτελοῦν μέρος
τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, γιά τόν ὁποῖο μερικές φορές ἀκόμη καί τό ἴδιο τό
πρόσωπο δέν εἶναι βέβαιο, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐλέγχονται καί νά ζητεῖται
μάλιστα νά ἀναγράφονται καί σέ ὑπεύθυνες δηλώσεις<!–[if !supportFootnotes]–>[7]<!–[endif]–>.
γ)
Ἡ συμμετοχή σέ θρησκεία δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ αὐστηρῶς προσωπική «πεποίθηση» τοῦ καθενός ἀνθρώπου, διότι
παγκοσμίως ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ θρησκεῖες ἔχουν τό κοινό γνώρισμα τῆς δημόσιας
λατρείας. Κανένας πιστός καμμίας θρησκείας δέν προσέρχεται στούς τόπους
λατρείας μέ καλυμμένα τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του. Οἱ λατρευτικές
πράξεις διά τῶν ὁποίων γίνεται δεκτό κάποιο παιδί σέ μία θρησκεία καταγράφονται
στά ἀρχεῖα τῶν ναῶν. Τό βάπτισμα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν μας ἔχει
γίνει δημόσια καί ἔχει καταγραφεῖ στά ἀρχεῖα τῆς Ἐκκλησίας, πῶς εἶναι λοιπόν
δυνατόν νά ἀποτελέσει αὐστηρῶς ἀπόρρητο «προσωπικό
δεδομένο»;
δ)
Ὁ δημόσιος χαρακτήρας τῆς λατρείας τῶν θρησκειῶν δέν ἀποτελεῖ ἐπιλογή ἑνός
ἑκάστου προσώπου. Οἱ θρησκεῖες εἶναι διαμορφωμένες ἐδῶ καί αἰῶνες καί ὁ δημόσιος
χαρακτήρας τῆς λατρείας τους ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
ὁ ὁποῖος μετέχει σέ αὐτές. Δέν εἶναι ἑπομένως δυνατόν νά λέγει κάποιος ὅτι
εἶναι χριστιανός καί νά μή θέλει νά μεταβεῖ ποτέ στόν ἱερό ναό ὥστε νά μετάσχει
στήν λειτουργική προσευχή, στήν θεία εὐχαριστία καί στά λοιπά μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας<!–[if !supportFootnotes]–>[8]<!–[endif]–>.
ε)
Ἡ ἀθρησκεία καί ἡ ἀθεΐα γίνονται ἀντιληπτές ἀπό τόν κοινωνικό περίγυρο,
δεδομένου ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν τίς συνήθειες αὐτές δέν μετέχουν σέ
καμμία ἀπό τίς δημόσιες ἐκδηλώσεις λατρείας καμμίας θρησκείας. Ἄρα καί αὐτοῦ
τοῦ εἴδους οἱ ἰδέες δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτελέσουν ἀπόρρητο «προσωπικό δεδομένο».
στ)
Πολλά καί διάφορα στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν «εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα», δέν εἶναι
ὅμως ἀπόρρητα γιά τό κράτος, ἀλλά εἶναι γνωστά στίς ἁρμόδιες κρατικές
ὑπηρεσίες, οἱ ὁποῖες τά κρατοῦν ἀπόρρητα ἀπό τρίτους, ἀκόμη καί ἀπό ἄλλες
κρατικές ὑπηρεσίες. Τέτοια δεδομένα εἶναι τό εἰσόδημα φυσικῶν καί νομικῶν
προσώπων καθώς καί τό ποινικό μητρῶο. Ἐάν τό πρῶτο ἀπό τά δύο αὐτά στοιχεῖα
ἀποτελέσει ἀπόρρητο προσωπικό δεδομένο ἀκόμη καί γιά τίς Δημόσιες Οἰκονομικές
Ὑπηρεσίες, τό δέ δεύτερο ἀποτελέσει ἀπόρρητο προσωπικό δεδομένο ἀκόμη καί γιά
τό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης, τότε καταλύεται τό κράτος καί παύει νά ὑπάρχει λόγῳ «εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων».
ζ)
Αὐστηρῶς προσωπικό καί ἀπόρρητο δεδομένο εἶναι π.χ. ἡ ψῆφος ἑνός ἑκάστου
ἀνθρώπου κατά τίς ἐκλογές. Οἱ ἐκλογές ὅμως διεξάγονται μέ ἀπόλυτα μυστική
ψηφοφορία καί ὁ κάθε ψηφοφόρος εἰσέρχεται σέ παραπέτασμα (κοινῶς παραβάν), ὥστε
νά ἐπιλέξει τό ψηφοδέλτιο τό ὁποῖο προτιμᾶ. Εἶναι ἑπομένως τελείως ἄτοπη ἡ
σύγκριση τῆς συμμετοχῆς σέ θρησκεία μέ τήν διαδικασία τῶν ἐκλογῶν.
η)
Ἡ συμμετοχή ἑνός ἑκάστου προσώπου σέ ὁποιαδήποτε θρησκεία ἤ ἡ μή συμμετοχή του
σέ θρησκεία, ἐπειδή, ὅπως ἀποδείξαμε, δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ αὐστηρῶς
προσωπικό καί ἀπόρρητο δεδομένο, εἶναι δυνατόν νά δηλωθεῖ στά σχολεῖα ὅπου
φοιτοῦν οἱ μαθητές. Παρ΄ ὅλα αὐτά, καί μολονότι δέν ἀποτελεῖ αὐστηρῶς προσωπικό
καί ἀπόρρητο δεδομένο, εἶναι δυνατό καί νά κρατηθεῖ ἀπόρρητη στά ἀρχεῖα τῶν
σχολείων, ὅπως κρατεῖται ἀπόρρητο ἀπό τρίτους τό εἰσόδημα ἤ τό ποινικό μητρῶο
τά ὁποῖα ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω, εἶναι ἀπό τή φύση τους «προσωπικά»
καί ἀπόρρητα ἐνῷ ἡ συμμετοχή σέ θρησκεία ἀπό τή φύση της δέν εἶναι.
θ)
Ἄδικο θά σήμαιναν τυχόν διακρίσεις εἰς βάρος προσώπου λόγῳ τῆς θρησκείας στήν
ὁποία αὐτό μετέχει. Τέτοιου εἴδους διακρίσεις δέν συμβαίνουν στό ἑλληνικό
σχολεῖο καί στό ἑλληνικό κράτος, μολονότι τό θρήσκευμα διαφαίνεται ἀπό πλεῖστα
ὅσα ἄλλα χαρακτηριστικά, ὅπως ἡ καταγωγή, τό ὄνομα, ἡ ἔνδυση, ἡ διατροφή τοῦ
ἀνθρώπου. Τυχόν ἐμμονή ἀπό μέρους τοῦ κράτους στό ζήτημα τῆς μή δηλώσεως τοῦ
θρησκεύματος εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνευθεῖ ὡς ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης τοῦ κράτους
πρός ἑαυτό. Πῶς ὅμως θά ἦταν δυνατόν νά συμβοῦν θρησκευτικές διακρίσεις σέ
κράτος δημοκρατικό ὅπου δέν συμβαίνουν π.χ. διακρίσεις γιά οἰκονομικούς λόγους,
φυλετικούς λόγους, ἤ λόγους κοινωνικῆς θέσεως;
ι)
Τυχόν ἐμμονή τοῦ ὁποιουδήποτε κράτους στόν δῆθεν ἀπόρρητο χαρακτήρα τῆς
θρησκείας, μολονότι ἡ φύση τοῦ παγκοσμίου φαινομένου τῆς θρησκείας δέν
δικαιώνει τέτοια ἰδέα, θά θεωρηθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ παρέμβαση στόν ἤδη διαμορφωμένο
τρόπο λειτουργίας ὅλων τῶν θρησκειῶν. Εἶναι δηλαδή δυνατόν νά θεωρηθεῖ κρατική
αὐθαιρεσία εἰς βάρος τῶν θρησκειῶν καί ἐπανεισαγωγή τῆς περιβόητης ἀρχῆς cujusregioejusreligio<!–[if !supportFootnotes]–>[9]<!–[endif]–>. Θά εἶναι ἑπομένως σάν νά λέγει τό ὁποιοδήποτε κράτος τό ὁποῖο ἐμμένει
στήν ἄσχετη πρός τή φύση τῶν θρησκειῶν αὐτή θεωρία: «ἀνεξάρτητα ἀπό τό πῶς οἱ θρησκεῖες ἀπό τή φύση τους λειτουργοῦν, ἐγώ
θέλω καί ἐπιβάλλω νά λειτουργοῦν στήν ἐπικράτειά μου ἔχοντας αὐτόν καί μόνο τόν
ἀπόρρητο προσωπικό χαρακτήρα τόν ὁποῖο ἔχω ἐγώ ἀποφασίσει.»
Γ΄) Τό σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας καί ἡ
θρησκευτική παιδεία στά κρατικά σχολεῖα
Διατυπώθηκε ἀπό συνδικαλιστές τῆς
δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως ὁ ἑξῆς ἀβάσιμος ἰσχυρισμός: «ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος πού ἀναφέρεται στήν καλλιέργεια
καί τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης δέν ὁδηγεῖ σέ ὑποχρέωση παροχῆς ἀπό τά σχολεῖα
θρησκευτικῆς ἀγωγῆς προσανατολισμένης σέ συγκεκριμένο δόγμα ἤ θρήσκευμα. Κάτι
τέτοιο εἶναι ἔργο καί εὐθύνη τῆς οἰκογένειας καί τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι τῆς
Πολιτείας.<!–[if !supportFootnotes]–>[10]<!–[endif]–>»
Εἴδαμε τόν ἰσχυρισμό τῶν κυρίων
συναδέλφων συνδικαλιστῶν γιά τό τί λέγει τό ἄρθρο 16 τοῦ συντάγματος τῆς
Ἑλλάδος. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τί ἀκριβῶς λέγει τό ἴδιο τό σύνταγμα, ἄρθρο 16,
παράγραφος 2: «Η παιδεία αποτελεί βασική
αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και
φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης
και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.»
Τό σύνταγμα εἶναι σαφέστατο,
παρ΄ ὅλο ὅτι οἱ κοι συνάδελφοι δέν τό πρόσεξαν. Ἀναφέρει «ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», δέν ἀναφέρει «δημιουργία», πολύ δέ περισσότερο δέν
ἀναφέρει καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφέρει «παραποίηση»,
«διαστρέβλωση» ἤ «βιασμό» τῆς συνειδήσεως. Τόσο ἡ ἐθνική,
ὅσο καί ἡ θρησκευτική συνείδηση ὑπάρχουν ἤδη, τό παιδί εἶναι ἤδη Ἕλληνας καί τό
γνωρίζει, εἶναι ἤδη χριστιανός ὀρθόδοξος καί τό γνωρίζει καί ἡ βάσει τοῦ
συντάγματος κρατική παιδεία, ἀποσκοπεῖ νά ἀναπτύξει τήν συνείδησή του αὐτή, δέν
τήν δημιουργεῖ.
Ἑπομένως, δέν εἶναι δυνατόν ὁ
Ἕλληνας νά διαπαιδαγωγεῖται ἀπό τό κράτος ὥστε νά ἀναπτύξει π.χ. βραζιλιανή ἤ
ἰαπωνική ἐθνική συνείδηση, τήν ὁποία δέν ἔχει. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ χριστιανός ὀρθόδοξος νά διαπαιδαγωγεῖται ἔτσι ὥστε
νά ἀναπτύξει βουδδιστική ἤ ἰνδουιστική θρησκευτική συνείδηση, τήν ὁποίαν ἐπίσης
δέν ἔχει, οὔτε νά ἐπιχειρεῖται νάρκωση τῆς θρησκευτικῆς του συνειδήσεως μέσῳ
ἀπαγορεύσεως τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος καί ἀντικαταστάσεώς του ἀπό
θρησκειολογικό ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἄσχετο μέ τήν θρησκευτική του συνείδηση.Ὁ βαπτισμένος ἤ ὁ ἐπιθυμῶν νά βαπτισθεῖ
χριστιανός ὀρθόδοξος ἔχει ἤδη τήν ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκευτική συνείδηση,
ὅπως καί ὁ ἔχων ἑλληνική ἰθαγένεια καί ἐθνικότητα ἔχει ἤδη τήν ἑλληνική ἐθνική
συνείδηση καί αὐτές καλλιεργεῖ ἡ βάσει τοῦ συντάγματος ἑλληνική παιδεία.
Ἀφοῦ οἱ κοι συντάκτες τοῦ
ἐγγράφου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι τό ἄρθρο τοῦ συντάγματος «δέν ὁδηγεῖ σέ ὑποχρέωση παροχῆς ἀπό τά σχολεῖα θρησκευτικῆς ἀγωγῆς
προσανατολισμένης σέ συγκεκριμένο δόγμα ἤ θρήσκευμα», εἶναι ἀπορίας ἄξιο
πῶς δέν ἰσχυρίσθηκαν καί ὅτι τό σύνταγμα ὁμοίως δέν ὁδηγεῖ σέ ὑποχρέωση παροχῆς
ἀγωγῆς προσανατολισμένης σέ συγκεκριμένη ἐθνικότητα, ἀφοῦ δέν ἀναφέρει τήν
ἑλληνική ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη! Ἔτσι θά μποροῦσαν καί νά ἰσχυρισθοῦν, ὅτι ἡ
παιδεία θά πρέπει καί νά εἶναι ἐθνικά ἀποχρωματισμένη, σάν νά μήν ἀπευθύνεται
σέ παιδιά τά ὁποῖα εἶναι ἤδη Ἕλληνες.
Ἐάν τό ἑλληνικό κράτος παραβεῖ
τήν διάταξη αὐτή τοῦ Συντάγματος, τότε ἔχουμε σαφῶς παράνομη ἐνέργεια ἡ ὁποία
προσβάλλεται στά δικαστήρια. Ἀκόμη δέ καί ἄν, ἀπαλειφθεῖ ἡ ἐν λόγῳ παράγραφος
ἀπό τό Σύνταγμα, τό δίκαιο τοῦ γονέως δέν καταργεῖται, καί πάλι ἔχει ὁ γονέας
τή δυνατότητα, προσφεύγοντας στά ἑλληνικά ἤ στά διεθνῆ δικαστήρια, νά ἀπαιτήσει
ἀπό τό κράτος γιά τό παιδί του παιδεία σύμφωνη μέ τήν ἀπό αὐτόν ἐπιλεγμένη
θρησκεία ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὁδό διαμορφώσεως τῆς προσωπικότητας τοῦ παιδιοῦ του.
Ἡ συνταγματικότητα τοῦ
ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἔχει κατοχυρωθεῖ καί ἀπό τίς
ἀποφάσεις 3356/1995 καί 2176/1998 τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας. Σύμφωνα μέ τήν
πρώτη ἀπό αὐτές τίς ἀποφάσεις, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικό γιά
τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές καί δέν παραβιάζεται ἡ θρησκευτική τους
ἐλευθερία, διότι δέν τούς μεταβάλλει κατά τίποτε τό θρησκευτικό τους πιστεύω<!–[if !supportFootnotes]–>[11]<!–[endif]–>. Ἡ
δεύτερη ἀπό τίς ἀποφάσεις αὐτές ἀκυρώνει πράξη τοῦ ὑπουργοῦ παιδείας ἡ ὁποία
μείωνε τίς ὧρες διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ὁρίζει ὅτι τό
μάθημα αὐτό πρέπει νά διδάσκεται σέ ἰκανό ἀριθμό ὡρῶν ἑβδομαδιαίως.
Αὐτή εἶναι ἡ νομιμοποιητική
βάση τοῦ ζητήματος. Ἀναζήτηση «νέας
νομιμοποιητικῆς βάσεως» θά σημαίνει ἁπλῶς παράνομη καί ἄδικη ἐνέργεια, ἡ
ὁποία θά ἔχει ὡς ἐπακόλουθο σειρά δικαστικῶν προσφυγῶν.
Δ΄.
Ἡ διεθνής σύμβαση γιά τά δικαιώματα τοῦ παιδιοῦ ἀπαλλαγμένη ἀπό ἐσφαλμένες
ἑρμηνεῖες
Οἱ ἴδιοι κοι συνάδελφοι
συνδικαλιστές ἰσχυρίσθηκαν ὅτι «σύμφωνα
μέ τή Διεθνῆ Σύμβαση γιά τά δικαιώματα τοῦ παιδιοῦ (ἄρθρο 14), τά κράτη –
μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἑλλάδα – πού ἔχουν ἀποδεχτεῖ καί συνυπογράψει τή Διεθνῆ
Σύμβαση «…σέβονται τό δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ γιά ἐλευθερία σκέψης, συνείδησης καί
θρησκείας», καί μάλιστα «…κατά τρόπο πού νά ἀνταποκρίνεται στήν ἀνάπτυξη τῶν
ἰκανοτήτων του.» Ὅπως προσθέτουν ἔγκριτοι νομικοί κύκλοι, ὁ ἀμυντικός
χαρακτήρας τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ δέν ὑποχρεώνει τό κράτος μόνο σέ ἀποχή ἀπό
κατηχητικούς ἐπηρεασμούς, ἀλλά ἐπιτρέπει καί μάλιστα ἐπιτάσσει τή δημιουργία
νομικοῦ πλαισίου καί τή διαμόρφωση τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας πού καθιστοῦν
δυνατή τήν ἄσκηση τῶν παραπάνω ἐλευθεριῶν. Ἐπιβάλλει, δηλαδή, τή λήψη θετικῶν
μέτρων ἐκ μέρους τοῦ Κράτους ὄχι γιά τό σχηματισμό μιᾶς συγκεκριμένης
συνείδησης ἀλλά ἀκριβῶς γιά τόν ἐλεύθερο σχηματισμό ὁποιασδήποτε συνείδησης.
Συνάγεται, ἐπίσης, ἡ ὑποχρέωση τοῦ κράτους νά παρέχει τή δυνατότητα ἀπαλλαγῆς
τοῦ παιδιοῦ ἀπό τή θρησκευτική ἐκπαίδευση, ὅταν αὐτή ἔχει κατηχητικό καί ὄχι
θρησκειολογικό χαρακτήρα καί περιεχόμενο.»<!–[if !supportFootnotes]–>[12]<!–[endif]–>
Εἴδαμε τί πιστεύουν οἱ κύριοι
πρώην πρόεδρος καί πρώην γενικός γραμματέας τῆς Ο.Λ.Μ.Ε., ὅτι λέγει ἡ σύμβαση
γιά τά δικαιώματα τοῦ παιδιοῦ. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τί λέγει ἡ ἴδια ἡ σύμβαση,
ἄρθρο 14:
«1. Τά Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται τό δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ γιά ἐλευθερία
σκέψης, συνείδησης καί θρησκείας.
2. Τά Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται τό δικαίωμα καί τό καθῆκον τῶν γονέων ἤ,
κατά περίπτωση, τῶν νομίμων ἐκπροσώπων τοῦ παιδιοῦ, νά τό καθοδηγήσουν στήν
ἄσκηση τοῦ παραπάνω δικαιώματος κατά τρόπο πού νά ἀνταποκρίνεται στήν ἀνάπτυξη
τῶν ἰκανοτήτων του.
3. Ἡ ἐλευθερία τῆς δήλωσης τῆς θρησκείας του ἤ τῶν πεποιθήσεών του μπορεῖ
νά ὑπόκειται μόνο στούς περιορισμούς πού ὁρίζονται ἀπό τό νόμο καί πού εἶναι
ἀναγκαῖοι γιά τή διαφύλαξη τῆς δημόσιας ἀσφάλειας, τῆς δημόσιας τάξης, τῆς
δημόσιας ὑγείας καί τῶν δημοσίων ἠθῶν, ἤ τῶν ἐλευθεριῶν τῶν θεμελιωδῶν
δικαιωμάτων τῶν ἄλλων.»
Τό «δικαίωμα καί τό καθῆκον τῶν γονέων ἤ, κατά περίπτωση, τῶν νομίμων
ἐκπροσώπων τοῦ παιδιοῦ, νά τό καθοδηγήσουν στήν ἄσκηση τοῦ παραπάνω δικαιώματος
(ἐλευθερίας σκέψης, συνείδησης καί θρησκείας)» δέν ἀναφέρθηκε ἀπό τούς κους
συναδέλφους συνδικαλιστές. Ἐάν ἀναφερόταν τό δικαίωμα αὐτό, θά ἔπρεπε νά
ἀναφερθεῖ καί τό δικαίωμα τῶν γονέων νά ἀπαιτήσουν ἀπό τό κράτος ὡς
φορολογούμενοι πολίτες νά παράσχει στά παιδιά τους παιδεία σύμφωνη μέ τήν
καθοδήγηση τήν ὁποία οἱ ἴδιοι δίνουν στά παιδιά τους καί ὄχι κάτι ἀντίθετο ἤ
κάτι ἄσχετο δυνάμενο ὅμως νά τά παραπλανήσει.
Στήν περίπτωση τοῦ ἑλληνικοῦ
ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν δέν ἁρμόζει ὁ χαρακτηρισμός «ἐπηρεασμός» ἔτσι ὅπως τόν ἀναφέρουν οἱ
συντάκτες τοῦ ἐπίμαχου κειμένου, χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως καί τόν
χριστιανικό ὅρο «κατήχηση» μέ
παντελῶς ἄσχετο πρός τό περιεχόμενό του τρόπο.
Ἡ χριστιανική κατήχηση εἶναι
παιδαγωγία, ὄχι ὅμως ἐπηρεασμός ἀλλότριος πρός τήν ἤδη διαμορφωμένη πίστη τῆς
οἰκογενείας στήν ὁποίαν ἀνήκει τό κάθε παιδί τό ὁποῖο ἔχει βαπτισθεῖ χριστιανός
ὀρθόδοξος. Διά τοῦ χαρακτηρισμοῦ «ἐπηρεασμός»
ἡ κατήχηση παρουσιάζεται στό ἐν λόγῳ κείμενο παραπλήσια, ἄν ὄχι καί ταυτόσημη,
μέ τόν προσηλυτισμό σέ θρήσκευμα ἀλλότριο ἀπό αὐτό στό ὁποῖο τό παιδί ἀνήκει,
πράγμα ἀπαράδεκτο.
Στή συγκεκριμένη περίπτωση, τῶν
χριστιανῶν ὀρθοδόξων γονέων οἱ ὁποῖοι ἔχουν βαπτίσει τά παιδιά τους χριστιανούς
ὀρθοδόξους, εἶναι ἀδύνατον νά ἐπέλθει ὁ ὁποιοσδήποτε «κατηχητικός ἐπηρεασμός» ἔτσι ὅπως τόν ἀναφέρουν οἱ κοι συνάδελφοι
συνδικαλιστές. Διότι μάθημα καί πίστη γονέων καί παιδιῶν ταυτίζονται. Τό μάθημά
μας ἀπευθύνεται ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς σέ ὀρθοδόξους χριστιανούς καί
καλλιεργεῖ τήν ἤδη ὑπάρχουσα ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση καί προσωπικότητα
τῶν μαθητῶν. Διεξάγεται μέ τό
περιεχόμενο καί μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔχουν ἐπιλέξει οἱ γονεῖς νά
καθοδηγοῦν τά παιδιά τους στήν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας σκέψης,
συνείδησης, θρησκείας.
Ὅσο γιά τόν «θρησκειολογικό χαρακτήρα καί περιεχόμενο»
τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ σύμβαση, (ὅπως γίνεται ἀντιληπτό ἀπό τό
αὐθεντικό καί ἀναλλοίωτο κείμενό της), δέν ἀπαιτεῖ κάτι τέτοιο, τέτοια ἀπαίτηση
εἶναι παντελῶς ἄσχετη, ἀλλά, καί ἀντίθετη μέ τό περιεχόμενό της. Καί τοῦτο
διότι ἡ ἐλευθερία δηλώσεως τῆς θρησκείας τοῦ παιδιοῦ περιορίζεται μόνον ἀπό τίς
διατάξεις τοῦ νόμου οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦν στήν «διαφύλαξη τῆς δημόσιας ἀσφάλειας, τῆς δημόσιας τάξης, τῆς δημόσιας
ὑγείας καί τῶν δημοσίων ἠθῶν, ἤ τῶν ἐλευθεριῶν τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῶν
ἄλλων». Δέν εἶναι δηλαδή δυνατόν νά διαπράττει ἕνα παιδί ἤ ὁ ὁποιοσδήποτε
κάποιο ποινικό ἀδίκημα, π.χ. ἀνθρωποθυσίες, βιασμούς ἤ ληστεῖες, καί
ταυτοχρόνως νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι πιστός τῆς Α ἤ τῆς Β θρησκείας ἡ ὁποία
τάχα τοῦ ἐπιβάλλει τήν διάπραξη τοῦ ἀδικήματος αὐτοῦ καί ἄρα πρέπει ὡς
διαπράττων νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε εὐθύνη.
Tό
ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶνδέν ἐμπίπτει
σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἀπαγορεύσεις. Διά τοῦ ὀρθοδόξου μαθήματος θρησκευτικῶν,
τό ὁποῖο προϋποθέτει καί ἐν τέλει δηλώνει ὕπαρξη, ἤ πρόθεση, ὀρθοδόξου
χριστιανικοῦ βαπτίσματος τῶν μαθητῶν, ἀλλά καί τοῦ καθηγητῆ<!–[if !supportFootnotes]–>[13]<!–[endif]–>, κανένας
δέν παραβιάζει τόν ὁποιοδήποτε νόμο ὁ ὁποῖος προστατεύει τή δημόσια ἀσφάλεια,
τή δημόσια τάξη, τή δημόσια ὑγεία τά δημόσια ἤθη, τίς ἐλευθερίες τῶν θεμελιωδῶν
δικαιωμάτων τῶν ἄλλων<!–[if !supportFootnotes]–>[14]<!–[endif]–>. Τό
θρησκειολογικό μάθημα θά προϋποθέτει ἀπαγόρευση ἐλεύθερης δηλώσεως τῆς
θρησκείας, ἐφ΄ ὅσον θά ἔχει ἤδη ἀπαγορευθεῖ τό ὀρθόδοξο χριστιανικό τό ὁποῖο
τήν προϋποθέτει. Ἄρα ἐάν τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα ἀπαγορευθεῖ στήν Ἑλλάδα, καί θεσμοθετηθεῖ τό θρησκειολογικό,
τότε θά ἔχουμε σαφέστατη καί ἀμεσότατη παραβίαση τῆς ἐν λόγῳ συνθήκης. Τήν
ἀλήθεια αὐτή πρέπει νά λάβουν ὑπ΄ ὄψη ὅλοι ὅσοι μάχονται τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν.
Ε΄. Γιατί δέν πρέπει νά μετατραπεῖ τό
ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογία
Ἀπό τούς ἰδίους συντάκτες τοῦ
ὡς ἄνω παράτυπου<!–[if !supportFootnotes]–>[15]<!–[endif]–>
κειμένου, τό ὁποῖο κακῶς φέρει τόν λογότυπο τῆς Ο.Λ.Μ.Ε., διατυπώθηκε ἀπαίτηση
νά ἔχει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν «χαρακτήρα
θρησκειολογικό».
Ἐπί τῆς ἀπαιτήσεως αὐτῆς ἔχουμε
νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς:
α) Τέτοιου εἴδους μάθημα εἶναι
σαφῶς ἀντισυνταγματικό, διότι σύμφωνα μέ τό ἰσχύον σύνταγμα ἡ παιδεία ἔχει ὡς
σκοπό «την ανάπτυξη της εθνικής και
θρησκευτικής συνείδησης». Ὅπως ἐπισημάναμε ἤδη, ἡ θρησκευτική συνείδηση τοῦ
μαθητῆ ὑπάρχει ἤδη, ὅπως καί ἡ ἐθνική, καί τό μάθημά μας τήν ἀναπτύσσει. Τό
θρησκειολογικό μάθημα δέν ἀποσκοπεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἀπό τήν
οἰκογένεια τοῦ μαθητῆ συνειδήσεως, ἀλλά παραθέτει μέ οὐδέτερο τρόπο
πληροφοριακά στοιχεῖα περί ὅλων τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου. Τό περιεχόμενο καί ὁ τρόπος διδασκαλίας τοῦ θρησκειολογικοῦ μαθήματος
ἐνέχουν τόν κίνδυνο διασαλεύσεως τῆς ἤδη διαμορφωμένης θρησκευτικῆς συνειδήσεως
τοῦ παιδιοῦ, διότι παρουσιάζουν τήν δική του θρησκεία ὡς κάτι τό οὐδέτερο καί
ὄχι ὡς κάτι στό ὁποῖο τό παιδί καί ἡ οἰκογένειά του ἤδη μετέχουν καί ἀπό τό
ὁποῖο προσδοκοῦν παιδεία ἡ ὁποία θά ἀναπτύξει τόν χαρακτήρα καί θά βελτιώσει
τήν ζωή τους.
β) Ἐπί δεκατρία ἔτη διδάξαμε σέ
ἑννέα λύκεια διαφόρων περιοχῶν τά θρησκειολογικά μαθήματα, τά ὁποῖα
περιλαμβάνονται στήν διδακτέα ὕλη τῆς δευτέρας λυκείου. Τά συμπεράσματά μας ἀπό
τήν διδασκαλία αὐτή ἐκθέσαμε δημόσια καί συζητήσαμε μέ πολυάριθμους συναδέλφους
θεολόγους καθηγητές οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀκριβῶς ὅμοιες ἐμπειρίες ἀπό τήν διδασκαλία
τῶν μαθημάτων αὐτῶν.
Ἀπό τήν ἔμπρακτη λοιπόν
διδασκαλία τῶν θρησκειολογικῶν μαθημάτων συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι
χριστιανοί μαθητές, Ἕλληνες καί μή, δέν ἐνδιαφέρονται γιά τά θρησκειολογικά
μαθήματα παρά ἐλάχιστα. Ἡ πρώτη τους ἀντίδραση εἶναι ἕνας πρόσκαιρος
ἐνθουσιασμός, ἐπειδή θά ἀκούσουν πράγματα τά ὁποῖα δέν ἔχουν ξανακούσει. Ὁ
ἐνθουσιασμός ὅμως αὐτός παύει γρήγορα, διότι ὅσα διδάσκονται δέν μιλοῦν μέσα
τους, δέν τούς κινοῦν τό ἐνδιαφέρον, δέν τά ἔχουν ζήσει. Ζητοῦν ἐν τέλει,
ἀρκετά φορτικά, νά «γυρίσουμε στά δικά μας».
Τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή στό
θρησκειολογικό μάθημα ὁ μαθητής ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ἔννοιες ὅπως τό μπράχμαν,
ἡ μόξα, ἡ σαμσάρα, τό κάρμα, τό τριμούρτι, οἱ ντάρσανας, τό ταό, τό γίν-γιάγκ,
τό βουβάϊ, ἡ νιρβάνα, οἱ ἀρχάτ, οἱ μποντισάτβα, ὁ κανόνας πάλι, τό μαχαγιάνα,
τό χιναγιάνα, τό τεραβάντα, τό ντάρμα, ἡ σάνγκα, ἡ κινεζική τριπίτακα, τό σίντο,
οἱ κάμι, τά νιχόγκι, τά κοτζίκι, τά νόριτο, ἡ σουκκόθ, τά κιππουρίμ, τά πουρίμ,
ἡ χανουκά, ἡ σαρία, οἱ χαντίθ, οἱ σούφι, τό ντίκρ, τό τζιχάντ, τό χάτζ. Ἐάν τό
μάθημα γίνει θρησκειολογικό, οἱ δύσκολες καί ξένες πρός τήν ζωή τῶν παιδιῶν
αὐτές ἔννοιες ὄχι ἁπλῶς θά πολλαπλασιασθοῦν, ἀλλά θά καταντήσουν σωστό
βασανιστήριο γιά τά παιδιά.
Ὅλα τά ἀνωτέρω καθώς καί τό πῶς
ὅλα αὐτά, καί πολλά ἄλλα, ἀσυγκρίτως περισσότερα ἀπό αὐτά, εἰσάγονται,
διδάσκονται καί ἐφαρμόζονται στή ζωή τῶν διαφόρων λαῶν ποτέ δέν μίλησαν καί δέν
μιλοῦν μέσα στίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων καί λοιπῶν ὀρθοδόξων<!–[if !supportFootnotes]–>[16]<!–[endif]–>
μαθητῶν. Οἱ Ἕλληνες καί οἱ λοιποί χριστιανοί ὀρθόδοξοι μαθητές δέν τά ἔχουν
ζήσει καί δέν θέλουν καί δέν ἐνδιαφέρονται νά τά ζήσουν. Γι΄ αὐτό καί ζητοῦν νά ἐπιστρέψουμε στήν ἀνάλυση καί συζήτηση
θεμάτων μέ τά ὁποῖα ἔχουν γαλουχηθεῖ ἀπό τή νηπιακή τους ἡλικία, διότι οἱ
γονεῖς τους ἀβίαστα ἔλαβαν τήν ἀπόφαση νά τούς βαπτίσουν ὀρθοδόξους
χριστιανούς.
Ἑπομένως, ἀφοῦ τά μαθήματα
ἱστορίας θρησκευμάτων διαρκοῦν μόλις μισή σχολική χρονιά καί προκαλοῦν κόπωση
καί δυσανασχέτηση, τό δέ γυμνάσιο καί τό λύκειο διαρκοῦν ἕξι χρόνια, πολλαπλασιάστε
τίς ἀντιδράσεις τίς ὁποῖες μόλις περιγράψαμε ἐπί δώδεκα καί θά δεῖτε τί
ἀποτελέσματα θά ἔχετε. Τό ἄμεσο
ἀποτέλεσμα τῆς μετατροπῆς τοῦ μαθήματος σέ θρησκειολογικό θά εἶναι δωδεκαπλάσια
κόπωση γιά τούς μαθητές μας, δυσανασχέτηση καί διαμαρτυρίες.
Ἑπόμενη
συνέπεια θά εἶναι ἡ σταδιακή συρρίκνωση τοῦ μαθήματος, διότι κανένας μαθητής
δέν θά ἐνδιαφέρεται πλέον γι΄ αὐτό. Ὅλοι θά τό θεωροῦν ὡς μία ἐπιπρόσθετη
ἐπιβάρυνση τοῦ ἐγκεφάλου τους, ἡ ὁποία δέν θά ἔχει νά τούς προσφέρει τίποτε γιά
τήν βελτίωση τοῦ χαρακτήρα τους, δέν θά ἔχει νά τούς ἀπαντήσει τίποτε στά
ἐρωτήματα τά ὁποῖα τούς ἀπασχολοῦν καί στά ὁποῖα ἀπαντᾶ τό ἰσχύον μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν.
Ἴσως ὅμως κάποιοι προβάλουν τόν
ἑξῆς ἀφελῆ ἰσχυρισμό: «δέν διδάσκεται ἡ
θρησκειολογική ὕλη μέ σωστό ἐπιστημονικό καί παιδαγωγικό τρόπο, γι΄ αὐτό καί
προκαλεῖ δυσφορία στούς μαθητές, ὅταν θά διδαχθεῖ μέ σωστό τρόπο, θά παύσει νά
προκαλεῖ τέτοιες ἀντιδράσεις». Στόν πιθανό αὐτό ἰσχυρισμό ἀπαντοῦμε τά
ἑξῆς: Ἡ δυσφορία τῶν μαθητῶν δέν προκαλεῖται ἀπό πιθανό γεγονός ὅτι ἡ ὕλη
διδάσκεται μέ λάθος τρόπο. Ἔχουμε διδάξει τήν ὕλη αὐτή μέ κάθε δυνατό τρόπο καί
μέ ὅλες τίς ἐπιταγές τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, τό ἀποτέλεσμα ὅμως ἦταν τό ἴδιο,
ἡ θερμή παράκληση τῶν μαθητῶν: «κύριε,
πότε θά ἐπιστρέψουμε στά δικά μας!;». Γιά τήν δυσφορία τῶν μαθητῶν δέν
ἔφταιγε ὁ τρόπος διδασκαλίας<!–[if !supportFootnotes]–>[17]<!–[endif]–>,
ἔφταιγε τό περιεχόμενο.
γ) Αὐταπατῶνται ὅσοι τυχόν
νομίζουν, ὅτι τό λεγόμενο θρησκειολογικό μάθημα θά ἰκανοποιοῦσε ἐν τέλει καί
ὅλους τούς ἑτερόθρησκους μαθητές καί γονεῖς. Ἐάν υἱοθετηθεῖ τέτοιος τύπος μαθήματος, θά ὑπάρξουν πολλές δικαστικές
προσφυγές ἀπό ἑτεροθρήσκους γιά ἐξαίρεση ἀπό τό μάθημα αὐτό καί ἡ αἰτιολογία θά
εἶναι τριπλῆ: Ι) ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ μαθητῆ δέν ἐκπροσωπεῖται ἀπό τό μάθημα
αὐτό μέ τόν σωστό βιωματικό<!–[if !supportFootnotes]–>[18]<!–[endif]–>
τρόπο καί στόν σωστό βαθμό, ΙΙ) ὅτι διδάσκεται ἀπό καθηγητή ὁ ὁποῖος δέν
μετέχει στήν αὐτή μέ τόν μαθητή θρησκεία, ΙΙΙ) ὅτι περιέχει πολλά στοιχεῖα ἀπό
ἄλλες θρησκεῖες, ξένα πρός τήν ταυτότητα καί τήν συνείδηση τοῦ μαθητῆ.
Αὐταπατῶνται καί ὅσοι πιστεύουν,
ὅτι δέν θά ὑπάρξουν ὅμοιες ἀντιδράσεις ἀπό χριστιανούς ὀρθοδόξους μαθητές καί
γονεῖς, Ἕλληνες καί μή. Οἱ αὐτοί λόγοι ἀντιδράσεως ἰσχύουν καί γιά τούς
ὀρθοδόξους χριστιανούς καί θά τούς χρησιμοποιήσουν.
δ) Ἀπατηλή τυγχάνει καί ἡ
ἐντύπωση ὅτι ἕνα τέτοιο μάθημα θά εἶναι δυνατόν νά διδάσκεται μόνον ἀπό
ὀρθοδόξους χριστιανούς θεολόγους. Τέτοιου εἴδους μάθημα θά εἶναι δυνατόν νά
διεκδικηθεῖ δικαστικῶς ἀπό τόν ὁποιονδήποτε, ὁ ὁποῖος ἐάν κερδίσει τό δικαίωμα νά
τό διδάσκει, εἶναι δυνατόν καί νά τό διδάσκει κατά τόν ὁποιονδήποτε τρόπο.
ΣΤ΄. Ὁμολογεῖν, ὁμολογία καί «ὁμολογιακό» μάθημα
Χρησιμοποιεῖται ἀπό διαφόρους<!–[if !supportFootnotes]–>[19]<!–[endif]–> ὁ
ὅρος «ὁμολογιακό μάθημα», ἄλλοτε πρός
δήλωση τοῦ ἰσχύοντος χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ἄλλοτε μέ
πρόθεση ὑπερασπίσεως τοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ ἐπειδή αὐτός θεωρεῖται μή «ὁμολογιακός»<!–[if !supportFootnotes]–>[20]<!–[endif]–>.
Ἀνεξαρτήτως
τοῦ ἄν τό ἰσχύον στήν Ἑλλάδα μάθημα θρησκευτικῶν ἐπιτρέπεται ἤ δέν ἐπιτρέπεται
νά ἀποκαλεῖται «ὁμολογιακό», οἱ
θεολογικοί ὅροι «ὁμολογεῖν» καί «ὁμολογία» πρέπει νά παραμείνουν ἀδιάβλητοι. Τό ρῆμα «ὁμολογεῖν»<!–[if !supportFootnotes]–>[21]<!–[endif]–> καί
τό οὐσιαστικό «ὁμολογία»<!–[if !supportFootnotes]–>[22]<!–[endif]–>
περιλαμβάνονται στήν Καινή Διαθήκη καί δηλώνουν συμφωνία, ἀποδοχή τῆς εἰς
Χριστόν πίστεως καί φανέρωση τῆς πίστεως αὐτῆς στόν κόσμο. Ἡ ὁμολογία πίστεως
ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πρός τόν πιστό: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ
ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»<!–[if !supportFootnotes]–>[23]<!–[endif]–>.
Ἡ ὁμολογία πίστεως τῆς
Ἐκκλησίας ἀποτυπώθηκε στά ἀρχαῖα βαπτιστήρια σύμβολα καί στό σύμβολο Νικαίας –
Κωνσταντινουπόλεως (325, 381), στοῦ ὁποίου τό δέκατο ἄρθρο τονίζεται τό «ὁμολογεῖν»<!–[if !supportFootnotes]–>[24]<!–[endif]–>. Διά
τῆς ἀπαγγελίας τοῦ συμβόλου Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως πρό τοῦ βαπτίσματος
καί πρό τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων κατά τήν θεία λειτουργία ὁμολογεῖ ὁ
πιστός τήν πίστη του στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Τήν πίστη του ὁμολογεῖ ὁ
πιστός καί διά τῆς συμμετοχῆς του στά λοιπά μυστήρια καί στήν ἐν γένει ζωή τῆς
Ἐκκλησίας. Ὅταν κάμει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀκόμη καί ὅταν λέγει «εἶμαι χριστιανός, δέν μπορῶ νά κάμω τέτοια
ἀδικία», ἐπίσης ὁμολογεῖ πίστη.
Ἐπειδή ὁμολόγησαν τήν πίστη
τους οἱ ἅγιοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας θανατώθηκαν, συχνά μέ ἀπάνθρωπα
βασανιστήρια. Ἄλλοι ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ὑπέστησαν βασανιστήρια, ὁμοίως δέν
ἀπαρνήθηκαν τόν Χριστό, ἀλλά γιά διάφορους ἱστορικούς λόγους δέν θανατώθηκαν
καί συνέχισαν νά ζοῦν, νά ὁμολογοῦν καί νά διδάσκουν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ
ὀνομάσθηκαν ὁμολογητές. Τόν τίτλο αὐτό φέρουν διάφοροι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας,
ὅπως ὁ ἀσκητής Θεοφάνης (3ος αἰώνας ἕως ἀρχές 4ου), ὁ σημαντικότατος θεολόγος
Μάξιμος (580-662), ὁ χρονογράφος Θεοφάνης (760-817).
Ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ
προτεσταντισμοῦ, 16ος αἰώνας κ.ἑ., οἱ διάφορες προτεσταντικές παραφυάδες
προέβησαν σέ κατάχρηση καί παράχρηση τοῦ ὅρου «ὁμολογία πίστεως». Δημοσιεύθυκαν ἀπό τόν δέκατο ἕκτο αἰώνα καί ἑξῆς
πολυάριθμες ἀλληλοαναιρούμενες καί μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα
τροποποιούμενες ἤ καταργούμενες προτεσταντικές «ὁμολογίες» πίστεως. Συνέβη ἐπανειλημμένως νά συγκρούονται σέ πεδία
μάχης οἱ ὀπαδοί διαφόρων προτεσταντικῶν «ὁμολογιῶν»
μεταξύ τους ἤ μέ τά στρατεύματα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν.
Τέτοιου εἴδους γεγονότα δέν
βίωσε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεμελιώθηκε πάνω στό αἷμα τῶν μαρτύρων της.
Δέν ἐκβίασε ὁμολογία πίστεως διά τῶν ὅπλων, ἀλλά ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό,
ἐνῷ ἀντιμετώπιζε ἄμεση ἀπειλή θανάτου.
Ὁ ὅρος «ὁμολογία» κατέληξε, νά σημαίνει γιά τούς προτεστάντες «ἐκκλησία», καί νά ἔχει περιορισμένο
κύρος καί γιά αὐτούς τούς ἰδίους.
Τόν χαρακτηρισμό αὐτό, ὡς
σημαίνοντα μία «ἑκκλησία» ἡ ὁποία δέν κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας τοῦ
Χριστοῦ, ἀπέρριψε τό 1961 μέ δήλωσή της ἡ ὀρθόδοξος ἀντιπροσωπεία στήν Γ΄
γενική συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στό Νέο Δελχί. Σύμφωνα μέ
τήν δήλωση αὐτή: «Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
δέν εἶναι μία Ὁμολογία, μία ἐκ τῶν πολλῶν, μία μεταξύ τῶν πολλῶν. Διά τούς
Ὀρθοδόξους ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι «ἡ» (καθαυτό) Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀντίληψιν καί συνείδησιν, ὅτι ἡ ἐσωτερική της δομή καί ἡ
διδασκαλία της συμπίπτουσι πρός τό ἀποστολικόν κήρυγμα καί τήν παράδοσιν τῆς
ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας.»<!–[if !supportFootnotes]–>[25]<!–[endif]–>
Τόν ὅρο «ὁμολογιακό μάθημα» δέν τόν ἀποδεχόμαστε πρός χαρακτηρισμό τοῦ
ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Δέν εἶναι δόκιμος ὀρθόδοξος
θεολογικός ὅρος, ἀλλά νεολογισμός, ὁ ὁποῖος δύναται νά ὁδηγήσει σέ παρεξηγήσεις.Ἐάν ἀποδεχθοῦμε τόν ὅρο αὐτό, τότε ὑπάρχει ὁ κίνδυνος
νά ταυτίσουν κάποιοι τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς λεγόμενες χριστιανικές «ὁμολογίες». Συσκοτίζει τόν χαρακτήρα τοῦ
μαθήματος καί εἰσάγει τό μάθημα σέ μία εὑρύτερη ὁμάδα μαθημάτων, μή ὀρθοδόξων, στήν
ὁποία δέν ἀνήκει καί μέ τήν ὁποία δέν ταυτίζεται<!–[if !supportFootnotes]–>[26]<!–[endif]–>. Εἶναι
ἐπίσης πιθανό, νά δημιουργηθεῖ διά τῆς χρήσεως αὐτοῦ τοῦ ὅρου ἡ παρεξήγηση, ὅτι
τό μάθημα ἐπιβάλλει ὁμολογία πίστεως ἤ ὑποκλέπτει ὁμολογία πίστεως. Τέτοιο
πράγμα δέν συμβαίνει καί δέν εἶναι δυνατό νά συμβεῖ. Διότι ἡ ὁμολογία πίστεως τοῦ
μαθητῆ μέσῳ τοῦ βαπτίσματός του προϋπάρχει τοῦ μαθήματος, συμβαδίζει ὅμως καί
μέ τό μάθημα, διότι ὁ μαθητής καί ἡ οἰκογένειά του συμμετέχουν στή θεία
εὐχαριστία, στά λοιπά μυστήρια καί γενικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως ἄλλη ὀνομασία τοῦ μαθήματος θρησκευτικῶν
ἐκτός τοῦ χαρακτηρισμοῦ «ὀρθόδοξο
χριστιανικό» δέν εἶναι δυνατό νά δεχθοῦμε.
Ζ΄. Περί «γνωσιολογικοῦ» μαθήματος
Τό εἶδος μαθήματος θρησκευτικῶν
τό ὁποῖο ἰσχύει στήν Ἑλλάδα χαρακτηρίσθηκε<!–[if !supportFootnotes]–>[27]<!–[endif]–> «γνωσιολογικό». Ὁ χαρακτηρισμός
διατυπώθηκε πρός ὑπεράσπιση τοῦ μαθήματος, σέ ἀντιδιαστολή πρός τό «ὁμολογιακό-κατηχητικό» μάθημα. Τήν
ἀλήθεια γιά τόν ὅρο «ὁμολογιακό»
μάθημα θεωροῦμε ὅτι ἔχουμε ἐπαρκῶς ἀποσαφηνίσει. Στούς ὅρους «κατηχεῖν» καί «κατήχησις» θά ἀναφερθοῦμε ἀμέσως παρακάτω.
Ὅσον ἀφορᾶ στόν ὅρο «γνωσιολογικό» μάθημα, ἐρωτοῦμε: Πρός τί
αὐτή ἡ διευκρίνιση; Ὑπάρχει ἕνα μάθημα τό ὁποῖο νά μήν εἶναι γνωσιολογικό, δηλαδή
μάθημα κατά τό ὁποῖο νά μή πρέπει νά ἀφομοιώσει ὁ μαθητής κάποιες γνώσεις;
Ὑπάρχει ὅμως ἔστω καί ἕνα μάθημα ὅπου οἱ γνώσεις τίς ὁποῖες λαμβάνει ὁ μαθητής
δέν ἀποβλέπουν σέ ἐφαρμογή; Μήπως θά νοεῖται τό μάθημά μας ὡς τό μοναδικό
μάθημα ὅπου ὁ μαθητής λαμβάνει γνώσεις οἱ ὁποῖες δέν θά ἔχουν ἔμπρακτη ἐφαρμογή
στή ζωή του; Σέ ποιά ἄλλη ἔμπρακτη ἐφαρμογή θά ὁδηγοῦν οἱ γνώσεις τίς ὁποῖες
λαμβάνει ἀπό τό μάθημά μας, ἄν δέν ὁδηγοῦν στήν ἐνίσχυση τῆς πίστεώς του, στή
μέσῳ τῆς πίστεως βελτίωση τοῦ χαρακτήρα του, στήν μέσῳ τοῦ προσώπου βελτίωση
τῆς κοινωνίας; Ἑπομένως πρός τί ἡ ἀντιδιαστολή τοῦ «γνωσιολογικοῦ» ἀπό τό «κατηχητικό»
μάθημα<!–[if !supportFootnotes]–>[28]<!–[endif]–>;
Τά ἀνωτέρω βεβαιώνει καί τό
περιστατικό τῆς συναντήσεως τοῦ διακόνου Φιλίππου μέ τόν Αἰθίοπα ἀξιωματοῦχο<!–[if !supportFootnotes]–>[29]<!–[endif]–>.
Κατά τό περιστατικό αὐτό ἐρωτᾶ ὁ διάκονος Φίλιππος τόν Αἰθίοπα: «ἆρα γε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» Ὁ
Αἰθίοπας παραδέχεται, ὅτι γιά νά ἀποκτήσει γνώση ἔχει ἀνάγκη ὁδηγοῦ καί ζητεῖ
ἀπό τόν Φίλιππο νά ἀναλάβει τό ἔργο αὐτό. Ἀφοῦ ἀκούει τήν διδασκαλία τοῦ
Φιλίππου, ἀποφασίζει νά βαπτισθεῖ. Βλέπουμε, ὅτι κατά τήν χριστιανική
διδασκαλία ἡ γνώση ἐνισχύει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐάν, ἀντιθέτως, ἡ γνώση
εἶναι ἄσχετη μέ τήν πίστη ἤ ἀποκόπτει τόν δρόμο πρός αὐτήν, τότε θά καταντήσει
καί ἐπιζήμια.
Ὅσον ἀφορᾶ στή βαθμολογία,
πρέπει νά διευκρινίσουμε, ὅτι δέν βαθμολογεῖται ἡ πίστη καί ἡ διάθεση τοῦ κάθε
μαθητῆ νά βελτιωθεῖ, νά ὠφεληθεῖ καί νά ὠφελήσει μέσῳ αὐτῆς. Βαθμολογεῖται τό
ἄν κατά τήν ὥρα τοῦ μαθήματος ἤ τῶν ἐξετάσεων ἡ μνήμη τοῦ μαθητῆ ἐπαναφέρει τά
ζητούμενα διδαχθέντα στοιχεῖα καί ἄν ὁ μαθητής εἶναι σέ θέση νά τά ἀποδώσει
σωστά. Σέ κανένα μάθημα δέν εἶναι δυνατόν νά ἐρευνηθοῦν τά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ
μαθητῆ καί νά βαθμολογηθοῦν οἱ προθέσεις του, τίς ὁποῖες ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ἴσως
δέν ἔχει κατά τή δεδομένη στιγμή τῆς ἐξετάσεως διερευνήσει, καί πῶς ὅσα ἔχει
μέσα του ὁ μαθητής θά ἀποδώσουν στό μέλλον. Ἔχει συμβεῖ μαθητής μέτριος σέ
συγκεκριμένες ἐξετάσεις μαθηματικῶν, νά ἐξελιχθεῖ ἀργότερα σέ περίφημο
μαθηματικό, ὅπως ἔχει συμβεῖ ἀριστοῦχος στά μαθηματικά τοῦ σχολείου νά μήν
ἐνδιαφερθεῖ νά ἀποδώσει περαιτέρω.
Τό μάθημα, ὅπως καί ἄλλα
μαθήματα τά ὁποῖα δέν ἐμπίπτουν σέ ἐμπορικούς ἀνταγωνισμούς, καλό εἶναι νά
συνεχίσει νά βαθμολογεῖται, διότι ἡ βαθμολόγηση δέν γίνεται ἄγχος γιά τόν
μαθητή, ὅπως γίνεται σέ ἄλλα μαθήματα, τόν βοηθεῖ νά συμπληρώσει τήν γενική
βαθμολογία του καί τοῦ γίνεται κίνητρο γιά νά μάθει, διότι, ἄς μή ξεχνοῦμε ὅτι
δέν ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε ἐνηλίκους ἀλλά παιδιά καί ἐφήβους οἱ ὁποῖοι
χρειάζονται καί κάποια ἐξωτερικά κίνητρα γιά μάθηση.
Η΄. Οἱ ὅροι «κατηχεῖν» καί «κατήχησις»
Οἱ δύο αὐτοί θεμελιώδεις
θεολογικοί ὅροι πρέπει ἐπίσης νά παραμείνουν ἀδιάβλητοι. Τό ρῆμα «κατηχεῖν», ἀπό τό ὁποῖο παράγεται τό
οὐσιαστικό «κατήχησις», προέρχεται
ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο<!–[if !supportFootnotes]–>[30]<!–[endif]–> καί
τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ<!–[if !supportFootnotes]–>[31]<!–[endif]–>.
Ὅπως δέ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, ἡ κατήχηση προηγήθηκε τῆς συγγραφῆς τοῦ Εὐαγγελίου<!–[if !supportFootnotes]–>[32]<!–[endif]–>. Ὁ
ὅρος δηλώνει τήν χριστιανική παιδεία ἐν γένει, ἡ ὁποία ἀπό τή φύση της δέν
εἶναι κάτι τό περιορισμένο καί στατικό, ἀλλά προσαρμόζει τόν τρόπο προσφορᾶς
τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στίς ἀνάγκες κάθε ἐποχῆς καί κάθε
ἡλικίας ἀνθρώπων. Ἀπευθύνεται σέ ἀνηλίκους, ἀλλά καί σέ ἐνηλίκους, ἀνάλογα μέ
τήν ἀντιληπτικότητα τοῦ καθενός<!–[if !supportFootnotes]–>[33]<!–[endif]–>.
Ἀπευθύνεται σέ προτιθέμενους νά βαπτισθοῦν, ἀλλά καί σέ ἤδη βεβαπτισμένους<!–[if !supportFootnotes]–>[34]<!–[endif]–>
ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες<!–[if !supportFootnotes]–>[35]<!–[endif]–> τοῦ
καθενός, προσφέρεται τόσο μέ πεζό καί ἔμμετρο λόγο, ὅσο καί μέ εἰκόνα.
Χαρακτηρίζεται ἀπό εὑρύτητα πνεύματος, γι΄ αὐτό καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν
αὐτογνωσία. Ἄς δοῦμε πῶς ξεκινᾶ ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων τήν ΙΗ΄ ἀπό τίς τῶν
Φωτιζομένων κατηχήσεις του : «Μετά δέ τήν
γνῶσιν τῆς σεμνῆς καί ἐνδόξου ταύτης καί παναγίας πίστεως, καί σεαυτόν γνῶθι
λοιπόν ὅστις εἶ»<!–[if !supportFootnotes]–>[36]<!–[endif]–>. Ὁ
ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων χρησιμοποιεῖ τό γνωστό ρητό «γνῶθι σαυτόν» τοῦ Χίλωνος
τοῦ Λακεδαιμονίου, ἀποσκοπώντας διά τῆς
διδασκαλίας νά ὁδηγήσει σέ αὐτογνωσία τόν ἄνθρωπο.
Ἐάν ἀποδεχθοῦμε διαβολές εἰς
βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατηχήσεως, τότε διαβάλλεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανική
παιδεία, σέ ὅλες τίς μορφές της: πατερικά συγγράμματα, σύγχρονη ἐνοριακή
κατήχηση, κήρυγμα, ἐξομολόγηση, ὑμνογραφία, μουσική, εἰκονογραφία.
Δυστυχῶς τώρα τελευταῖα
παρατηρεῖται ἐσφαλμένη χρήση τῶν ὅρων αὐτῶν ἀπό μή θεολόγους<!–[if !supportFootnotes]–>[37]<!–[endif]–>,
ἀλλά καί ἀπό ὁρισμένους θεολόγους. Ἀναφέρθηκε σέ ἔγγραφο γραμμένο ἀπό ὁμάδα
καθηγητῶν μή θεολόγων<!–[if !supportFootnotes]–>[38]<!–[endif]–> ὅτι
«σήμερα ὅμως τό μάθημα ἐκθέτει τήν
ὀρθόδοξη πίστη πού εἶναι μιά ἀναντίρρητη διάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορικῆς
συνείδησης καί παρέχει γνώσεις καί ἀντικειμενικές πληροφορίες γιά τά ἄλλα
θρησκεύματα καί ὁμολογίες. Μέ ἄλλα λόγια ἔχει κατά βάση γνωστικό καί ὄχι
κατηχητικό χαρακτήρα. Δέν ἐπιδιώκει δηλαδή τήν ἀποδοχή ἀπό τούς μαθητές τῆς
διδασκαλίας αὐτῆς, αὐτό πού τό ΕΔΔΑ<!–[if !supportFootnotes]–>[39]<!–[endif]–>
ἀποκαλεῖ endoctrinement
καί ὀρθά ἐπικρίνει κατά πάγια
νομολογία. […]
ὁ ὅρος endoctrinement θά
μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ ἑλληνικά ὡς προσηλυτιστική κατήχηση ἤ ὡς ἐπηρεασμός καί
ἐγκλωβισμός σέ μιά διδασκαλία.»
«Κατηχητικός χαρακτήρας» δέν σημαίνει κατά κανένα τρόπο ἐπιδίωξη ἀπό
μέρους τοῦ διδάσκοντος ἀποδοχῆς τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ἀπό μέρους τῶν μαθητῶν.
Οἱ μαθητές εἶναι ἤδη βεβαπτισμένοι χριστιανοί
ἄρα εἶναι ἀδύνατον νά βαπτισθοῦν καί πάλι, νά ξαναγίνουν χριστιανοί ἐφ΄
ὅσον ἤδη εἶναι. Μερικοί δέ ἄλλοι δέν
ἔχουν ἤδη βαπτισθεῖ, ἀλλά ἔχουν ἤδη ἀποδεχθεῖ τήν χριστιανική πίστη, διότι
ἔχουν ἐκδηλώσει τήν πρόθεση νά βαπτισθοῦν. Ἀντίστοιχος τοῦ ὅρου endoctrinementδέν ὑπάρχει στό ἑλληνικό
λεξιλόγιο καί τό γεγονός δέν εἶναι τυχαῖο. Δέν ὑπάρχει στό ἑλληνικό λεξιλόγιο,
διότι εἶναι ἄσχετος μέ τήν ἱστορία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν ὁποία
συμβαδίζει ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων ἐδῶ καί δύο χιλιετίες. Καλό εἶναι νά μήν
συνδέεται ὁ ξένος αὐτός ὅρος κατά κανένα τρόπο μέ τόν ὅρο «κατήχησις» ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία
κατά τίς χιλιετίες αὐτές. Οἱ ὅροι «ἐπηρεασμός»
καί «ἐγκλωβισμός» δέν εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρίσουν τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό σχολικό μάθημα, οὔτε τήν κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὔτε τό μέν οὔτε ἡ δέ εἶχαν ποτέ τέτοιο
χαρακτήρα. Ἐάν χαρακτηρίσουμε τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν ἤ τήν
ἐν γένει κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς «ἐπηρεασμό»
ἤ ὡς «ἐγκλωβισμό», τότε θά
κινδυνεύσει νά θεωρηθεῖ καί προπαγάνδα, πλύση ἐγκεφάλου ἤ ἐξαπάτηση παιδιῶν καί
γονέων, ἐνῷ μέ τέτοιου εἴδους πράξεις δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση.
Εἴδαμε καί τόν ἀπαράδεκτο ἀπό
θεολογική ἄποψη ὅρο «κατηχητισμός», ὁ
ὁποῖος μάλιστα στιγματίσθηκε καί ὡς «λανθασμένος
διδακτικός χειρισμός»<!–[if !supportFootnotes]–>[40]<!–[endif]–>. Τό
περιεχόμενο τοῦ ὅρου δέν ἐξηγεῖται ἀπό ὅσους τόν χρησιμοποιοῦν. Θεωροῦμε τόν
ὅρο ἀπαράδεκτο, τόσο διότι τό περιεχόμενό του δέν ἐξηγεῖται, ὅσο καί διότι εἶναι
δυνατόν νά δημιουργήσει παρεξηγήσεις γιά τό περιεχόμενο τῆς ὀρθοδόξου
ἐκκλησιαστικῆς κατηχήσεως.
Διατυπώθηκε ἡ γνώμη ὅτι «τό μάθημα ἔχει ἐνημερωτικό καί μορφωτικό
χαρακτήρα καί οἱ δάσκαλοί του θεωροῦν τήν κατήχηση ὡς ἔργο ἀποκλειστικά τῆς
Ἐκκλησίας.»<!–[if !supportFootnotes]–>[41]<!–[endif]–>
Ἐρωτοῦμε: Ἐάν θεωρηθεῖ
τό σχολικό μάθημα κατήχηση, τότε δέν θά ἔχει μορφωτικό καί ἐνημερωτικό
χαρακτήρα; Δέν ἔχει τέτοιο χαρακτήρα ἡ ἐκκλησιαστική κατήχηση; Ἐάν θεωρηθεῖ ἡ
κατήχηση «ἔργο ἀποκλειστικά τῆς
Ἐκκλησίας», παύουν ὁ θεολόγος καθηγητής καί οἱ μαθητές νά εἶναι μέλη τῆς
Ἐκκλησίας ἐπειδή ὁ μέν διδάσκει καί οἱ δέ φοιτοῦν στό σχολεῖο; Μήπως πρέπει γιά
τούς λόγους αὐτούς νά παύσουν νά αἰσθάνονται καί νά συμπεριφέρονται ὡς μέλη τῆς
Ἐκκλησίας; Ποιός θά τούς ἐπιβάλει αὐτούς τούς τρόπους συμπεριφορᾶς, τό κράτος
ἴσως; Μία τέτοια ἐπιβολή θά εἶναι ἤ δέν θά εἶναι καί βιασμός τῆς συνειδήσεώς τους,
προσβολή τῆς προσωπικότητάς τους καί παραβίαση τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων
δικαιωμάτων τους;
Καί ἐπειδή εἰπώθηκε καί
δημοσιεύθηκε ὅτι: «ἄλλο εἶναι τό ἔργο μας
ὡς θεολόγων στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλο τό ἔργο τῆς Θεολογίας στό
πανεπιστήμιο καί, ἐν γένει, στό χῶρο τοῦ σχολείου»<!–[if !supportFootnotes]–>[42]<!–[endif]–>,
ἐρωτοῦμε: πότε θεωρεῖται ὅτι ὁ θεολόγος εὑρίσκεται ἐντός τῶν κόλπων τῆς
Ἐκκλησίας; Μόνον ὅταν εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἤ μόνον ὅταν συμμετέχει
σέ ἐκδήλωση διοργανωμένη ἀπό ἐνορία ἤ ἀπό μητρόπολη; Στίς ἄλλες περιπτώσεις δέν
ἔχει δικαίωμα νά ἀσκεῖ ἐκκλησιαστικό ἔργο<!–[if !supportFootnotes]–>[43]<!–[endif]–>; Ἐάν
ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, τότε ἀπό ποῦ λαμβάνει τό δικαίωμα νά ἀποκαλεῖται
θεολόγος ἐντός τοῦ πανεπιστημίου καί ἐντός τοῦ σχολείου, καί τί εἴδους θεολόγος
εἶναι; Ἐάν θεωρήσουμε ὅτι παραμένει καί σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ὀρθόδοξος
θεολόγος, ἀλλά παρ΄ ὅλα αὐτά δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀσκεῖ τήν κατήχηση, τότε
μᾶλλον θά ὁδηγηθοῦμε σέ κακοδοξία.
Ἀπό
τόν ἴδιο εἰσηγητή διατυπώθηκε ἡ ἄποψη, ὅτι «δέν
πρέπει νά κάνουμε κατήχηση μέσα στό σχολεῖο, ἡ κατήχηση εἶναι ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας, ἔχει δέ ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ὅρους καί προϋποθέσεις, ὅπως
εἶναι ἡ ἐνορία, ἡ θεία εὐχαριστία, οἱ ποιμένες, ὁ ἐπίσκοπος.»<!–[if !supportFootnotes]–>[44]<!–[endif]–>. Ἀπό
ἐκκλησιολογική ἄποψη δέν εἶναι δυνατό νά ὑποστηρίξουμε ὅτι κατήχηση ἐμπίπτει σέ
τοπικούς περιορισμούς ἤ ὅτι ἐάν διενεργεῖται ἐντός τοῦ σχολείου εἶναι
ἀνεξάρτητη ἀπό τά μυστήρια καί τοῦς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τόν ἴδιο
εἰσηγητή εἰπώθηκε ὅτι «ἡ κατήχηση εἶναι
πολύ σπουδαία ὑπόθεση καί εἶναι καθαρά ἔργο τῆς Ἐκκλησίας»<!–[if !supportFootnotes]–>[45]<!–[endif]–>. Θά συμφωνήσουμε ὅτι ἡ κατήχηση εἶναι πολύ
σπουδαῖο ἔργο. Γι΄ αὐτό δέν πρέπει νά ἀποκλεισθοῦν ἀπό αὐτήν οἱ πτυχιοῦχοι
ὀρθοδόξου θεολογίας καί νά ἀφεθεῖ ἀποκλειστικά στά χέρια ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι
ἔχουν ὡς μοναδικό προσόν ἕνα ἐκκλησιαστικό σεμινάριο ὀλίγων ὡρῶν. Καί πάλι
θά τό ποῦμε καί ἐλπίζουμε νά γίνει συνείδηση: ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος καθηγητής
δέν παύει νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδή εἶναι καθηγητής σέ δημόσιο
σχολεῖο.
Ἐξ
ἄλλου, ἐλλοχεύει καί ἕνας ἀκόμη σοβαρότατος κίνδυνος: ὅ,τι ἀπαγορεύεται ἀπό τόν
χῶρο τοῦ σχολείου κινδυνεύει νά θεωρηθεῖ αὐτόματα καί ἐπιζήμιο. Εἶναι δυνατόν
π.χ. νά ἐπιτραποῦν στό σχολεῖο ἄσεμνα ἔντυπα ἤ ταινίες; Προφανῶς ὄχι, μολονότι
ὑπάρχουν σέ ὅλα τά περίπτερα σέ περίοπτες θέσεις, ἔτσι ὥστε νά ντρέπεται κανείς
νά πάει νά ἀγοράσει ἐφημερίδα. Θά ὑπεισέλθει λοιπόν ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἐφ΄ ὅσον ἡ
κατήχηση ἀπαγορεύεται στά σχολεῖα, περικλείει καί κινδύνους.
Ὑποστηρίχθηκε ἐπίσης ὅτι «θά πρέπει
νά συνειδητοποιήσουμε, ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνεται κατήχηση μέ τά
«δεκανίκια» τοῦ κράτους»<!–[if !supportFootnotes]–>[46]<!–[endif]–>. Ἔχει
ἤδη διαπιστωθεῖ, ὅτι ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός Ἕλληνας ὡς φορολογούμενος πολίτης
ἔχει κάθε δικαίωμα νά ἀπαιτεῖ ἀπό τό κράτος νά ἀναπτύσσει στό παιδί του τήν
παιδεία στήν ὁποία αὐτός ὁ ἴδιος τό ἔχει εἰσαγάγει. Τό κράτος δηλαδή τό ὁποῖο
εἰσπράττει ἀπό τόν πολίτη φόρους δέν ἔχει δικαίωμα μέσῳ τῆς «παιδείας» νά διαστρεβλώσει τήν
προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ ἀπαγορεύοντας στόν χῶρο τοῦ σχολείου τήν κατήχηση τῆς
Ἐκκλησίας τῆς ὁποίας τό παιδί αὐτό εἶναι μέλος.
Ἐάν θεσμοθετηθεῖ ἡ ἀπαγόρευση τῆς
κατηχήσεως ἐντός τῶν σχολείων, τότε αὐτομάτως θά ἀπαγορεύεται νά ἐκθέτει ὁ θεολόγος
τό ὁποιοδήποτε στοιχεῖο τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως. Θά ἀπαγορεύεται νά
διδάσκει τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι θά παραβαίνει τήν περί κατηχήσεως ἀπαγόρευση.
Θά ἐπιχειρεῖ νά ἐξηγήσει τό περιεχόμενο μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς εἰκόνας, π.χ. τῆς
εἰκόνας τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀλλ΄ αὐτό θά ἀπαγορεύεται, διότι θά
θεωρεῖται κατήχηση, ἡ ὁποία δέν θά ἐπιτρέπεται πλέον. Καί πάλι, ἐάν ἀνατρέξουμε
στό γνωστό ἄρθρο τοῦ ἰσχύοντος συντάγματος, θά δοῦμε ὅτι προβλέπει «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης».
Ἀνάπτυξη τῆς ἤδη ὑπάρχουσας συνειδήσεως δέν ἐπιτυγχάνεται ἐάν μέ διαφόρους
τρόπους καί μεθόδους ἀποκόπτουμε τόν δρόμο πρός τήν πίστη, ἐάν διδάσκουμε τίς
ἀλήθειες τῆς πίστεως σάν νά ἐπρόκειτο γιά στατιστική ἤ σάν νά ἐπρόκειτο γιά
κάτι ἀδιάφορο, τό ὁποῖο συνέβαινε σέ ἄλλες ἐποχές ἤ συμβαίνει σέ ἄλλες ἡπείρους.
Καί πρέπει νά
συνειδητοποιήσουμε ὅτι: Ἐάν ἐν τέλει
θεωρηθεῖ τό σχολικό μάθημα θρησκευτικῶν ἄσχετο ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ἐχθρικό πρός τήν κατήχηση τῆς ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἤ ἀναμειχθεῖ μέ πολλά καί διάφορα (ὄχι ἁπλῶς λιτά καί
πληροφοριακά) στοιχεῖα ἀπό ἑτερόδοξες ἐκκλησίες καί ἄλλα θρησκεύματα, τότε δικαιολογημένα θά θεωρηθεῖ ὡς
παραβίαση τῆς συνειδήσεως τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν καί ὁ καθένας
ὀρθόδοξος χριστιανός γονέας θά ἔχει πλῆρες δικαίωμα νά ζητεῖ τήν ἀπαλλαγή τοῦ
παιδιοῦ του ἀπό αὐτό. Τέτοιου εἴδους μάθημα δικαίως θά θεωρηθεῖ ὅτι
ἐπηρεάζει τό παιδί δυσμενῶς.
Θ΄. Ἀνεδαφική πρόταση περί μαθήματος
ὀρθοδόξου μέ ἐνισχυμένη θρησκειολογική ὕλη ὑποχρεωτικοῦ γιά ὅλους τούς μαθητές
Tόν
Μάϊο τοῦ 2009 δημοσιεύθηκε στό διαδίκτυο<!–[if !supportFootnotes]–>[47]<!–[endif]–>
κείμενο τό ὁποῖο ὑπέγραψαν σαράντα τέσσερεις θεολόγοι καθηγητές<!–[if !supportFootnotes]–>[48]<!–[endif]–> καί
ἀφορᾶ στό μέλλον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
Οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου
ἀποκαλοῦν τόν σημερινό χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στήν Ἑλλάδα «στενά ὁμολογιακά πλαίσια». Ἐρωτοῦμε:
θεωροῦν οἱ κ.κ. συνάδελφοι ὅτι ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἀπό τή φύση της κάτι τό «στενό», κάτι τό περιορισμένο, κάτι τό
στενόμυαλο ἤ μήπως ὅτι κατέχει τήν ἀλήθεια, καί τήν διδάσκει διαλεγόμενη, τήν
διδάσκει ἐπειδή σέβεται τόν ἄνθρωπο καί μέ σεβασμό στόν ἄνθρωπο; Ἐάν θεωροῦν
ὅτι ἡ ὀρθοδοξία εἶναι κάτι τό «στενό»,
δέν θά συμφωνήσουμε. Ζητοῦν ἐξ ἄλλου «ὑπέρβαση τῆς ὁμολογιακότητας», στήν πραγματικότητα, ἀκόμη καί ἄν οἱ
κ.κ. συνάδελφοι δέν τό ἔχουν ἀντιληφθεῖ, ἡ ἀπαίτησή τους θά σημάνει ὑπέρβαση
τῆς ὀρθοδοξίας.
Ζητοῦν οἱ κ.κ. συνάδελφοι δύο
ἄκρως ἀντίθετα μεταξύ τους πράγματα. Ζητοῦν «ἕνα ὑποχρεωτικό σχολικό μάθημα γιά ὅλους τούς μαθητές» καί
ταυτοχρόνως ζητοῦν «ὁ χριστιανισμός καί ἡ
ὀρθοδοξία εἰδικότερα νά ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο καί κύριο σῶμα ὅλων τῶν τάξεων».
Ἄν συμβεῖ νά εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τούς μαθητές ἀνεξαρτήτως τοῦ
θρησκεύματος στό ὁποῖο ἀνήκουν, καί ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ ὁ χριστιανισμός καί ἡ
ὀρθοδοξία «τό μεγαλύτερο καί κύριο σῶμα
ὅλων τῶν τάξεων», τότε θά ἔχουμε ἀτομικές καί διεθνεῖς διαμαρτυρίες γιά
παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τῶν ἑτεροθρήσκων μαθητῶν. Θά ὑπάρξουν καί διεθνεῖς
παρεμβάσεις, δίκες καί ἐν τέλει πιέσεις καί κυρώσεις εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ
κράτους, μέχρι νά ὑποχρεωθεῖ αὐτό νά ἀποφασίσει ἕνα ἀπό τά δύο: ἤ νά ἀναιρέσει
τόν ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τοῦ μαθητές χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν
ἤ νά ἀφαιρέσει τό ὀρθόδοξο χριστιανικό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος ἀπό ὅλες τίς
τάξεις ὅλων τῶν σχολείων καί νά καταλήξει νά παρουσιάζεται ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ὄχι ἁπλῶς ὡς ἰσόκυρη μέ τό ὁποιοδήποτε θρήσκευμα τό ὁποῖο ὑπάρχει ἤ ὑπῆρξε ποτέ
στήν ὑφήλιο, ἀλλά καί ὡς ξένη πρός τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ
ἑλληνικοῦ λαοῦ<!–[if !supportFootnotes]–>[49]<!–[endif]–>!
Τό ἄλλο σκέλος τῆς προτάσεως
τῶν 44 κ.κ. συναδέλφων, ἔχει ὡς ἑξῆς: «ἡ θρησκειολογική
ὕλη θά πρέπει νά ἐμπλουτιστεῖ καί νά διαχυθεῖ σέ ὅλες τίς τάξεις, χωρίς ὅμως νά
ἐξαντλεῖται σέ στεγνές καί ἄνευρες πληροφορίες, ἀλλά νά παρέχει εὐκαιρίες γιά
πραγματική γνωριμία καί διάλογο μέ τή ζωή καί τόν πολιτισμό τῆς κάθε
θρησκείας.» Ὡς πρός αὐτό τό σκέλος τῆς προτάσεως τῶν κ.κ. συναδέλφων
ἐρωτοῦμε: τά ἐλαττώματα τῶν διαφόρων θρησκευμάτων, ὅσα ὑπῆρχαν στό παρελθόν καί
ὅσα ὑπάρχουν σήμερα, θά ἐπισημαίνονται ἤ θά ὡραιοποιεῖται ἡ κατάστασή τους,
οὕτως ὥστε νά φανοῦμε ἀρεστοί; Διότι «γνωριμία
καί διάλογος» δέν γίνεται μέ ὡραιοποιήσεις οἱ ὁποῖες συνεπάγονται ἀπόκρυψη
ἀληθειῶν καί γεγονότων. Βεβαίως δέν
θά ἀπαντήσουμε γιά λογαριασμό τῶν συντακτῶν τῆς ὡς ἄνω προτάσεως, τί μέλλει νά
συμβεῖ στ΄ ἀλήθεια.
Τρίτο ἐρώτημα τό ὁποῖο θά
διατυπώσουμε εἶναι τό ἑξῆς: ἡ θρησκειολογική ὕλη, σύμφωνα πάντοτε μέ τά
γραφόμενα τῶν κ.κ. συναδέλφων, θά αὐξηθεῖ καί θά καταλάβει ὅλες τίς τάξεις,
ὅμως ἀφοῦ δέν πρέπει οἱ μαθητές νά καταπονοῦνται, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική ὕλη
δέν θά πρέπει νά μειωθεῖ ἀρκετά; Ὑποθέτουμε ὅτι αὐτό ζητοῦν οἱ κ.κ. συνάδελφοι,
νά μειωθεῖ ἀρκετά ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική ὕλη σέ ὅλες τίς τάξεις. Σέ τί ποσοστό
ζητοῦν νά μειωθεῖ, δέν ἀναφέρεται στήν πρόταση. Γνωρίζουμε ὅμως, ὅτι τέτοιες
ὑποχωρήσεις ἀπό πολλούς Ἕλληνες, ἀλλά καί ἀλλοδαπούς, ὀρθοδόξους χριστιανούς
δέν θά γίνουν ἀποδεκτές. Πολλοί ὀρθόδοξοι θά ἀντιδράσουν καί θά ζητοῦν νά μή
παρακολουθοῦν τά παιδιά τους αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό νέο θρησκευτικό μάθημα.
Τέταρτο ἐρώτημα: ἡ ἐμπλουτισμένη
θρησκειολογική ὕλη θά βοηθήσει τόν Ἕλληνα ὀρθόδοξο μαθητή στήν πορεία του πρός
τήν τελείωση τοῦ χαρακτήρα του; Ἐάν δηλαδή μειωθεῖ δραστικά ἡ παρουσία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν,
πιστεύουν οἱ κύριοι συνάδελφοι ὅτι αὐτό θά εἶναι πρός ὄφελος τῶν μαθητῶν;
Πέμπτο ἐρώτημα: γιά νά ὑπάρχουν
«εὐκαιρίες γιά πραγματική γνωριμία καί
διάλογο μέ τή ζωή καί τόν πολιτισμό τῆς κάθε θρησκείας» εἶναι ἀπαραίτητη ἡ
«διάχυση» τῆς θρησκειολογικῆς ὕλης σέ
ὅλες τίς τάξεις; Ἐμεῖς δέν τό βρίσκουμε ἀπαραίτητο, γνωριμία μέ τή ζωή τῆς κάθε
θρησκείας ἐπιτυγχάνεται καί σήμερα μέ τά γνωστά μαθήματα τῆς δευτέρας λυκείου.
Περιγράψαμε δέ ἀνωτέρω ποιές εἶναι οἱ ἀκριβεῖς ἀντιδράσεις τῶν μαθητῶν.
Μέ κατάπληξη διαβάσαμε στό ἐν
λόγῳ κείμενο τήν ἑξῆς διακήρυξη τῶν κ.κ. συναδέλφων: «ἀποβλέπουμε σέ μαθητές πού νά ἔχουν τήν ἰκανότητα νά κάνουν πολλές
ἐρωτήσεις γύρῳ ἀπό τή θρησκευτικότητα κι ὄχι νά ἀναμασοῦν στερεότυπες
ἀπαντήσεις, νά ἀναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές ἀναζητήσεις καί ὄχι νά ἀποδέχονται
θεσμοποιημένες βεβαιότητες, νά ἐλέγχουν καί νά κατανοοῦν κριτικά τή θρησκευτική
γνώση καί ὄχι νά ὑποτάσσονται σέ δεδομένες παραδοχές, νά διαμορφώνουν τίς δικές
τους ὑπεύθυνες ἀπόψεις καί στάσεις ζωῆς γύρῳ ἀπό τή θρησκευτική πίστη καί τόν
Χριστιανισμό.»
Ἡ κατάπληξή μας προῆλθε ἀπό τό
γεγονός ὅτι οἱ κ.κ. συνάδελφοι συντάκτες τοῦ ὡς ἄνω κειμένου φαίνονται νά
ἀγνοοῦν ὅτι ὅλα ὅσα παρουσιάζουν ὡς ζητούμενα, ἔχουν ἤδη ἐπιτευχθεῖ! Τό μάθημα
τῶν θρησκευτικῶν ἔχει πρό πολλοῦ καταστεῖ ἕνα ἀπό τά μαθήματα, ὅπου ὁ μαθητής
ἔχει τήν εὐκαιρία νά ἀναπτύξει τόν διάλογο καί τήν κριτική του ἰκανότητα, νά
ἐκθέσει τούς προβληματισμούς καί τίς ἀνησυχίες του ὄχι μόνον γιά τήν «θρησκευτική πίστη καί τόν χριστιανισμό»,
ἀλλά γιά πλεῖστα ὅσα προσωπικά καί κοινωνικά ζητήματα.
Θεωροῦν
οἱ κοι συνάδελφοι, ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς δέν εἶναι
ἀρκετή ὥστε νά ἐπιτύχουν τό ὡς ἄνω ἀποτέλεσμα; Ἐμεῖς, ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι
συνάδελφοι, ἐπειδή ἔχουμε ἤδη ἐπιτύχει ὅλα ὅσα οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ
κειμένου ἐπιζητοῦν ὡς ἀποτέλεσμα, πιστεύουμε καί διαβεβαιώνουμε ὅτι ἡ μείωση
τῆς ὀρθόδοξης ὕλης καί ταυτόχρονη αὔξηση τῆς θρησκειολογικῆς δέν θά τούς
ἀποφέρει καμμία μεταβολή, κανένα κέρδος ὡς πρός αὐτό τό θέμα. Ὅ,τι πιθανόν δέν
ἐπέτυχαν ὅσα χρόνια διδάσκουν, ἴσως μέ λάθος τρόπο, τήν ὀρθοδοξία, δέν
πρόκειται νά τό ἐπιτύχουν μειώνοντας τήν ὀρθοδοξία καί αὐξάνοντας τήν
θρησκειολογία.
Κι ἄν τά ζητήματα, τά ὁποῖα
θέτουν ὡς ἀφορμές ἐργασίας καί συζητήσεως κάποια ἀπό τά σχολικά βιβλία, δέν
ἰκανοποιοῦν τούς κ.κ. συντάκτες τοῦ ὑπό ἐξέταση κειμένου<!–[if !supportFootnotes]–>[50]<!–[endif]–>, δηλώνουμε
κατ΄ ἀρχήν ὅτι συμφωνοῦμε, διότι συχνά ὀφείλονται σέ προχειρότητες τῶν
συγγραφέων καί τῶν λοιπῶν ὑπευθύνων συντάξεως καί ἐλέγχου τῶν σχολικῶν βιβλίων.
Δέν εὐθύνεται γιά τίς προχειρότητες αὐτές ἡ ὀρθόδοξη παράδοση. Δέν εὐθύνεται ὁ κύριος
ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, οὔτε οἱ ἀπόστολοι ἤ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας<!–[if !supportFootnotes]–>[51]<!–[endif]–>.
Σφάλματα παρατηροῦνται ἐξ ἄλλου καί σέ διδακτικά ἐγχειρίδια διαφόρων ἄλλων
μαθημάτων, τό γεγονός ὅμως αὐτό δέν ἀπετέλεσε ποτέ ἀφορμή ἀπαιτήσεως ἀλλαγῆς
τοῦ χαρακτήρα τῶν μαθημάτων αὐτῶν.
Ἔχει βεβαίως πάντοτε ὁ θεολόγος
καθηγητής τήν δυνατότητα νά ἐμπλουτίζει, μέ κόπο ἀλλά καί μέ ἀγάπη, τήν
περιεχόμενη στά σχολικά βιβλία ὕλη, νά ἐξομαλύνει τυχόν προβλήματα καί νά
διορθώνει τυχόν ἀβλεψίες τῶν βιβλίων αὐτῶν. Ὅμως scriptamanent,
καί τυχόν προχειρότητες καί ἀβλεψίες τῶν σχολικῶν βιβλίων προξενοῦν ἄδικες μομφές,
ὄχι εἰς βάρος τῶν συγγραφέων ἀλλά, εἰς βάρος τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί
εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας.
Γι΄
αὐτό καί ἀπαιτεῖται κατ΄ ἀρχήν μελέτη καί βίωση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί
ταυτοχρόνως ἀπεριόριστη προσοχή, ὥστε νά ἀποφεύγονται οἱ προχειρότητες στά
σχολικά ἐγχειρίδια. Δέν βελτιώνει τήν κατάσταση τό νά ζητοῦμε μείωση τῆς
ὀρθοδοξίας καί «διάχυση» τῆς
θρησκειολογικῆς ὕλης σέ ὅλες τίς τάξεις. Οἱ προχειρότητες δέν θά παύσουν ἐάν
υἱοθετηθεῖ ἡ πρόταση αὐτή, ἀλλά θά διαχυθοῦν καί στή θρησκειολογική ὕλη.
Κι ἐπειδή οἱ 44 κ.κ. συνάδελφοι
τιτλοφοροῦν τό κείμενό τους «τά
θρησκευτικά ὡς αἴτημα παιδείας καί ὄχι συντεχνίας», διευκρινίζουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες ὀρθόδοξοι
θεολόγοι δέν ἀντιμετωπίζουν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στά ἑλληνικά σχολεῖα ὡς
«αἴτημα συντεχνίας». Ἐάν συνέβαινε
κάτι τέτοιο, ἐάν δηλαδή ἐνδιαφέρονταν οἱ Ἕλληνες ὀρθόδοξοι θεολόγοι μόνον γιά
τό ἐπαγγελματικό τους μέλλον, ἄν μόνον ὁ μισθός τούς ἔνοιαζε, θά ἀδιαφοροῦσαν
γιά τήν ὀρθοδοξία, θά δέχονταν ὁποιεσδήποτε παραχωρήσεις προκειμένου νά
διατηρήσουν τήν ἐργασιακή τους θέση. Θά δέχονταν νά διδάξουν ὁτιδήποτε, ἀντί
τῆς ὀρθόδοξης πίστεως καί ζωῆς, προκειμένου νά ἔχουν ἐργασία καί νά
πληρώνονται. Δέν θά εἶχαν ἀντίρρηση καί νά μετατραποῦν σέ διοικητικούς
ὑπαλλήλους, μέσα στά γραφεῖα, στίς διευθύνσεις δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως, στό
ὑπουργεῖο Παιδείας ἤ καί σέ ἄλλα ὑπουργεῖα, δημόσιες ὑπηρεσίες καί ὀργανισμούς.
Ὅμως νοιάζονται γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τό μέλλον τῶν μαθητῶν
οἱ ὁποῖοι φοιτοῦν στά ἑλληνικά σχολεῖα.
Ἐν τέλει, μᾶλλον ἡ πρόταση τῶν
44 κ.κ. συναδέλφων εἶναι συντεχνιακή, κι ἄς διακηρύσσει τό ἀντίθετο, διότι
ἀποσκοπεῖ νά καταστήσει τό μάθημα ὑποχρεωτικό καί ἀπό τούς μή ὀρθοδόξους
μαθητές μειώνοντας τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ὕλη τοῦ μαθήματος καί αὐξάνοντας
τήν θρησκειολογική, θεωρώντας ἴσως ὅτι ἔτσι θά γίνει τό μάθημα ἀποδεκτό ἀπό
ὅλους καί δέν θά ἀμφισβητεῖται ἀπό κανέναν, ἄρα δέν θά κινδυνεύουν οἱ
ἐργασιακές θέσεις τῶν θεολόγων.
Ὑποθέτουν
οἱ 44 κ.κ. συνάδελφοι ὅτι «ὅπως καί νά΄
χει δέν μπορεῖ ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἀδιοριστίας τῶν θεολόγων νά τίθεται ὡς
κριτήριο γιά τήν ἀναβάθμιση τοῦ ΘΜ.»<!–[if !supportFootnotes]–>[52]<!–[endif]–>
Λησμονοῦν μᾶλλον τήν ἀλήθεια, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἐπαρκής ἀριθμός διορισμένων
θεολόγων καθηγητῶν, ὥστε νά μή παραλείπεται ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν
θρησκευτικῶν ἀπό κανένα σχολεῖο καί ἀπό κανένα τμῆμα σχολείου, ὥστε νά
διδάσκεται πάντοτε τό μάθημα στόν προβλεπόμενο ἀριθμό ὡρῶν, καθώς καί γιά νά
ἀποφεύγεται ἡ διδασκαλία του ἀπό συναδέλφους ἄλλων εἰδικοτήτων οἱ ὁποῖοι δέν διαθέτουν
τήν ἀπαραίτητη κατάρτιση. Ἀλλιῶς, μέρος τῆς ὕλης, τήν ὁποία πρέπει νά γνωρίζει
ὁ μαθητής, δέν καθίσταται δυνατό νά διδαχθεῖ ἤ δέν διδάσκεται σωστά.
Ἰσχυρίζονται
οἱ κ.κ. συνάδελφοι, ὅτι «ὡς πρός τίς ὧρες
διδασκαλίας του ΘΜ στή Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση θεωροῦμε πώς ἡ ποιοτική
ἀναβάθμιση ἑνός μαθήματος δέ σχετίζεται μέ τήν αὔξηση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας του,
ἀλλά μέ τή βελτίωση τῶν περιεχομένων καί τῶν στόχων του καί βέβαια μέ τήν
ἐκπαίδευση τῶν δασκάλων του.» Ὅποιος ἀντικρύζει τόν ὡς ἄνω ἰσχυρισμό νομίζει,
ὅτι ὅσοι τόν διατύπωσαν δέν ἔχουν γνωρίσει σχολεῖο σέ πραγματικές συνθῆκες
ἐργασίας. Οἱ διδακτικές ὧρες τῶν μαθημάτων τά ὁποῖα διδάσκονται μόνο μία ὧρα
ἑβδομαδιαίως, τά λεγόμενα «μονόωρα
μαθήματα», συχνά χάνονται γιά λόγους ἀνεξάρτητους τῆς θελήσεως τοῦ
καθηγητῆ. Χάνονται διδακτικές ὧρες λόγῳ ἑορτῶν, δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν,
ἐκδρομῶν, ἀθλητικῶν καί λοιπῶν ἐκδηλώσεων. Ἀγωνίζεται ὁ καθηγητής νά διδάξει,
ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν τά στενά χρονικά ὅρια τά ὁποῖα διαθέτει, ἀγωνίζεται νά
ἐξετάσει, ἀγωνίζεται νά πραγματοποιήσει τά προβλεπόμενα ἀπό τόν νόμο πρόχειρα
διαγωνίσματα, ἀγωνίζεται νά σχηματίσει γνώμη γιά τήν ἐπίδοση τῶν μαθητῶν καί ἐν
τέλει ἀγωνίζεται νά παραδώσει τήν προβλεπόμενη ἀπό τόν νόμο βαθμολογία. Ὅσο
προσεγμένο σχολικό ἐγχειρίδιο καί ἄν διαθέτει καί ὅσο προσεγμένο ἀναλυτικό
πρόγραμμα, τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας του εἶναι λειψό.
Προσεκτικότερες
ἐκφράσεις ἀπό μέρους τῶν θεολόγων ἀπαιτοῦνται ἐπί τοῦ ζητήματος τῶν ὡρῶν
διδασκαλίας. Διότι ὁ ὡς ἄνω ἰσχυρισμός τῶν 44 κ.κ. συναδέλφων εἶναι δυνατόν νά
δώσει σέ κάποιους πολεμίους τοῦ μαθήματός μας τό δικαίωμα νά ἰσχυρισθοῦν, ὅτι
ἐφ΄ὅσον οἱ ἴδιοι οἱ θεολόγοι ἔτσι βλέπουν τά πράγματα, δέν θά ἔβλαπτε καί ἡ
μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ μαθήματος!
Ι΄. Μάθημα
σέ «τρεῖς κύκλους»;
Ὑποστηρίχθηκε ὅτι τό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν θά πρέπει: «Νά ξεκινᾶ καί νά
ἔχει ἐπίκεντρο τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου, ἀκριβῶς, ὅπως συμβαίνει μέ τό
μάθημα τῆς ἱστορίας. Ὅπως εἶναι ἀδιανότητο νά εἶναι ἡ ἑλληνική ἱστορία στό
ἑλληνικό σχολεῖο ὑπόθεση 10-15 σελίδων καί τήν ἴδια ποσότητα ὕλης νά διδάσκεται
ὁ μαθητής γιά τήν ἱστορία τῶν Ἀζτέκων ἤ τῶν Λαπώνων, ἔτσι εἶναι ἀδιανόητο καί
γιά τά Θρησκευτικά νά μήν ἔχουν ὡς βάση καί ἐπίκεντρό τους τήν ὀρθόδοξη
παράδοση ὅπως αὐτή σαρκώθηκε στά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ κάθε μαθητής,
ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐάν εἶναι ἤ ὄχι ὀρθόδοξος, θά πρέπει νά μαθαίνει τή θρησκευτική
παράδοση τοῦ τόπου μας. Αὐτός θά εἶναι ὁ βασικός κύκλος τοῦ μαθήματος. Ὁ
δεύτερος κύκλος θά εἶναι οἱ μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις πού ὑπάρχουν στήν
Εὐρώπη, ὅπου ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπάρχει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός καί ὁ
Προτεσταντισμός, καί, ὁ τρίτος κύκλος θά περιλαμβάνει τά μεγάλα θρησκεύματα καί
ἰδίως αὐτά πού μᾶς ἐνδιαφέρουν περισσότερο, δηλαδή, κυρίως, οἱ μονοθεϊστικές
παραδόσεις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί Ἰσλάμ καί ἄλλες θρησκεῖες πού θά κριθεῖ ὅτι
παρουσιάζουν αὐξημένο ἐνδιαφέρον.»<!–[if !supportFootnotes]–>[53]<!–[endif]–>
Ὅσα ὑποστηρίξαμε περί ἀπαλλαγῶν τῶν
μαθητῶν στά κεφάλαια Ε΄ καί Θ΄ τοῦ παρόντος, τά ἴδια ἀκριβῶς ὑποστηρίζουμε καί
γι΄ αὐτόν τόν τύπο μαθήματος. Ἔχουμε ἤδη ἀναλύσει ἐκτενῶς γιατί θά προσφεύγει ὁ
ὁποιοσδήποτε στά δικαστήρια, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό μάθημα ὑποχρεωτικό γιά ὅλους
ἀνεξαιρέτως.
Θά παρατηρήσουμε ἐπί πλέον, ὅτι ἄν ἀκολουθήσουμε ὅσα ἀκριβῶς συμβαίνουν στό
μάθημα τῆς ἱστορίας, τότε θά κινδυνεύσουμε νά ἔχουμε λάθη ὅπως ἐκεῖνα τά ὁποῖα
συνέβησαν σέ ἐκεῖνο τό μάθημα. Καταλήξαμε δηλαδή κατά τό ἔτος 2007 νά
ἀπασχολεῖται, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία της, ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν μέ τό νά
κρίνει τά λάθη βιβλίου ἱστορίας τῆς ἕκτης δημοτικοῦ!
Στοιχεῖα ἀπό τήν παγκόσμια ἱστορία
διδάσκονται οἱ μαθητές, ὥστε νά φαίνονται οἱ ἀλληλοεπηρεασμοί τῶν λαῶν στά
πολιτικά, στρατιωτικά καί οἰκονομικά γεγονότα, καθότι ἕνας λαός δέν ἔζησε ποτέ
ἀπολύτως ἀπομονωμένος κατά τή διάρκεια τῆς ἱστορίας του. Στήν περίπτωση ὅμως τῆς
θρησκείας δέν συμβαίνει τό ἴδιο πράγμα. Ἡ θρησκεία εἶναι γιά τόν πιστό κάτι τό
μοναδικό. Δέν εἶναι δυνατόν νά συμμετάσχει σέ περισσότερες ἀπό μία θρησκεῖες. Ἡ
κάθε θρησκεία θεωρεῖ ἑαυτήν αὐτοτελῆ καί αὐτάρκη, τό ἴδιο θεωροῦν καί οἱ πιστοί
της. Ἑπομένως δέν στέκει ταύτιση τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας μέ τό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως θά ἀναλύσουμε παρακάτω, ἱστορία
τῆς Ἑλλάδος καί τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά διδάσκεται ὅπως ἡ
πολιτική καί στρατιωτική ἱστορία.
Θά ἐρωτήσουμε δέ, τόσο τόν εἰσηγητή
τῶν ὡς ἄνω ἀπόψεων, ὅσο καί τόν ὁποιονδήποτε ὀρθόδοξο χριστιανό θεολόγο: Ἡ
διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παιδεία πλήρης καί
ἰκανή νά ἀναπτύξει τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἤ ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τή
βοήθεια τῶν ἄλλων θρησκειῶν;
Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση ἰσχύουν ὅσα
παρατηρήσαμε στό κεφάλαιο Θ΄ περί δραστικῆς μειώσεως τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς
ὕλης στόν προτεινόμενο «νέο» τύπο
μαθήματος.
Ἀφοῦ λοιπόν παραλληλίζεται τό μάθημα
τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παιδείας, τό γνωστό ὡς μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, μέ
τήν ἱστορία, γιατί δέν ἐπιχειρεῖται ὁ ἴδιος παραλληλισμός, τῆς ἱστορίας μέ τή
μητρική γλώσσα καί ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους, τήν ἑλληνική; Γιατί δέν
ἐπιδιώκεται νά διδαχθεῖ στό ἴδιο μάθημα, ταυτοχρόνως, ἡ ἑλληνική γλώσσα μαζί μέ
ξένες γλῶσσες, ἔστω γλῶσσες γειτονικῶν χωρῶν μέ τίς ὁποῖες ἔρχεται σέ ἐπαφή καί
ἀλληλεπίδραση; Διότι ἁπλούστατα τέτοιου εἴδους πείραμα θά ἐπιφέρει σύγχυση στά
παιδιά. Ἔτσι θά συμβεῖ καί στήν περίπτωση τοῦ μαθήματος τῆς ὀρθόδοξης
χριστιανικῆς παιδείας, ἐάν υἱοθετηθοῦν οἱ ἐν λόγῳ προτάσεις.
Ἄλλο ζήτημα τό ὁποῖο γεννᾶται, καί
δέν εἴδαμε σχετική διευκρίνιση, εἶναι πῶς θά ἰσχύουν οἱ τρεῖς αὐτοί κύκλοι,
παράλληλα ἤ ἐπάλληλα; Θά ἰσχύουν δηλαδή ὅλοι μαζί σέ ὅλες τίς τάξεις ἤ σέ
διαφορετικές; Θά διδάσκεται π.χ. στήν Α΄ καί Β΄ γυμνασίου ἡ ὀρθοδοξία, στή Γ΄
γυμνασίου καί στήν Α΄ λυκείου ρωμαιοκαθολικισμός καί στήν Β΄ καί Γ΄ λυκείου μή
χριστιανικά θρησκεύματα;
Μολονότι
θεωροῦμε τήν πρόταση ἀκατάλληλη μέ ὁποιοδήποτε τρόπο καί ἄν ἐφαρμοσθεῖ, ὁ
τρόπος, τόν ὁποῖο μόλις ἐκθέσαμε, πιστεύουμε ὅτι εἶναι παιδαγωγικῶς ὁ πλέον
ἀκατάλληλος. Διότι στήν πλέον κρίσιμη ἡλικία τῶν 14-18 ἐτῶν, ὁπόταν
ἀναπτύσσονται μέσα στόν ἔφηβο ὅλα τά ἐρωτηματικά, οἱ ἀμφιβολίες καί οἱ
ἀνησυχίες, θά τόν ἀπασχολοῦμε μέ ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις γιά θρησκεύματα στά
ὁποῖα δέν μετέχει.
ΙΑ΄. «Παραδοσιαρχική» ἐναντίον «ἀνανεωτικῆς»
θεολογίας;
Ἔτυχε νά ἀντικρύσουμε καί
ἰσχυρισμό, ὁ ὁποῖος εἰσάγει διάσταση μεταξύ «παραδοσιαρχικῆς» καί «ἀνανεωτικῆς»
θεολογίας. Τέτοιου εἴδους ἀντίθεση στήν ὀρθόδοξη χριστιανική θεολογία δέν
στέκει. Τό ἀποστολικό κέλευσμα «μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν»<!–[if !supportFootnotes]–>[54]<!–[endif]–>ἰσχύει
ταυτόχρονα μέ τό «στήκετε καί κρατεῖτε
τάς παραδόσεις»<!–[if !supportFootnotes]–>[55]<!–[endif]–>. Ἄν
δέν τό συνειδητοποιήσουμε αὐτό, τότε θά καταντήσουμε ὄχι ἁπλῶς παράκαιροι, ἀλλά
μή θεολόγοι καί μή χριστιανοί, μᾶλλον ἐν τέλει καί ἐπιζήμιοι.
ΙΒ΄. Ἡ ὀρθοδοξία δισχιλιετής ἱστορία
τῶν Ἑλλήνων καί τῆς Ἑλλάδας
Ἡ χριστιανική ὀρθόδοξη πίστη
ἀποτελεῖ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἐδῶ καί δύο χιλιετίες καί ἔχει διαποτίσει κάθε
πτυχή τῆς ζωῆς της κατά τίς χιλιετίες αὐτές. Ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι γραπτό μνημεῖο
τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί οἱ σημαντικότεροι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς
Ἐκκλησίας ἔγραψαν στήν ἑλληνική γλώσσα χρησιμοποίησαν δέ καί διεφύλαξαν τά
ἀξιολογότερα διδάγματα τῆς πρό Χριστοῦ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί ἐν γένει διανοήσεως<!–[if !supportFootnotes]–>[56]<!–[endif]–>. Τά
ἀρχαῖα ἑλληνικά συγγράμματα ὑπάρχουν σήμερα καί ἀποτελοῦν παγκόσμια κληρονομία,
διότι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί μοναχοί τά ἀντέγραφαν μέσα στά μοναστήρια τους,
ὥστε νά μή χαθοῦν, ἀφοῦ λόγῳ τοῦ χρόνου φθείρονταν τά παλιά χειρόγραφα.
Στήν περίφημη προκήρυξη τῆς
Ἐπαναστάσεως τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1821 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης προέταξε τήν
προτροπή «μάχου ὑπέρ πίστεως καί
πατρίδος»<!–[if !supportFootnotes]–>[57]<!–[endif]–>. Ἔχει δέ διαπιστωθεῖ ἀπό τήν ἱστορική
ἐπιστήμη, ὅτι «ἡ προτροπή αὐτή περιέχει
τόν γνωστόν σκοπόν τοῦ ἀγῶνος, τόν πλειστάκις ἐπαναλαμβανόμενον εἰς τά κείμενα
τοῦ ἀγῶνος»<!–[if !supportFootnotes]–>[58]<!–[endif]–>.
Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἐπισφραγίσθηκε καί ἀπό τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἀγώνα Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη στόν περίφημο λόγο του πρός τούς πρώτους Ἕλληνες φοιτητές στήν
Πνύκα τό 1838. Στόν λόγο αὐτό ὁ ἀρχιστράτηγος διακήρυξε ὅτι «ὅταν ἐπιάσαμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ
Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος.»<!–[if !supportFootnotes]–>[59]<!–[endif]–> Οἱ
ἐπαναστατημένοι πρόγονοί μας, οἱ ἱδρυτές τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους κατά τήν Α΄
Ἐθνική Συνέλευση τοῦ 1822 ὅρισαν στό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ὅτι «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς
Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἑλληνες»<!–[if !supportFootnotes]–>[60]<!–[endif]–>,
ἔθεσαν δηλαδή ὡς βάση δημιουργίας τοῦ κράτους αὐτοῦ τήν εἰς Χριστόν πίστη.
Οἱ ἱστορικές αὐτές ἀλήθειες ἐπαρκοῦν,
ὥστε νά ἐξακολουθήσει νά κατέχει τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν τήν θέση τήν ὁποία κατέχει ἐντός τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου καί
βεβαίως τήν θέση τήν ὁποία κατέχει ἐδῶ καί ἑκατόν ὀγδόντα χρόνια στά σχολεῖα
τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, ἀφ΄ ὅτου δηλαδή τό εἰσήγαγε ὁ πρῶτος του
κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας σεβόμενος καί ἀκολουθῶν τήν ζῶσα πίστη καί παράδοση
τῶν Ἑλλήνων<!–[if !supportFootnotes]–>[61]<!–[endif]–>, ἡ ὁποία παραμένει μέχρι σήμερα
ἄσβεστη. Οἱ ἀλήθειες αὐτές καθιστοῦν τούς
ὀρθοδόξους θεολόγους καθηγητές ἰσότιμα μέλη τῶν συλλόγων διδασκόντων τῶν
σχολείων ὅλης τῆς χώρας, θέση τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά τούς ἀμφισβητήσει
κανένας, διότι ἀλλιῶς θά καταστήσει τά σχολεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους μή
ἑλληνικά.
ΙΓ΄. Περί «πολιτιστικοῦ» μαθήματος
Διαβάσαμε ἐπανειλημμένως γνῶμες
περί μετατροπῆς τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν σέ «πολιτιστικό» μάθημα. Δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἀνασκευές γνωμῶν ὅσων
ὑποστηρίζουν τήν ἄποψη αὐτή. Ἁπλῶς θά ἐκθέσουμε τούς προβληματισμούς καί τίς
ἀντιρρήσεις μας:
Ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ χριστιανισμός
ἀποτελεῖ δισχιλιετή ἱστορία, παράδοση καί πολιτισμό τῶν Ἑλλήνων θά ἦταν ἕνας
σοβαρός λόγος, ὥστε νά ἐξακολουθήσει νά διδάσκεται πληροφοριακά καί ὡς ἱστορικό
καί πολιτισμικό στοιχεῖο ἀκόμη καί ἄν ἔπαυε νά ὑπάρχει στήν Ἑλλάδα ὡς ζῶσα
πίστη. Δέν εἶναι δυνατόν ὅμως ἡ ἀλήθεια αὐτή νά ἀποτελέσει σήμερα ἀφορμή, ὥστε
νά λείψει ἀπό τά σχολεῖα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀποστόλων καί τῶν
πατέρων.
Καί τοῦτο διότι σήμερα ἡ πίστη
δέν ἔχει ἐκλείψει, οὔτε ἔχει μειωθεῖ, δέν ἀποτελεῖ μόνον παρελθόν, ἀλλά καί
παρόν καί μέλλον. Χιλιάδες κόσμου κατακλύζουν τά πανελλήνια προσκυνήματα τῆς
ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὅπως τήν Παναγία τῆς Τήνου, τήν μονή ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσο καί τόν ὅσιο Δαβίδ
στήν Εὔβοια, τήν μονή Ἁγίας Τριάδος (ἁγίου Νεκταρίου) στήν Αἴγινα, τόν ἅγιο
Ραφαήλ στή Λέσβο, τόν Ταξιάρχη Πανορμίτη τῆς Σύμης, τήν Παναγία Σουμελᾶ, τόν
Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης καί ἀναρίθμητα ἄλλα. Ἑκατομμύρια λαοῦ περιμένουν
ὧρες ὁλόκληρες γιά νά προσκυνήσουν θαυματουργές ἁγιορειτικές ἤ ἱεροσολυμιτικές
εἰκόνες οἱ ὁποῖες τυχαίνει κατά καιρούς νά ἐκτίθενται γιά ὀλιγοήμερο προσκύνημα
στήν Ἀθήνα ἤ στήν Θεσσαλονίκη.
Τό
γεγονός λοιπόν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί ζωή ἀποτελεῖ πολιτιστική
ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, καί ὄχι μόνον αὐτῆς, δέν εἶναι δυνατό νά ἀποτελέσει
πρόφαση ὥστε νά μή διδάσκονται συστηματικά οἱ νεαροί μαθητές τίς ἀλήθειες της τίς ὁποῖες ἔχουν παραλάβει ἀπό τούς γονεῖς τους, ὥστε νά μή
διαπαιδαγωγοῦνται σύμφωνα μέ αὐτές, ὥστε νά παύσουν οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως νά
ἀποτελοῦν μέτρο κρίσεως τῶν φαινομένων τά ὁποῖα παρουσιάζει ὁ σύγχρονος κόσμος
καί ὁδό ἐξυγιάνσεως ὅσων ἀπό αὐτά πάσχουν. Δέν εἶναι δυνατόν μέ αὐτό τό
πρόσχημα νά ἐξουδετερωθεῖ τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα, καί νά διδάσκεται τί;
Ἡ ἐπίδραση τοῦ Εὐαγγελίου στήν παγκόσμια φιλοσοφία, νομοθεσία, καί ὀργάνωση τῶν
κοινωνιῶν; Στυλιστικές παρατηρήσεις ἐπί τῆς τεχνοτροπίας τῶν εἰκόνων καί τῶν
ἀρχιτεκτονικῶν ρυθμῶν τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ ἐπίδραση τοῦ χριστιανισμοῦ ἐπί τῆς
ἑλληνικῆς καί τῆς παγκοσμίου λογοτεχνίας καί ἐπί τῆς παγκοσμίου τέχνης; Λαϊκά
ἤθη καί ἔθιμα, ὅπως καί δημοτικά τραγούδια ἀναφερόμενα στή χριστιανική πίστη;
Ἐπανειλημμένως γίνονται
ἀναφορές καί σέ τέτοιου εἴδους θέματα ἀπό θεολόγους καθηγητές. Ὅλα αὐτά εἶναι
χρήσιμα, ἐφ΄ ὅσον τά ἔχουν μελετήσει ὅσοι ἀναφέρονται σέ αὐτά καί ἰδιαίτερα
ὅσοι συγγραφεῖς σχολικῶν βιβλίων πρόκειται νά τά ἀναλύσουν, ἐάν γνωρίζουν τίς
πηγές καί δέν ἀντιγράφουν ἁπλῶς ξένα ἐγχειρίδια<!–[if !supportFootnotes]–>[62]<!–[endif]–>.
Ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά
ἀποτελέσουν αὐτά τόν κύριο κορμό τοῦ μαθήματος. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν βίωσαν καί μᾶς τήν παρέδωσαν
οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ὡς σκοπό τήν «ἀνακαίνωσι» τοῦ «ἔσωθεν ἀνθρώπου»<!–[if !supportFootnotes]–>[63]<!–[endif]–>.
Εἶναι δυνατόν νά συμβάλλει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν σέ αὐτήν τήν «ἀνακαίνωσι», ἐάν δέν περιλαμβάνει
Εὐαγγέλιο καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἐάν τούς θέσει σέ δεύτερη μοίρα καί
προσφέρει κατά κύριο λόγο ὅσα προηγουμένως ἀναφέραμε; Σέ τέτοια περίπτωση
θά ὑπάρξει ὁ κίνδυνος νά πολλαπλασιασθοῦν οἱ ἐπιφανειακά πολιτισμένοι. Ἔχει δέ
παρατηρηθεῖ, ὅτι οἱ φόνοι ἐν βρασμῷ ψυχῆς εἶναι συχνότεροι στούς πρωτόγονους
ἀνθρώπους, οἱ δέ φόνοι ἐκ προμελέτης συχνότεροι στούς «πολιτισμένους». Ὁπωσδήποτε ὅμως πρόκειται γιά ἐπιφανειακά «πολιτισμένους», ὅπου ὁ πολιτισμός δέν
ἔχει ἀγγίξει τόν «ἔσωθεν ἄνθρωπο».
Θά παραθέσουμε καί ἄλλο ἕνα
παράδειγμα, γιά νά δείξουμε ποιούς κινδύνους ἐμπεριέχει τό λεγόμενο «πολιτιστικό μάθημα»: Ἡ ἀρχαία ἑλληνική
θρησκεία ἀποτελεῖ πολιτιστικό παρελθόν τῆς Ἑλλάδας καί τῶν Ἑλλήνων. Μαθαίνουμε
ὅμως τούς μύθους οἱ ὁποῖοι τήν συναπαρτίζουν, ὥστε νά εἴμαστε σέ θέση νά
κατανοήσουμε τίς ἀναφορές τῶν γραπτῶν, ἀρχιτεκτονικῶν καί ἐν γένει
καλλιτεχνικῶν μνημείων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας στούς μύθους αὐτούς. Βλέπουμε τόν
ναό τῆς Ἀρτέμιδος καί πρέπει νά γνωρίζουμε τούς σχετικούς μέ τήν Ἀρτέμιδα
μύθους. Διαβάζουμε σέ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικό κείμενο τήν φράση «νή Δί» καί πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι
σημαίνει «μά τόν Δία» καί ποιός ἦταν
αὐτός ὁ Δίας γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία. Βλέπουμε ἕνα ἄγαλμα τῆς
Ἀφροδίτης καί πρέπει νά γνωρίζουμε ποιά ἦταν σύμφωνα μέ τούς ἀρχαίους
ἑλληνικούς μύθους ἡ Ἀφροδίτη, διότι ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἱστορίας τοῦ
πολιτισμοῦ μας. Ὅμως, ὅσα διδασκόμαστε γιά τήν θρησκεία τοῦ δωδεκαθέου, εἶναι
ἁπλῶς πληροφοριακά. Δέν ἀναπτύσσουν μία ζωντανή πίστη, δέν διαπλάθουν τήν
προσωπικότητά μας<!–[if !supportFootnotes]–>[64]<!–[endif]–>,
ἀλλά μᾶς πληροφοροῦν γιά ἕνα τμῆμα τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος.
Ἐάν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν
καταλήξει νά διδάσκει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη κατά ἕνα τέτοιο τρόπο,
δηλαδή ὡς κάτι ἀναφερόμενο στό παρελθόν, κι ὄχι ὡς κάτι ζωντανό τό ὁποῖο ἔχει
σκοπό νά τό ἐνισχύσει, καί μέσῳ αὐτοῦ νά καλλιεργήσει τήν προσωπικότητα τοῦ
ἀνθρώπου, τότε θά καταντήσει καί νά ἀντιστρατεύεται τήν πίστη αὐτή.
ΙΔ΄. Ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη κληρονομία;
Ὑποστηρίχθηκε ἀπό ὁμάδα μή
θεολόγων καθηγητῶν πανεπιστημίου<!–[if !supportFootnotes]–>[65]<!–[endif]–>, ὅτι
«ἡ πείρα ὅλων, πιστῶν καί μή, μαρτυρεῖ
ὅτι γενικά τά ἑλληνόπουλα δέν γίνονται συνειδητοί χριστιανοί μέ καί ἀπό τό
σχολικό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ἁπλῶς αὐτό εἶναι στοιχεῖο τῆς παιδείας τους.
Τό ἄν θά τήν δεχθοῦν ἤ ὄχι, αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα ἄλλων παραγόντων.» Ἐρωτοῦμε:
Τό ἄν ἀποδεχθοῦν τά παιδιά τήν χριστιανική παιδεία εἶναι ἀποκλειστικῶς ἀποτέλεσμα
ἄλλων παραγόντων; Τό ἴδιο τό μάθημα τῆς χριστιανικῆς παιδείας εἶναι ἀπολύτως ἀδιάφορος
παράγοντας; Ἐάν ἐν τέλει ἀποδεχθοῦν τά χριστιανόπουλα τήν χριστιανική παιδεία,
θά ὑπάρχει ἐνδεχόμενο καί νά βελτιωθοῦν ὡς ἄνθρωποι λόγῳ αὐτῆς; Ἐμεῖς δέν θά
ἀπαντήσουμε ἐπικαλούμενοι τήν «πείρα ὅλων»,
τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά γνωρίζουμε ἐπακριβῶς, ἀλλά ἐπικαλούμενοι τή δική
μας πείρα: τό μάθημα βοηθεῖ τά χριστιανόπουλα, τά βελτιώνει, τούς προσφέρει
σημαντική βοήθεια νά ἀντιμετωπίσουν ποικίλους προβληματισμούς καί δυσκολίες,
τόσο τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας, ὅσο καί τῆς ζωῆς τους ὡς ἐνηλίκων.
Ὡς πρόταση διαμορφώσεως τοῦ
περιεχομένου τοῦ μαθήματος ὑποστηρίχθηκε ἀπό τούς συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ
ὑπομνήματος, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θά πρέπει νά «ἔχει ὡς κύριο περιεχόμενο τά χαρακτηριστικά τῆς χριστιανικῆς πίστης ὄχι
ὡς θρησκείας ἀλλ΄ ὡς συστατικοῦ τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς καί παράδοσης.»
Ἀπόπειρα ἐφαρμογῆς τῆς ὡς ἄνω
προτάσεως θά κατέληγε σέ διχοτόμηση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς πίστεως σέ «θρησκεία» καί «κληρονομιά». Ποιά στοιχεῖα θά θεωροῦνται «θρησκεία» καί ποιά «κληρονομιά»;
Ἐάν θεωρηθοῦν «θρησκεία» τά ἑπτά
μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, θά ἀπαγορευθεῖ νά τά διδάσκουμε; Θά ἀπαγορευθεῖ νά
διδάσκουμε ἀκόμη καί τήν κυριακή προσευχή, τό γνωστό σέ ὅλους μας ὡς «πάτερ ἡμῶν», ἀφοῦ θά θεωρεῖται «θρησκεία»; Ἀκόμη καί ἄν οἱ συντάκτες τοῦ
ἐν λόγῳ ὑπομνήματος δέν ἐννοοῦν ὅλα αὐτά, ἀπόπειρα ἐφαρμογῆς ὅσων προτείνουν θά
ἔχει ὁπωσδήποτε αὐτή τήν κατάληξη.
Ἀναφέρεται στό ὑπόμνημα, ὅτι «αὐτή ἡ κληρονομιά – εἶναι γενικά γνωστό –
ἀποτελεῖ τόν ἀντίποδα κάθε μισαλλοδοξίας καί σκοταδισμοῦ· εἶναι ὅ,τι πιό
οἰκουμενικό ἀνθρωπιστικό μήνυμα μπορεῖ νά δοθεῖ στούς μαθητές τῶν ἑλληνικῶν
σχολείων καί δέν προσβάλλει τίς ὁποιεσδήποτε πεποιθήσεις γονέων.» Στήν αὐτή
παράγραφο τοῦ ὑπομνήματος ἀναφέρεται σέ ὑποσημείωση τό περιοδικό τοῦ
Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, τό ὁποῖο ὀνομάζεται «Κληρονομία». Τό περιοδικό ὅμως αὐτό
ἐρευνᾶ τό ἔργο τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἐπεχείρησαν νά
διαχωρίσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τό μήνυμά της, τό ὁποῖο ἀπευθυνόταν, καί
ἐξακολουθεῖ νά ἀπευθύνεται σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη.
Τό
μήνυμα αὐτό, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι, εἶναι ἡ ζῶσα πίστη πρός τόν σωτήρα
Χριστό<!–[if !supportFootnotes]–>[66]<!–[endif]–>,
ἡ ὁποία δέν χρειάζεται νά μεταμφιεσθεῖ μέ τόν ὁποιονδήποτε μανδύα «πολιτισμοῦ», «κληρονομιᾶς», «ἐνισχύσεως τῶν
θρησκειολογικῶν στοιχείων», «μή
κατηχήσεως» ἐπιχειρώντας νά πείσει κάποιους νά μή τό πολεμοῦν. Ἔτσι καί
ἀλλιῶς θά ὑπάρχουν πάντοτε κάποιοι, οἱ ὁποῖοι θά συνεχίζουν τόν πόλεμο αὐτό
ἐφευρίσκοντας νέες προφάσεις καί προβάλλοντας νέα ἐμπόδια στό ἔργο μας.
Ὑποστηρίζεται στό ὑπόμνημα, ὅτι
«μέ τά χαρακτηριστικά αὐτά τό μάθημα τῆς
ὀρθόδοξης χριστιανικῆς κληρονομιᾶς θά διδάσκεται ὡς ὑποχρεωτικό μάθημα γιά
ὅλους τούς μαθητές πού φοιτοῦν σέ ἑλληνικά σχολεῖα, καί γιά τά παιδιά τῶν
μεταναστῶν ὁποιασδήποτε προέλευσης. Εἶναι στοιχειῶδες – καί δέν ἀποτελεῖ
ἔλλειψη σεβασμοῦ πρός ὁποιεσδήποτε παραδόσεις ἤ πεποιθήσεις –, ἀφοῦ διαμένουν
στή χώρα μας, νά μαθαίνουν ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τό περιβάλλον, θρησκευτικό καί
πολιτιστικό, στό ὁποῖο ζοῦν. Βλέπουν ἐκκλησίες, εἰκόνες, ὅπως βλέπουν ἀρχαῖα
μνημεῖα· εἶναι φυσικό καί ἀναγκαῖο νά γνωρίζουν τί σημαίνουν ὅλα αὐτά καί ποιᾶς
παράδοσης εἶναι δημιουργήματα. Ἐάν ἕνας Ἕλληνας διέμενε π.χ. στήν Ἰνδία, δέν θά
ἦταν φυσικό τά παιδιά του νά μάθουν στό σχολεῖο ὅ,τι ἀφορᾶ τίς ἰνδικές
θρησκευτικές παραδόσεις γιά νά συνειδητοποιοῦν ἄν μή τι ἄλλο, τό περιβάλλον
ὅπου θά ζοῦσαν;»
Πρέπει νά ἐπισημάνουμε, ὅτι ὁ
Ἕλληνας ὀρθόδοξος χριστιανός ὁ ὁποῖος ζῆ στήν Ἰνδία δέν εἶναι δυνατόν νά
διδάσκεται τά ἰνδικά θρησκεύματα ὅπως ὁ Ἰνδός ὁ ὁποῖος ἤδη μετέχει σέ αὐτά καί
ἀποτελοῦν ὄχι ἁπλῶς μέρος τῆς χώρας του καί τοῦ πολιτισμοῦ της ἀλλά καί μέρος
τοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς ἴδιας του τῆς ταυτότητας. Οὔτε εἶναι δυνατόν ὁ Ἰνδός νά
διδάσκεται τά ἰνδικά θρησκεύματα ὅπως ὁ Ἕλληνας ὁ ὁποῖος δέν μετέχει σέ αὐτά
καί ζητεῖ ἁπλῶς νά μάθει περί τίνος πρόκειται.
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπό ὅ,τι
γίνεται ἤ πρέπει νά γίνεται στήν Ἰνδία, οἱ Ἕλληνες θεολόγοι ἔχουν ἐπιτύχει, καί
νά διδάσκονται οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές τό μάθημα ὡς πιστοί τῆς ὀρθοδόξου
χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καί ὅσοι ἑτερόθρησκοι τό παρακολουθοῦν, νά τό θεωροῦν
ἁπλῆ πληροφόρηση ἡ ὁποία τούς βοηθεῖ νά κινηθοῦν μέ εὐχέρεια σέ ἕνα κράτος ὅπου
κυριαρχεῖ ἡ πίστη αὐτή<!–[if !supportFootnotes]–>[67]<!–[endif]–>. Εἶναι
ἄτυπος, ἀλλά ἀπαράβατος κανόνας μεταξύ τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων θεολόγων νά μή
ἐπιχειρεῖται προσέλκυση διά τοῦ μαθήματος κάποιου ἑτεροθρήσκου παιδιοῦ στήν
ὀρθόδοξη χριστιανική Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἡ οἰκογένειά του δέν ἔχει ἐκδηλώσει τέτοια
πρόθεση<!–[if !supportFootnotes]–>[68]<!–[endif]–>. Τό δέ
δικαίωμα ἀπαλλαγῆς τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν καί τῶν ἑτεροθρήσκων ἀπό τό μάθημα
ἔχει κατοχυρωθεῖ, ὥστε νά μήν ὑπάρξει κἄν ὑποψία ὅτι ἐπιχειρεῖται κάτι τέτοιο. Γι΄
αὐτό δέν πρέπει νά ἀλλάξει τό μάθημα περιεχόμενο. Θά εἶναι ἀδικία πρός τούς
ὀρθοδόξους μαθητές μας, Ἕλληνες καί μή.
Διαπιστώνεται ἐπίσης στό ἐν
λόγῳ ὑπόμνημα ὅτι «πολλοί Ἕλληνες
ἰσραηλίτες γονεῖς ἤθελαν καί θέλουν τά παιδιά τους νά παρακολουθοῦν τό μάθημα
τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα μας, ἄσχετα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις,
ἀκριβῶς γιά νά γνωρίζουν τό περιβάλλον στό ὁποῖο ζοῦν.» Ὑπό τό σημερινό
νομικό καθεστώς καί ἐφ΄ ὅσον οἱ ἑτερόθρησκοι γονεῖς (ἰσραηλίτες, μουσουλμάνοι,
ἰνδουιστές, σιντοϊστές ἤ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι) ἐνεργοῦν κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο, δέν
προκύπτει κανένα πρόβλημα. Ἐάν ὅμως καταστεῖ τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα
ὑποχρεωτικό γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως, καί γιά ὅσους ἑτεροθρήσκους τό ἤθελαν πρίν
καί γιά ὅσους ἑτεροθρήσκους δέν τό ἤθελαν, τότε ἀμέσως θά δημιουργηθεῖ ὑποψία
ἐπιβολῆς προσηλυτισμοῦ καί θά ὑπάρξουν ἀντιδράσεις.
Ἐν τέλει δέν εἴδαμε μία
ὁλοκληρωμένη πρόταση γιά τό τί καί πῶς θά ἔπρεπε νά διδάσκεται ὡς «ὀρθόδοξη κληρονομιά», μία κάποια
ἀπόπειρα συντάξεως ἑνός προγράμματος σπουδῶν. Πιστεύουμε, ὅτι τέτοια ἀπόπειρα
θά ἀπετύγχανε, ἀφ΄ ἑνός γιά τούς λόγους τούς ὁποίους ἤδη ἐξηγήσαμε, ἀφ΄ ἑτέρου
διότι σχέδιο προγράμματος μαθήματος θρησκευτικῶν δέν θά ἦταν δυνατόν νά
ἐκπονηθεῖ ἀπό μή θεολόγους, ἀκόμη καί ἄν ὡς ἁπλοί πιστοί ἔχουν ὀρθόδοξες ἀρχές.
ΙΕ΄. Ἰδιόρρυθμη πρόταση περί «βιβλικοῦ» μαθήματος
Θά ἐξετάσουμε ἄλλη μία
καλοπροαίρετα διατυπωμένη, πλήν ὅμως ἀνεπιτυχῆ ἐπί τοῦ θέματος εἰσήγηση. Ὁ
εἰσηγητής ξεκινᾶ ὑποθέτοντας ὅτι «προϊόντος
τοῦ χρόνου καί ὅσο φιλελευθεροποιεῖται ἡ συντηρητική πολιτική παράταξη, ὅλο καί
θά πληθαίνουν ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ μαθήματος στό σχολεῖο, καί ὅλο καί
θά λιγοστεύουν οἱ ὑποστηρικτές του, γιά νά ἀπομείνουν στό τέλος μόνον ἡ
Ἐκκλησία καί ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (ΠΕΘ).»<!–[if !supportFootnotes]–>[69]<!–[endif]–>
Ἡ
ἐκτίμηση αὐτή εἶναι ἀπολύτως ἀτυχής, διότι οἱ πιστοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ποτέ καί δέν εἶναι ψηφοφόροι μόνον τοῦ Α ἤ τοῦ Β, τοῦ Χ ἤ
τοῦ Ψ πολιτικοῦ κόμματος, κοινοβουλευτικοῦ ἤ μή. Πιστοί χριστιανοί ὑπάρχουν σέ
ὅλα ἀνεξαιρέτως τά κόμματα, σέ ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς πολιτικές παρατάξεις, εἴτε
ὡς ψηφοφόροι εἴτε ὡς πολιτευτές. Δέν εἶναι ἑπομένως δυνατόν νά ἐπιχειροῦμε νά
ἑρμηνεύσουμε τήν ὑπάρχουσα στήν Ἑλλάδα πραγματικότητα μέσῳ καταστάσεων οἱ
ὁποῖες ποτέ δέν ὑπῆρξαν καί ποτέ δέν εὐδοκίμησαν ἐδῶ.
Καί
πράγματι, ὑπῆρξαν κατά περιόδους στά ἑλληνικά χωριά καφενεῖα τά ὁποῖα
συγκέντρωναν τούς ψηφοφόρους ἑνός κόμματος καί ἄλλα καφενεῖα τά ὁποῖα
συγκέντρωναν τούς ψηφοφόρους ἄλλου κόμματος καί οἱ μέν δέν πήγαιναν ποτέ στά
δέ. Ὅμως δέν ὑπῆρξαν ποτέ Ἐκκλησίες τοῦ Χ, τοῦ Ψ ἤ τοῦ Ω κόμματος. Ἡ Ἐκκλησία
συγκέντρωνε καί συγκεντρώνει ὅλο τό χωριό, στίς λειτουργίες, στούς γάμους στίς
βαπτίσεις, στίς λιτανεῖες, στίς κηδεῖες, στά μνημόσυνα, αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή
της, στήν ὁποία καί ἐπιτυγχάνει, ἀλλιῶς δέν θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε,
ὅπως ἤδη εἴδαμε στό Α΄ κεφάλαιο τοῦ παρόντος μελετήματος, τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στήν Ἑλλάδα δέχθηκε τό πιό ὕπουλο χτύπημα
ἀπό ἕνα καθεστώς τό ὁποῖο αὐτοδιαφημιζόταν ὡς ὑπερσυντηρητικό, δηλαδή ἀπό τήν
δικτατορία τῶν συνταγματαρχῶν (1967-1974).
Ὅσο γιά τούς σημερινούς ἀρνητές
τοῦ μαθήματος, αὐτοί περιορίζονται σέ μιά ἐλάχιστη μειοψηφία, ἡ ὁποία ἐπιμένει
νά δημιουργεῖ κατά διαστήματα θόρυβο, ἐλπίζοντας νά πείσει λαό καί κυβερνήσεις.
Ὑποθέτει
ὁ ἀρθρογράφος ὅτι «ὁμολογιακός χαρακτήρας
ὅμως σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι οἱ μαθητές καλοῦνται νά προσχωρήσουν σέ μία πίστη,
τήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σημαίνει ὅτι τό μάθημα εἶναι ἀπολογία ὑπέρ
αὐτῆς τῆς πίστεως, σημαίνει ὅτι ὁ δάσκαλος μέσα στήν τάξη κηρύττει καί
κατηχεῖ.»<!–[if !supportFootnotes]–>[70]<!–[endif]–>
Πρόκειται ἐδῶ γιά ὁμοίως ἀνεπιτυχῆ θεώρηση τῆς πραγματικότητας. Ὁ θεολόγος
καθηγητής δέν καλεῖ τούς μαθητές νά προσχωρήσουν στήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτό τό ἔχουν ἀποφασίσει πρό πολλοῦ οἱ γονεῖς τῶν
μαθητῶν. Οἱ μαθητές εἶναι ἤδη ὀρθόδοξοι χριστιανοί, διότι οἱ γονεῖς τους ἔχουν
ἀποφασίσει καί τούς ἔχουν ἀβίαστα βαπτίσει χριστιανούς ὀρθοδόξους. Δέν πρέπει
ἑπομένως νά θεωροῦμε τούς γονεῖς ἀμέτοχους καί θεατές στήν ὅλη ὑπόθεση τοῦ
μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
Τά
ἴδια τά παιδιά ἄλλωστε ζητοῦν ἀπό τόν θεολόγο καθηγητή τους νά πληροφορηθοῦν
γιά πάμπολλα ζητήματα τά ὁποῖα βλέπουν καί βιώνουν κατά τήν θεία λειτουργία ἤ
διαβάζουν στά σχολικά τους βιβλία ἤ ὁπουδήποτε, σχετίζονται δέ μέ τήν πίστη
τους καί τούς ἔχουν κινήσει τό ἐνδιαφέρον. Καί, μολονότι τά σχολικά βιβλία δέν
ἐξηγοῦν πλέον τέτοιες λεπτομέρειες, συχνά ζητοῦν νά πληροφορηθοῦν πῶς λέγονται
καί πῶς χρησιμοποιοῦνται τά λειτουργικά σκεύη τῆς Ἐκκλησίας μας. Ζητοῦν ὅμως νά
ἐνημερωθοῦν καί γιά καθαυτό θεολογικά ζητήματα, ὅπως π.χ. ἐάν ἡ αὐτοκτονία τοῦ
Ἰούδα ἦταν μετάνοια ἤ ὄχι καί γιατί ἤ τό γιατί ἡ ἐπί τοῦ σταυροῦ ἀναφώνηση τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, «Θεέ μου Θεέ μου ἵνα τί μέ
ἐγκατέλειπες», δέν ἐκφράζει μείωση τῆς πίστεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ
Χριστοῦ πρός τόν Θεό. Ἄλλα πάλι ἐκφράζουν πιό στοιχειώδη ἐρωτήματα, κανένα ὅμως
ἀπό αὐτά δέν φανερώνει ἀπιστία, ἀλλά ἐνδιαφέρον.
Στίς τελευταῖες τάξεις τοῦ
λυκείου ἔρχονται καί τά ἐρωτήματα ἤ οἱ δηλώσεις ἀμφισβητήσεως. Μερικοί μαθητές
δηλώνουν ἄθεοι, ὅμως, ὅπως ἔχουμε πολλές φορές διαπιστώσει, οἱ περισσότεροι δέν
πιστεύουν αὐτό τό ὁποῖο λέγουν καί ἐλέγχουν ἁπλῶς τήν ἀντίδραση τοῦ καθηγητῆ
τους, τήν νηφαλιότητα, τήν ἐτοιμότητα, τά ἐπιχειρήματα ἤ τίς γνώσεις του. Οἱ
ὑποτιθέμενοι «ἄθεοι» μαθητές συχνά
προβαίνουν σ΄ αὐτές τίς δηλώσεις ἐπειδή ψάχνουν καί ψάχνονται, ἐρευνοῦν τόν κόσμο,
ἀλλά καί τόν ἑαυτό τους. Κάποιες φορές δέν ἔχουν πεισθεῖ οὔτε γιά τό ἄν ἀξίζει
νά πιστεύουν, οὔτε γιά τό ἄν ἀξίζει νά μή πιστεύουν. Ἔτσι ἔτυχε νά συναντήσουμε
στή λειτουργία, ἀκόμη καί σέ ἀγρυπνία, παλιούς μας μαθητές οἱ ὁποῖοι στά
δεκαεπτά τους δήλωναν ἄθεοι, ἀλλά στά εἰκοσιπέντε μέ τριάντα τους θεωροῦσαν
ἐκείνη τή συμπεριφορά τῶν δεκαεπτά τους χρόνων παιδαριώδη καί ἀνώριμη, διότι ἡ
ψυχή τους πλέον ἀποζητοῦσε τόν Χριστό.
Ὑποστηρίχθηκε ἀπό τόν ἴδιο
ἀρθρογράφο, ὅτι «ἡ σημερινή συνείδηση τοῦ
εὐρωπαίου πολίτη, διαμορφωμένη μέσα ἀπό μία μακρά διαδικασία ἐκκοσμίκευσης τῆς
γνώσης, δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ αὐτή τή διδακτική συμπεριφορά (δηλ. κήρυγμα
καί κατήχηση).»<!–[if !supportFootnotes]–>[71]<!–[endif]–> Ὁ
ἰσχυρισμός αὐτός φανερώνει ἄγνοια, τόσο τῆς συνειδήσεως τοῦ Ἕλληνα πολίτη, ὅσο
καί τοῦ Εὐρωπαίου. Ὁ Ἕλληνας πολίτης δέχεται καί κήρυγμα καί κατήχηση γιά τό
παιδί του, δέχεται δηλαδή τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὅπως εἶναι, διότι δέν
ἔγινε Εὐρωπαῖος πολίτης καταστρέφοντας τήν ἑλληνική καί τή χριστιανική του
ταυτότητα. Γι΄ αὐτό καί δέν ἀνέχεται νά τοῦ ὁρίζουν ἄλλοι τί ὁ ἴδιος εἶναι καί
τί δέν εἶναι, τί θέλει καί τί δέν θέλει. Οὔτε ὅμως καί ὁ Εὐρωπαῖος πολίτης
δέχεται κάτι τέτοιο, γι΄ αὐτό καί σέ κανένα δυτικοευρωπαϊκό κράτος δέν ἔχουμε
ἀπαγόρευση τῆς χριστιανικῆς παιδείας ἀπό τά δημόσια σχολεῖα. Στά κράτη δέ τῆς
ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅπου οἱ ἱστορικές συγκυρίες εἶχαν ἀφαιρέσει ἀπό τούς νέους
τό δικαίωμα τῆς χριστιανικῆς παιδείας, βλέπουμε ἐπανεισαγωγή τοῦ μαθήματος τῶν
θρησκευτικῶν.
Ποιός ὁρίζει ἑπομένως ποιά
εἶναι ἡ συνείδηση του Εὐρωπαίου πολίτη; Ὁ ἴδιος ὁ πολίτης ἤ μιά ὁμάδα
διανοουμένων; Ὅσο σημαντικοί διανοούμενοι καί ἄν εἶναι αὐτοί, κανένας δέν τούς
ἔδωσε τό δικαίωμα νά ἀποφασίζουν ποιά εἶναι ἡ συνείδηση τῶν ἄλλων. Καί ὅταν κάποια ἄλλα κράτη συνειδητοποιοῦν
τά παλαιά τους λάθη καί ἐπιστρέφουν στίς ρίζες τους, καταντᾶ ἀστεῖο νά
προβληματίζονται, μερικοί, ἔστω καί τόσο λίγοι Ἕλληνες, μήπως θά ἦταν καλό νά
διαπράξουμε ὅσα σφάλματα ἐκεῖνα διεπραξαν καί νά ὑποστοῦμε χωρίς κανένα λόγο
τίς συνέπειες τῶν σφαλμάτων αὐτῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ τό τί θά διδάσκεται
ὡς μάθημα θρησκευτικῶν παρατηρεῖ ὁ ὡς ἄνω ἀρθρογράφος ὅτι: «Μέ ἀφετηρία λοιπόν τή Βίβλο καί τά κείμενά
της, θά διδάξουμε στούς μαθητές καί τήν πατερική, ἑρμηνευτική θεολογία, τήν
ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ – συνολικά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὄχι μόνο τῆς
Ὀρθοδοξίας, ὅσο καί ἄν αὐτή τή διδάξουμε ἀσφαλῶς περισσότερο, γιά λόγους ὅμως
ἱστορικούς καί πολιτιστικούς καί ὄχι ἐπειδή εἶναι ἀληθινότερη ἀπό τίς ἄλλες
χριστιανικές ὁμολογίες – τήν ἱστορία τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τόν πολιτισμό καί τήν τέχνη
τῆς ἀνατολικῆς καί τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης. Ἀρχή ὅμως καί τέλος θά εἶναι
πάντα τά βιβλικά κείμενα καί ἡ ἑρμηνεία τους.»
Τά περί «πολιτισμοῦ» καί τά περί «ὁμολογιῶν»
ἔχουμε ἤδη ἀναλύσει ἀνωτέρω καί δέν χρειάζεται νά ἐπανέλθουμε.
Ὅσο γιά τήν πατερική ἑρμηνεία,
ὁ κάθε ὀρθόδοξος θεολόγος γνωρίζει ὅτι δέν διδάσκεται μέ ἀφετηρία τήν Ἁγία
Γραφή, ἀλλά εἶναι ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἑπομένως ἡ Ἁγία Γραφή
διδάσκεται βάσει τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας.
Ἐάν ξεκινήσουμε νά διδάσκουμε Ἁγία Γραφή, ὥστε νά καταλήξουμε νά
διδάσκουμε, μεταξύ ἄλλων, καί τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὁπωσδήποτε θά
κινδυνεύσει νά τεθεῖ ἡ πατερική ἑρμηνεία στό περιθώριο καί νά παρεμβληθοῦν
προσωπικές μας ἑρμηνεῖες ἄσχετες μέ τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Τά δέ γεγονότα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἶναι δυνατόν νά κρίνονται βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅμως
δέν ἀποτελεῖ ὀρθή ἱστορική ἀλλά καί παιδαγωγική μέθοδο τό νά τίθενται σέ
δεύτερη μοίρα τά ἱστορικά γεγονότα τοῦ πέμπτου ἤ τοῦ δεκάτου πέμπτου αἰώνα καί
νά διδάσκονται παρέργως, ἐνῷ διδάσκουμε βιβλική ἱστορία ἤ βιβλική θεολογία. Ὁ
μαθητής θά περιέλθει ἔτσι σέ σύγχυση.
Γιά νά διδάξουμε δέ τήν ἱστορία
ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανιμοῦ ἀπαιτοῦνται περισσότερες διδακτικές ὧρες, οἱ ὁποῖες
μᾶλλον δέν ὑπάρχει ἡ πρόθεση νά διατεθοῦν. Ἑπομένως θά πρέπει, ἐάν ἐπιμείνουμε
στήν πλήρη διδασκαλία τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί τοῦ προτεσταντισμοῦ<!–[if !supportFootnotes]–>[72]<!–[endif]–>, νά
μειωθεῖ ἡ ἱστορία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐν τέλει θά ταλαιπωροῦνται οἱ
μαθητές μέ θέματα τά ὁποῖα δέν ζοῦν καί τά ὁποῖα δέν μιλοῦν μέσα τους, ἐνῷ θά
ἦταν δυνατόν νά ἐνημερωθοῦν γιά τά θέματα αὐτά μέ λιτό ἀλλά περιεκτικό τρόπο σέ
δύο ἤ τρεῖς διδακτικές ὧρες.
Περί ἠθικῆς καί λειτουργικῆς
θεολογίας, καθώς καί περί ἀντιμετωπίσεως τῶν ἐπικινδύνων αἱρέσεων καί
παραθρησκευτικῶν φαινομένων, δέν ἀναφέρεται τίποτε στήν ὡς ἄνω εἰσήγηση. Ἀρκετά
λογικό, διότι ἡ εἰσήγηση δέν προέρχεται ἀπό θεολόγο καί γι΄ αὐτό δέν
διαπιστώνεται ἡ ἀνάγκη νά λάβουν οἱ μαθητές γνώση περί ὅλων αὐτῶν. Παρ΄ ὅλα
αὐτά οἱ μαθητές δέν ἀδιαφοροῦν γιά ὅλα αὐτά. Κι ἄν ὁ θεολόγος καθηγητής δέν
ἀναπαράγει μηχανιστικά τό σχολικό βιβλίο καί δέν ἀπαιτεῖ τό ἴδιο ἀπό τούς
μαθητές του, ἔχει σωστά ἀποτελέσματα. Βραχυπρόθεσμα ἔχει ἐπιτύχει τό ἐνδιαφέρον
καί τή συμμετοχή τῶν μαθητῶν στό μάθημα, καί μακροπρόθεσμα ἔχει δικαίωμα νά
ἐλπίζει ὅτι διά τῆς διδασκαλίας τούς ἔχει δείξει τόν δρόμο πρός τόν Χριστό.
Ὡς πρός τό πῶς θά διδάσκει ὁ
θεολόγος καθηγητής, παρατηρεῖ ὁ ἴδιος εἰσηγητής: «ὁ καλός θεολόγος καθηγητής θά διδάσκει τήν Παλαιά Διαθήκη μέ θέρμη καί
συγκίνηση – πράγματα ὁλότελα διαφορετικά ἀπό τό συναισθηματισμό –, ὅπως ἀκριβῶς
διδάσκει καί ὁ καλός φιλόλογος τόν «Ἐπιτάφιο» τοῦ Περικλῆ, τήν Ἀντιγόνη ἤ τόν
σολωμικό «Πόρφυρα», καί ὁ καλός μαθηματικός καί φυσικός τά ἀνάλογα τῆς
ἐπιστήμης τους, ἀλλά χωρίς καμία κηρυγματική διάθεση καί χωρίς νά καλεῖ τούς
μαθητές νά προσχωρήσουν σέ μία πίστη ἤ κοσμοθεωρία. Θά τούς καλεῖ νά γνωρίσουν
καί νά σκεφθοῦν. Τό σχολεῖο δέν ἦταν ποτέ, καί δέν εἶναι πολύ περισσότερο
σήμερα, Ἐκκλησία.»<!–[if !supportFootnotes]–>[73]<!–[endif]–>
Ὁ ὅρος «συναισθηματισμός» εἶναι ἀσαφής. Ἐάν ὑπό τόν ὅρο αὐτό ἐννοεῖ ὁ
ἀρθρογράφος τήν πρός τόν Θεό πίστη, δέν δεχόμαστε τόν ὅρο. Διότι ἡ πίστη δέν
ἐκφράζεται μόνον διά τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέσῳ σύνολης
τῆς ὑπάρξεώς του. Ἐάν ὡς «συναισθηματισμό»
ἐννοεῖ τυχόν τεχνητή ἐξωτερίκευση συγκινησιακῶν καταστάσεων, διευκρινίζουμε ὅτι
οἱ θεολόγοι καθηγητές δέν σχετίζονται μέ τέτοιου εἴδους συμπεριφορά, καί
γνωρίζουν ὅτι πρόκειται γιά ὑποκρισία. Ἐάν ὡς ἀποκλεισμό τοῦ συναισθηματισμοῦ
ὁρίζει ὁ ἀρθρογράφος τόν παραμερισμό ἤ ἔστω τήν ἀπόκρυψη τῆς πίστεως τοῦ
θεολόγου ἐνῷ διδάσκει κάποια κείμενα τά ὁποῖα ἀκριβῶς αὐτή τήν πίστη ἐκφράζουν,
τότε θά διαπιστώσουμε πώς αὐτό δέν γίνεται. Ὁ θεολόγος καθηγητής εἶναι
βαπτισμένος ὀρθόδοξος χριστιανός καί ἀπευθύνεται βαπτισμένους ὀρθοδόξους
χριστιανούς καί δέν θά κόψει, οὔτε θά πετάξει τόν ἑαυτό του, οὔτε θά προτρέψει
τούς μαθητές του νά πράξουν τό ἴδιο. Ἐάν διαπράξει κάτι τέτοιο, τότε καταντᾶ τό
μάθημα βιασμός τῆς συνειδήσεως τοῦ καθηγητῆ καί τῶν μαθητῶν, τότε θά πρέπει νά
ἀπαγορευθεῖ.
Ἄς
δοῦμε ὅμως καί πῶς ὁμιλοῦν οἱ πατέρες τῆς ὀρθοδοξίας περί τοῦ πῶς πρέπει νά
πλησιάζουμε τήν Ἁγία Γραφή: «Μήν πλησιάσεις
στά λόγια τῶν μυστηρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄν πρῶτα δέν προσευχηθεῖς καί δέν
ζητήσεις τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, λέγοντας: «Κύριε, ἀξίωσέ με νά ἀντιληφθῶ τή
δύναμη πού ἔχουν». Γιατί πρέπει νά ξέρεις, πώς ἡ προσευχή εἶναι τό κλειδί τῶν
ἀληθινῶν νοημάτων, πού εἶναι κρυμμένα μέσα στίς θεῖες Γραφές.»<!–[if !supportFootnotes]–>[74]<!–[endif]–> Αὐτό τόν τρόπο
προσεγγίσεως ἐγκρίνει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος καί αὐτόν τόν τρόπο προσεγγίσεως
ἀναγνωρίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλιῶς ἡ Ἁγία Γραφή θά προσεγγίζεται σάν ἕνα
ἁπλό βιβλίο.
Εἶναι
φανερό, ὅτι ὅσα ὁ ἀρθρογράφος ζητεῖ, ὁδηγοῦν σέ ἕνα εἶδος γραμματολογικῆς
ἐπεξεργασίας καί διδασκαλίας τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς<!–[if !supportFootnotes]–>[75]<!–[endif]–>.
Τέτοιου εἴδους μέθοδοι δέν προϋποθέτουν, οὔτε δημιουργοῦν καμμία ἀπολύτως «θέρμη καί συγκίνηση»<!–[if !supportFootnotes]–>[76]<!–[endif]–>. Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά
συνεχίσει νά εἶναι ὁδηγός ζωῆς, νά βοηθᾶ στήν ψυχοπνευματική τελείωση τοῦ
προσώπου καί στήν ἐξυγίανση τῆς κοινωνίας καί νά μή καταντήσει φιλολογία τῆς
Βίβλου<!–[if !supportFootnotes]–>[77]<!–[endif]–>,
οὔτε γραμματολογία τῆς Βίβλου. Μόνον ἐπικουρικά χρησιμοποιοῦμε φιλολογικά καί
γραμματολογικά στοιχεῖα.
Ὅσον ἀφορᾶ στό ἄν καλεῖ ὁ
θεολόγος τούς μαθητές «νά γνωρίσουν καί
νά σκεφθοῦν», πληροφοροῦμε ὅτι τό μάθημά μας εἶναι ἕνα ἀπό τά μαθήματα τά
ὁποῖα καλλιεργοῦν τή διαλεκτική ἰκανότητα καί τήν κρίση τοῦ μαθητῆ στό ἔπακρο.
Αὐτό τό γνωρίζουν οἱ μαθητές μας, καί πρέπει νά τό συνειδητοποιήσουν καί οἱ
παλαιότεροι.
Ὅσον
ἀφορᾶ στό τί ἦταν καί τό τί πρέπει νά εἶναι τό ἑλληνικό σχολεῖο καί ἐάν καί
κατά πόσον συνδέεται μέ τήν Ἐκκλησία, ἄλλη ὑπῆρξε ἡ διακήρυξη τοῦ φωτιστῆ τῶν
σκλάβων Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ ἁγίου πού ἀφιέρωσε τή ζωή του στήν παιδεία τῶν
ὑποδούλων Ἑλλήνων: «τήν ἀγάπην, ἐπειδή
δέν τήν ἠξεύρετε, πρέπει παιδιά μου νά στερεώνετε σχολεῖα· διατί πάντα εἰς τά
σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἠξεύρουν καί μανθάνουν καί τό τί ἐστι Θεός,
τό τί εἶνε οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, τί εἶνε οἱ καταραμένοι δαίμονες καί τό τί εἶνε ἡ
ἀρετή τῶν δικαίων. Τό σχολεῖον φωτίζει τούς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τά ὀμμάτια τῶν
εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν νά μανθάνουν τά μυστήρια.»<!–[if !supportFootnotes]–>[78]<!–[endif]–>
ΙΣΤ’. Ἀντιχριστιανικό σχολεῖο ἴσον
ἀντιλαϊκό σχολεῖο
Καί ἴσως κάποιος ἰσχυρισθεῖ,
ὅτι ἐπιδιώκει τήν ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς ἀπό
τά σχολεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὥστε νά ἐγκαθιδρύσει στήν Ἑλλάδα ἕνα εἶδος etat
laïque,
δηλαδή λαϊκό κράτος, τό ὁποῖο θά ἔχει μόνον ἕνα εἶδος Ecolelaïque,
δηλ. λαϊκό σχολεῖο, στό ὁποῖο θά ἀπαγορεύεται διά νόμου ἡ διδασκαλία τῆς
ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Σέ τέτοιου εἴδους
σχολεῖο δέν ἔχουν θέση ὁ ἐκκλησιασμός, οἱ ἐκκλησιαστικές διακοπές, τό
δεκαπενθήμερο τῶν Χριστουγέννων καί τό δεκαπενθήμερο τοῦ Πάσχα, θά
ἀπαγορευθοῦν, ὅπως θά ἀπαγορευθεῖ καί ἡ καθαρά θρησκευτική ἀργία τῆς Κυριακῆς,
ὅπως καί ἡ ἀργία τῆς καθαρῆς Δευτέρας καί τῆς ἑορτῆς τοῦ πολιούχου ἁγίου κάθε
πόλεως.
Ὅποιος
ὅμως ἔχει τέτοια σχέδια<!–[if !supportFootnotes]–>[79]<!–[endif]–>, καλό εἶναι νά
συνειδητοποιήσει ὅτι στήν πραγματικότητα
δέν ἐπιδιώκει νά ἱδρύσει λαϊκό κράτος, οὔτε λαϊκό σχολεῖο, ἀλλά ἀντιλαϊκό
κράτος καί ἀντιλαϊκό σχολεῖο. Διότι κανένα «ἑλληνικό κράτος» καί κανένα «ἑλληνικό
σχολεῖο» δέν εἶναι δυνατόν νά
περιφρονεῖ καί νά κρατᾶ μακριά του, σάν νά ἦταν κάτι ἐπιζήμιο, τήν πίστη τοῦ
ἑλληνικοῦ λαοῦ. Τέτοιο κράτος καί τέτοιο σχολεῖο, θά ἔθετε τόν λαό ἀντιμέτωπό του.
ΙΖ΄. «Μεταφυσική» ἀντί τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς;
Σέ ἄρθρο δημοσιευμένο στόν
ἡμερήσιο τύπο<!–[if !supportFootnotes]–>[80]<!–[endif]–>
ὁ ἀρθρογράφος προτείνει νά μετατραπεῖ τό μάθημα σέ μεταφυσική, νά μετατραπεῖ σέ
φιλοσοφία, ὄχι νά χρησιμοποιεῖ τήν φιλοσοφία, ὅπως ἔλεγε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι
πρέπει νά πράττουν οἱ χριστιανοί σάν τίς μέλισσες πού λαμβάνουν ἀπό τά ἄνθη
ὅ,τι καλύτερο αὐτά ἔχουν νά δώσουν: «Κάθε
παιδί πού τελειώνει τήν ἐγκύκλια ἐκπαίδευση σέ ἑλληνικό σχολεῖο ὀφείλει νά
γνωρίζει ποιά μεταφυσική γέννησε τόν Παρθενώνα, τό ἄγαλμα, τήν τραγωδία καί
ποιά μεταφυσική γέννησε τήν Ἁγιά-Σοφιά, τή βυζαντινή Εἰκόνα, τή βυζαντινή
λειτουργία. Σπουδάζοντας στό σχολεῖο ποιά «γιγαντομαχία περί τῆς οὐσίας»
ὁδήγησε σέ αὐτές τίς κορυφαῖες ἐκφάνσεις πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, δέν σημαίνει
καί ὅτι ὑποχρεώνεται τό παιδί νά ἀσπαστεῖ συγκεκριμένη μεταφυσική πρόταση.»
Θέλει δηλαδή ὁ ἀρθρογράφος νά
μετατραπεῖ τό μάθημά μας σέ ἕναν κλάδο φιλοσοφίας ὁ ὁποῖος δέν εἶναι κἄν
ἀποδεκτός ἀπό ὅλους τούς φιλοσόφους. Ὅπως εἶναι εὐρύτερα γνωστό, ὁ Ντέϊβιντ
Χιούμ, ὁ Ἰμμάνουελ Κάντ, καθώς καί οἱ φιλόσοφοι του Κύκλου τῆς Βιέννης
(1922-1938) ἀρνήθηκαν κάθε ἐγκυρότητα τῆς λεγομένης μεταφυσικῆς.
Οὔτε ὑποχρεώνει τό ἰσχύον
ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα κανένα παιδί νά «ἀσπασθεῖ» καμμία «πρόταση».
Ὅσα παιδιά εἶναι ἤδη ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἤ προτίθενται νά βαπτισθοῦν, βοηθοῦνται
ἀπό τό μάθημα νά καλλιεργήσουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα χριστιανική τους πίστη καί ζωή.
Ὅσα ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες, ἔχουμε ἤδη ἐξηγήσει, ὅτι ἁπλῶς ἐνημερώνονται
γιά τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς χώρας ὅπου ζοῦν.
Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ
περί «μεταφυσικῆς» πρόταση δέν εἶναι
σοβαρή καί μελετημένη, ἀφοῦ ἐξ ἄλλου συνοδεύεται καί ἀπό πλῆθος ἰσχυρισμῶν,
ὅπως ὁ ἑξῆς: «Ἡ πολιτεία ἀποδέχθηκε
ἀσμένως νά ἐπιβάλει στά σχολεῖα μάθημα θρησκευτικῶν. Καί αὐτό γιατί ἀπό τή
σύστασή του τό ἑλλαδικό ἐθνικό κράτος λογάριαζε τήν Ἐκκλησία ὅπως ὁ ἰδεολογικός
του γεννήτορας Ἀδαμάντιος Κοραῆς<!–[if !supportFootnotes]–>[81]<!–[endif]–>: Σάν θεσμό ἠθικοδιδακτικῆς
χρησιμότητας-θεσμό πού «ἐξημερώνει τά ἤθη» καί ἐπιβάλλει, ἀποτελεσματικότερα
καί ἀπό τόν χωροφύλακα, κανονιστικές ἀρχές συλλογικῆς εὐταξίας.» Ὁ
ἰσχυρισμός αὐτός δέν σχετίζεται μέ τήν ἱστορική ἀλήθεια. Ἀρκεῖ καί μόνον νά
θυμηθοῦμε, ὅσα ἤδη εἴδαμε ὅτι εἶχε διδάξει ὁ φωτιστής τῶν σκλάβων ἅγιος Κοσμᾶς
ὁ Αἰτωλός καί ὅσα ἀνωτέρω εἴδαμε ὅτι διακήρυξε ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ὁ
εἰσηγητής<!–[if !supportFootnotes]–>[82]<!–[endif]–>
τοῦ μαθήματος στά ἑλληνικά σχολεῖα τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους!
ΙΗ΄. Χριστιανικό μάθημα χωρίς Χριστό
καί Ἐκκλησία;
Ἀπό διάφορες «προτάσεις» καί ἐν γένει «ἀπόψεις» περί τοῦ μαθήματός μας ἔλειπε ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί τό σῶμα αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία. Θά διδάξουμε σέ
ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές, παιδιά ὀρθοδόξων χριστιανῶν, μάθημα
θρησκευτικῶν χωρίς Χριστό καί Ἐκκλησία; Θά καταλήξουμε ἀσφαλῶς σέ κακοδοξία, σέ
αἱρετική πλάνη καί καθένας χριστιανός γονέας θά τρέχει νά ἀπαλλάξει τό παιδί
του ἀπό ἕνα τέτοιο μάθημα.
Τό φαινόμενο χριστιανικῆς
θεολογίας χωρίς Χριστό δέν εἶναι καινούργιο. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας (ἔδρασε μεταξύ
169 καί 188) δέν τόν ἀναφέρει διόλου στό ἔργο του. Ἔχει δέ παρατηρηθεῖ, ὅτι «ἐάν ὁ Εὐσέβιος καί ὁ Ἱερώνυμος δέν ἦσαν
σαφεῖς, θά ἀμφέβαλλε κανείς σοβαρά, ἄν ὁ Θεόφιλος ἦταν ἐπίσκοπος»<!–[if !supportFootnotes]–>[83]<!–[endif]–>, τά
δέ χριστιανικά στοιχεῖα τοῦ ἔργου του φαίνονται ἁπλῶς διακοσμητικά. Τόλμησε ὁ
Θεόφιλος, ὅπως καί ὁ αἱρετικός Τατιανός καί ὁ ἄγνωστος καί ἀσήμαντος Ἑρμείας,
αὐτό τό ἀπαράδεκτο τόλμημα, ἀλλά ἡ ἱστορία δέν τούς δικαίωσε. Ἐάν τολμήσουμε
κάτι παρόμοιο, θά ἔχουμε ὁμοίως ὡς ἀποτέλεσμα τήν καταδίκη τῆς ἱστορίας. Ἄν δέν
φοβηθοῦμε τόν Θεό, πρέπει τουλάχιστον νά μᾶς ἀπασχολήσει ἡ ἐπερχόμενη ἱστορική
καταδίκη.
ΙΘ΄. Γιατί
δέν πρέπει νά ἐξαιροῦνται ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα οἱ ὀρθόδοξοι
χριστιανοί μαθητές
Πέραν
τῆς νομικῆς θεμελιώσεως τήν ὁποία ἐκθέσαμε στά κεφάλαια Γ΄ καί Δ΄ πρέπει ἐδῶ νά
ἐπισημάνουμε ἀπό θεολογική καί γενικότερη παιδαγωγική ἄποψη τά ἑξῆς:
α) Λέγουν
ὁρισμένοι, καί μάλιστα τό θεωροῦν καί ἀξιόλογο ἐπιχείρημα, ὅτι ὁ γονιός ἔχει
δικαίωμα νά ἀπαγορεύσει στό παιδί του νά συμμετάσχει στό μάθημα τό ὁποῖο
συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πίστη στήν ὁποία ὁ ἴδιος τό εἰσήγαγε, εἴτε ὡς
βεβαπτισμένο εἴτε ὡς προτιθέμενο νά δεχθεῖ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος.
Κατ΄
ἀρχήν πρέπει νά ἐπισημάνουμε κάτι τό ὁποῖο θά ἔπρεπε ἤδη νά εἶναι αὐτονόητο.
Ὅτι ἀφοῦ τό μάθημα καλλιεργεῖ καί ἀναπτύσσει τήν ἤδη ὑπάρχουσα πίστη τοῦ
παιδιοῦ καί τῆς οἰκογένειας, δέν συντρέχει κανένας λόγος ἀπαλλαγῆς. Θά
συνέτρεχε λόγος ἀπαλλαγῆς, ἐάν τό μάθημα δέν καλλιεργοῦσε τήν ἤδη ὑπάρχουσα
πίστη. Κάτι τέτοιο θά συμβεῖ ὁπωσδήποτε σέ ἕνα θρησκειολογικό ἤ στό ὁποιοδήποτε
μάθημα δέν ὁρίζεται ὡς ὀρθόδοξο χριστιανικό, ὁ ὁποιοσδήποτε θά ἔχει δικαίωμα
ἀπαλλαγῆς ἀπό αὐτό.
β) Ἡ ἐπίμαχη ἰδέα τοῦ δῆθεν δικαιώματος
ἀπαλλαγῆς τοῦ ὀρθοδόξου μαθητῆ ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν
δέν προῆλθε ἀπό παιδαγωγούς, οὔτε ἀπό παιδοψυχολόγους, γι΄ αὐτό καί ὅσοι τόν
προβάλλουν, δικαιολογημένα ἀγνοοῦν ὅτι τέτοια πράξη εἶναι ὅλως ἀντιπαιδαγωγική,
διότι εἶναι δυνατό νά ὁδηγήσει τό παιδί σέ ἐσωτερική σύγκρουση, ἴσως ἐν τέλει
καί σέ σύγχυση. Τό παιδί προβληματίζεται: «μέ ἔχουν οἱ γονεῖς μου βαπτίσει, ἐκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε,
μεταλαμβάνουμε, ἀλλά μοῦ ἀπαγορεύουν νά παρακολουθήσω τό σχολικό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πίστη μας. Γιατί; Ἐν τέλει ἀξίζει
ἤ ὄχι ἡ πίστη αὐτή; Ἔχει κάτι ἐπικίνδυνο, ὅπως π.χ. οἱ ἀκατάλληλες γιά παιδιά
τηλεοπτικές ἐκπομπές;»<!–[if !supportFootnotes]–>[84]<!–[endif]–> Ἡ
ἐσωτερική αὐτή σύγκρουση καί σύγχυση ἐνδέχεται ἐν τέλει νά ἐπηρεάσει δυσμενῶς
ὁλόκληρη τήν προσωπικότητα καί τή ζωή του, γι΄ αὐτό καί δέν δικαιολογοῦνται
τέτοιου εἴδους θεωρίες, οἱ ὁποῖες θά ὁδηγήσουν σέ πειραματισμούς εἰς βάρος
παιδιῶν. Φέρει ἑπομένως σοβαρή εὐθύνη ὁ γονέας γιά τό βάπτισμα τό ὁποῖο ἔχει ὁ
ἴδιος ἀποφασίσει νά λάβει τό παιδί του, δέν πρόκειται γιά τυχαῖο ἤ ἀστεῖο
ζήτημα.
γ)
Δέν εἶναι δυνατόν νά ἰσχυρισθεῖ κάποιος ὅτι ἡ οἰκογενειακή κατήχηση ἤ ἡ
ἐνοριακή κατήχηση εἶναι δυνατόν νά ἀντικαταστήσουν τό σχολικό μάθημα. Ἡ μέν
εἰσάγει τό παιδί στά βασικά καί στοιχειώδη, καί ὁ γονέας ἤ ὁ ἀνάδοχος ὁ ὁποῖος
κατηχεῖ τό παιδί δέν διαθέτει τήν κατάρτιση τοῦ θεολόγου καθηγητή ὥστε νά
ἀναπληρώσει ὅσα ἐκεῖνος διδάσκει. Ἡ δέ ἐνοριακή κατήχηση δέν εἶναι δυνατόν νά
ἐξαντλήσει τόν πλοῦτο τῆς πατερικῆς παραδόσεως, οὔτε νά διαλεχθεῖ γιά ὅλα τά
φλέγοντα ζητήματα τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά ἀπασχολήσουν ἕναν ἔφηβο σήμερα. Ὁ
θεολόγος καθηγητής εἶναι ἐπιστήμονας εἰδικευμένος στήν διδασκαλία τῶν ἐφήβων
καί ἡ κατάρτισή του<!–[if !supportFootnotes]–>[85]<!–[endif]–> δέν
εἶναι δυνατόν νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό ὅσα τυχόν γνωρίζουν οἱ γονεῖς, ὅπως δέν
εἶναι δυνατόν νά ἀντικαταστήσουν οἱ γονεῖς τόν καθηγητή μαθηματικῶν, φυσικῆς ἤ
χημείας. Τά δέ ἐκκλησιαστικά σεμινάρια κατηχητῶν, τά ὁποῖα παρακολουθοῦν οἱ
ὑποψήφιοι κατηχητές, δέν ἀντικαθιστοῦν τίς τετραετεῖς πανεπιστημιακές σπουδές
ὀρθοδόξου θεολογίας, διότι εἶναι περιορισμένα τόσο ἀπό ἄποψη χρονικῆς
διάρκειας, ὅσο καί ἀπό ἄποψη περιεχομένου.
δ) Διατυπώθηκε
καί ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι εἶναι δυνατόν ὁ μαθητής νά λάβει ἀπό ἄλλη πηγή τήν
ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία, τήν ὁποία τοῦ παρέχει τό σχολικό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν καί γι΄ αὐτό νά μή τήν ἔχει ἀνάγκη, ἄρα θά ἔχει δικαίωμα νά
ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτό. Τυχόν ἐμμονή σέ θεσμοθέτηση τοῦ ἐν λόγῳ ἰσχυρισμοῦ, θά
εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει τά κρατικά σχολεῖα στήν Ἑλλάδα σέ πλήρη διάλυση καί
νά τά μετατρέψει σέ ἁπλά ἐξεταστικά κέντρα ὅσων γνώσεων προσλαμβάνουν οἱ μαθητές
ἀπό φροντιστήρια ἤ ἄλλες ἐξωσχολικές πηγές. Πράγματι, πολλοί μαθητές φοιτοῦν σέ
διάφορα φροντιστήρια, ὅπου διδάσκονται ἀπό καθηγητές οἱ ὁποῖοι ἔχουν τά αὐτά
τυπικά προσόντα μέ τούς καθηγητές τοῦ σχολείου. Θά καταστεῖ ἔτσι δυνατόν νά
ζητοῦν ἀπαλλαγή ἀπό τήν παρακολούθηση ὅλων τῶν μαθημάτων, ἐφ΄ ὅσον τά
παρακολουθοῦν ἀλλοῦ, ἀπό καθηγητές τῶν αὐτῶν προσόντων.
Στήν
περίπτωση τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς παιδείας δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἰσχυρισθεῖ
κανείς κάτι τέτοιο, διότι ὅπως ἐπισημάναμε, γονεῖς, ἀνάδοχοι καί ἐνοριακοί
κατηχητές δέν διαθέτουν τά ἀπαραίτητα προσόντα τά ὁποῖα διαθέτουν οἱ θεολόγοι καθηγητές
τοῦ σχολείου. Ἀκόμη καί ἄν δεχόμαστε τόν ἰσχυρισμό, ὅτι ἔχει λάβει ἐπαρκεῖς
γνώσεις ὁ μαθητής ἐκτός σχολείου, τότε καί πάλι δέν θά ἔβλαπτε νά
παρακολουθήσει καί τό μάθημα τοῦ σχολείου. Ἀντίθετα, θά ἐμπέδωνε τίς γνώσεις
του ἀκόμη περισσότερο καί θά διαλεγόταν μέ καθηγητή καί συμμαθητές μέ
μεγαλύτερη εὐχέρεια, ὅπως π.χ. συμβαίνει μέ τά παιδιά τά ὁποῖα παρακολουθοῦν
φροντιστηριακά μαθήματα ἀγγλικῆς γλώσσας.
Κ΄. Πρέπει κάτι νά ἀλλάξει στό
περιεχόμενο τοῦ μαθήματος;
Ἀποδείξαμε ἐπαρκῶς, γιατί τό
μάθημα δέν πρέπει νά παύσει νά εἶναι ὀρθόδοξο χριστιανικό. Αὐτό τό ὁποῖο πρέπει
ὁπωσδήποτε νά γίνει, εἶναι νά βελτιωθοῦν τά σχολικά βιβλία<!–[if !supportFootnotes]–>[86]<!–[endif]–>. Πιστεύουμε
ὅτι, εἴτε παραμένουμε στό ἕνα καί μοναδικό βιβλίο γιά κάθε τάξη γυμνασίου ἤ
λυκείου, εἴτε θεσμοθετηθεῖ ἡ δυνατότητα νά ἐπιλέγει ὁ καθηγητής ἀπό ὁμάδα
ἐγκεκριμένων βιβλίων, τά σχολικά βιβλία πρέπει νά γίνουν πιό πλούσια σέ
περιεχόμενο καί πιό σαφῆ<!–[if !supportFootnotes]–>[87]<!–[endif]–>.
Ὅταν λέμε «πιό πλούσια» σχολικά βιβλία, δέν ἐννοοῦμε πιό φλύαρα ἤ πιό
κουραστικά γιά τόν μαθητή. Εἶναι δυνατόν νά δίδονται οἱ οὐσιώδεις πληροφορίες
μέ λιτή γλῶσσα. Ἀντίθετα πρέπει νά ἀφαιρεθοῦν κάποιες ἀναλύσεις ἀκατανόητες γιά
τό ἐφηβικό μυαλό καί νά γραφοῦν τά ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα χωρίς περιττά λόγια.
Δέν θά περιέχονται ἑπομένως
τεράστια παλαιοδιαθηκικά παραθέματα, τά ὁποῖα κουράζουν τό δωδεκάχρονο παιδί.
Πολλά τέτοια περιλαμβάνονται δυστυχῶς στό ἰσχύον διδακτικό βιβλίο τῆς Α΄
Γυμνασίου<!–[if !supportFootnotes]–>[88]<!–[endif]–>.
Τό δωδεκάχρονο παιδί «πελαγώνει»,
κατά τό κοινῶς λεγόμενο, ἀντικρύζοντας ὅλα αὐτά τά μεγάλα παραθέματα. Ἕνα ὅμως
ρητό, μιά σύντομη καί σημαντική φράση ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη θά ἦταν σέ κάθε
μάθημα πιό εὔκολο νά τό μάθει ὁ μαθητής καί πιό πιθανό νά τό συγκρατήσει γιά
ὅλη του τή ζωή καί νά τό ἀξιοποιήσει.
Θά ἐξηγοῦνται τά εὐαγγελικά
χωρία ὅπου πρέπει, δέν θά παρατίθενται ἀσχολίαστα, πράγμα τό ὁποῖο συνεπάγεται
τόν κίνδυνο νά παρεξηγήσει ὁ μαθητής τό νόημά τους. Παραθέτουμε ἕνα χτυπητό
παράδειγμα. Στό ἰσχύον βιβλίο τῆς Β΄ γυμνασίου παρατίθενται ὡς ἑξῆς σέ
μετάφραση ἀσχολίαστοι οἱ στίχοι Μκ 10,25-27, ὅπου ὁ Ἰησοῦς λέγει στούς μαθητές
του: «Πιό εὔκολο εἶναι νά περάσει καμήλα
ἀπό τή βελονότρυπα, παρά νά μπεῖ πλούσιος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.» Οἱ μαθητές
ἔνιωσαν ἀκόμη πιό μεγάλη κατάπληξη κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Τότε ποιός μπορεῖ νά
σωθεῖ;» Ὁ Ἰησοῦς τούς κοίταξε καί τούς εἶπε: «Γιά τούς ἀνθρώπους αὐτό εἶναι
ἀδύνατο, ὄχι ὅμως καί γιά τόν Θεό· γιατί ὅλα εἶναι δυνατά γιά τόν Θεό».<!–[if !supportFootnotes]–>[89]<!–[endif]–> Τί
καταλαβαίνουν οἱ μαθητές ἀπό τόν τελευταῖο στίχο ὁ ὁποῖος περιέχει τήν ἀπάντηση
τοῦ Χριστοῦ; Ὅτι μόνον ὁ Θεός εἶναι δυνατόν νά σωθεῖ! Ὁ θεολόγος καθηγητής
βεβαίως τούς ἐξηγεῖ τή σωστή ἑρμηνεία ὅταν διαπιστώσει τό σφάλμα, ἀλλά ὑπάρχει
πάντα ὁ κίνδυνος νά μή ρωτήσουν οἱ μαθητές ἐπειδή νομίζουν ὅτι κατάλαβαν, ὁ δέ
καθηγητής, καί πάλι γιά τόν ἴδιο λόγο, νά μήν ἐξηγήσει.
Σημαντικοί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας δέν θά ἀναφέρονται στά σχολικά βιβλία μόνον ὡς ὀνόματα, ἀλλά θά ἐξηγεῖται ἡ
ζωή καί τό ἔργο τους μέ λιτά λόγια καί δίχως φλυαρίες. Θεωροῦμε ἀπαράδεκτο τά
ὀνόματα τῶν ἁγίων Γεωργίου καί Δημητρίου νά ἀναγράφονται ἁπλῶς στό σχολικό
βιβλίο<!–[if !supportFootnotes]–>[90]<!–[endif]–> καί
νά μήν ἐξηγεῖται τίποτε ἀπολύτως γιά τή ζωή καί τό μαρτύριό τους, ἐνῷ πολλά ἀπό
τά παιδιά μας φέρουν τά ὀνόματα Γεώργιος, Γεωργία, Δημήτριος, Δήμητρα. Κόπωση
τῶν μαθητῶν δέν θά ἐπέφερε ἡ παράθεση τῶν στοιχείων αὐτῶν, ἐάν γινόταν μέ τόν
τρόπο τόν ὁποῖο μόλις ἐκθέσαμε.
Δέν
χρειάζεται βέβαια νά
ἀναλύσουμε πόση θλίψη προκάλεσε σέ κληρικούς, θεολόγους, καί πιστούς ἡ
παράλειψη τοῦ Γρηγορίου τοῦ θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τό
σχολικό βιβλίο τῆς Γ΄ γυμνασίου. Ἐάν
παραλείφθηκαν ἀπό τό βιβλίο τῆς Γ΄ γυμνασίου ἐπειδή τά παιδιά ἤδη εἶχαν
ἤδη διδαχθεῖ στό δημοτικό σχολεῖο
στοιχεῖα γιά τή ζωή καί τή δράση τῶν κορυφαίων αὐτῶν μορφῶν, τότε μᾶλλον θά καταλήξουμε νά παραλειφθοῦν γιά τούς
ἴδιους λόγους ἀπό τή διδακτική ὕλη τοῦ γυμνασίου ἡ σταύρωση καί ἡ ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ!
Ἡ εἰκονογράφηση τῶν βιβλίων
ἀπαιτεῖ προσοχή. Εἶναι ἀπαράδεκτο νά περιλαμβάνονται στό σχολικό βιβλίο τῆς Γ΄
γυμνασίου τέσσερεις ἀπεικονίσεις τοῦ Λουθήρου<!–[if !supportFootnotes]–>[91]<!–[endif]–>,
ἀλλά νά μή περιλαμβάνεται καμμία εἰκόνα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἀρκεῖ καί μόνο
νά σκεφθοῦμε ἄν εἶχε καμμία σημασία ἡ δράση τοῦ Λουθήρου γιά τήν Ἑλλάδα καί
ποιά σημασία εἶχε ἡ δράση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Φαινόμενα τέτοιου εἴδους λαθῶν
καί παραλείψεων παρουσιάσθηκαν κατά τά τελευταῖα μόλις χρόνια καί πρέπει νά
θεραπευθοῦν ἄμεσα.
ΚΑ΄. Ὁ τρόπος διορισμοῦ τῶν θεολόγων
καθηγητῶν
Ὡς πρός τόν τρόπο διορισμοῦ τῶν
θεολόγων καθηγητῶν πιστεύουμε ὅτι δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀλλάξει ἀπολύτως τίποτε.
Ἐπί ἐκατόν ὀγδόντα ἔτη διορίζονταν οἱ θεολόγοι καθηγητές ἀπό τό κράτος βάσει
τοῦ πτυχίου τους καί δέν προέκυψε πρόβλημα εἰς βάρος τοῦ κράτους ἤ εἰς βάρος
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεολόγος καθηγητής φέρει τό ὀρθόδοξο βάπτισμα καί δέν
χρειάζεται ἄλλη πιστοποίηση ὅτι ἀνήκει στήν Ἐκκλησία, ὡς ἐπιστημονική δέ
πιστοποίηση ἀρκοῦν τό πτυχίο του καί οἱ ἐξετάσεις τοῦ Α.Σ.Ε.Π. Σύσταση πρός
διορισμό ἤ διορισμός τῶν θεολόγων ἀπό μητροπολίτη ἤ ἀπό συνοδική ἐπιτροπή
παραπέμπει σέ μή ὀρθόδοξα συγκεντρωτικά ἐκκλησιαστικά πρότυπα.
Γνωμοδότηση συνοδικῶν ἐπιτροπῶν
ἐπί τῆς καταλληλότητος τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων ἤ ἐπί τοῦ ἀριθμοῦ τῶν
διοριστέων ὀρθοδόξων θεολόγων δέν συνεπάγεται συγκεντρωτισμό, ἀλλά συνιστᾶ
πολύτιμη βοήθεια πρός τίς ὑπηρεσίες τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ὥστε νά
διαπιστωθοῦν τυχόν σφάλματα στά ἐγχειρίδια<!–[if !supportFootnotes]–>[92]<!–[endif]–> καί
τυχόν κενά στούς διορισμούς.
ΚΒ΄.
Ὁριστικό φρένο στούς ἀφελεῖς ἰσχυρισμούς τοῦ παρελθόντος
Τό
εἴχαμε δεῖ κι αὐτό παλαιότερα: τόν ἐξωφρενικό ἰσχυρισμό, πώς ἐπειδή πῆγε ὁ
ἄνθρωπος στή Σελήνη, δέν πρέπει νά ὁμιλοῦμε πιά γιά μάθημα θρησκευτικῶν! Ποτέ
ὅμως δέν ἀκούσαμε σέ τί βελτιώθηκε ὁ ψυχικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή
μετάβαση στή Σελήνη. Ὅπως δέν ἀκούσαμε καί γιά ποιό λόγο ἡ μετάβαση στή Σελήνη
πρέπει νά ἀπαγορεύσει νά ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα τήν ψυχική ἀνάγκη τῆς πίστεως στόν
Θεό ἤ νά γίνει ἐν τέλει ἕνα ὑποκατάστατο τῆς ἀνάγκης αὐτῆς.
Ἐξ ἄλλου, δέν μετέβη ὅλη ἡ
ἀνθρωπότητα στή Σελήνη, τί νά ἔκανε ἐκεῖ ἄλλωστε, μετέβησαν, ἄν μετέβησαν ἐν
τέλει, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι, γιά τή μετάβαση τῶν ὁποίων ξοδεύθηκαν τεράστια ποσά,
ἐνῷ πολλές χιλιάδες ἄλλοι ἄνθρωποι τῶν λεγομένων χωρῶν τοῦ τρίτου κόσμου, ἀλλά
καί τῶν μή ἀνεπτυγμένων συνοικιῶν τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου, πέθαιναν ἀβοήθητοι
ἀπό τήν πείνα. Γίνεται ἑπομένως ἀντιληπτό, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ἰσχυρισμός ἦταν κάτι
παραπάνω ἀπό ἀστεῖος.
Παλαιότερα ἐξέφραζαν κάποιοι πολέμιοι τοῦ μαθήματος τῶν
θρησκευτικῶν καί τό ἑξῆς σόφισμα, καί μάλιστα τό πρόφεραν ἤ τό ἔγραφαν μέ τή
μεγαλύτερη δυνατή ἐπιστημονικοφάνεια: «τό
μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι δογματικό καί δέν μποροῦν οἱ μαθητές νά ἐλέγξουν
τήν ἀλήθεια τῶν διδασκαλιῶν τῆς πίστεως, ἄρα πρέπει νά ἀπαγορευθεῖ».
Τό
σόφισμα ὅμως ἀποδεικνύεται τελείως σαθρό, διότι ὁ μαθητής εἶναι σέ θέση νά
διαπιστώσει μέσα στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, στήν βελτίωση τῆς ψυχῆς του καί
ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του τά ἀποτελέσματα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, τήν ὁποία
καλλιεργεῖ τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ἡ πίστη τόν διαπλάθει
ὁλοένα καί πρός τό καλύτερο καί δίνει στή ζωή του περιεχόμενο κι ἔτσι δέν
καταλήγει νά πεῖ πώς ἡ ζωή του δέν ἔχει νόημα. Καί ὑπάρχουν ἀρκετοί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι βρῆκαν νόημα στή ζωή μέσῳ τοῦ
Χριστοῦ καί σώθηκαν ἀπό βέβαιη αὐτοκτονία. Ὅσα
ἑπομένως διδάσκει τό μάθημα, ὁ μαθητής τά βιώνει καί ὠφελεῖται, αὐτός εἶναι καί
ὁ ἔλεγχος καί ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας τῶν διδασκαλιῶν τῆς πίστεως. Δογματικός
καταντᾶ ἐν τέλει ὅποιος κλείνει μάτια καί αὐτιά ὅταν ἀντιμετωπίζει τήν ἀλήθεια
αὐτή.
Ὑπῆρξε
καί ἀρθρογράφος ὁ ὁποῖος δέν χρειάσθηκε νά προβάλει ἐπιστημονικοφανεῖς
ἰσχυρισμούς εἰς βάρος τοῦ μαθήματός μας, ἁπλῶς, εὑρισκόμενος ἤδη σέ πρεσβυτική
ἡλικία, δημοσίευσε τίς παιδικές του ἀναμνήσεις ἐπιχειρώντας ἔτσι νά πείσει:
«Τό μόνο πού θυμοῦμαι εἶναι ἡ ἀπαξιωτική μας
διάθεση ἀπέναντι σέ αὐτό τό μάθημα καί ἡ καζούρα στούς ἀγαθούς συνήθως
καθηγητές τῶν Θρησκευτικῶν. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ μακαρίτισσα ἡ γιαγιά μου, πού
δέν πῆγε οὔτε κἄν δημοτικό, καί βαθιά πίστη διέθετε καί, τό κυριότερο, ἦταν
πολύ καλός ἄνθρωπος.»<!–[if !supportFootnotes]–>[93]<!–[endif]–>
Ἐάν, πρίν ἀπό μισό καί πλέον αἰώνα
ὁ ἀρθρογράφος ἤ κάποιοι φίλοι του ἀντιδροῦσαν κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο, κι ἄν
τελικά δέν ὠφελήθηκε ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, αὐτό μαρτυρεῖ τίς δικές
του ἀτυχεῖς ἐπιλογές. Κατά τό κοινῶς λεγόμενο: «ἄς πρόσεχε»! Ἐμεῖς ἔχουμε ἀκούσει πολλές μαρτυρίες ἀνθρώπων τῆς
γενιᾶς τοῦ ἀρθρογράφου, οἱ ὁποῖοι εὑρισκόμενοι τώρα σέ βαθύ γήρας θυμοῦνται μέ
σεβασμό τόν ἀείμνηστο θεολόγο καθηγητή τους, ὁ ὁποῖος τόσα σημαντικά τούς
δίδαξε καί τούς βοήθησε νά διαμορφώσουν
τόν χαρακτήρα καί τήν ζωή τους πρός τό καλύτερο.
Πέραν τούτων, ἐάν ἐπιμένει ὁ
κος ἀρθρογράφος νά θεωρεῖ τήν γιαγιά του ὡς μέτρο καί κανόνα τῆς πορείας τῶν
παιδιῶν μας πρός τό μέλλον, θά τοῦ θυμίσουμε ὅτι ἡ γιαγιά του, ὅπως καί ἡ δική
μας ἀλλά καί χιλιάδες ἄλλες γιαγιάδες καί παπποῦδες, ἔζησαν, εὐτύχησαν καί
μακροημέρευσαν χωρίς νά γνωρίζουν κλασική φιλολογία, ἱστορία, μαθηματικά,
φυσική, χημεία, βιολογία. Ἑπομένως, συνεχίζοντας μέ βάση τούς ἰσχυρισμούς τοῦ
ἀθρογράφου μας, καταλήγουμε στό ἀναπόφευκτο συμπέρασμα, ὅτι ἐπειδή οἱ γιαγιάδες
καί οἱ παπποῦδες μας δέν εἶχαν τήν εὐτυχία νά λάβουν ἐπαρκῆ ἤ τήν ὁποιαδήποτε
σχολική παιδεία, θά πρέπει, πάντοτε σύμφωνα μέ τίς συνέπειες τῶν ἰσχυρισμῶν τοῦ
ἀρθρογράφου, νά κλείσουν ὅλα τά σχολεῖα καί νά ἀπαγορευθεῖ ἡ ὁποιαδήποτε
σχολική παιδεία. Θά ὁδηγηθοῦμε ἔτσι σέ ἕνα καθεστώς σάν τοῦ Καμποτζιανοῦ Πόλ
Πότ, ὁ ὁποῖος ἐκτελοῦσε ἐν ψυχρῷ ὅλους ὅσους εἶχαν σπουδάσει σέ πανεπιστήμια!
Κι
ἐπειδή πληροφορηθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο ἀρθρογράφο, ὅτι «τά
θρησκευτικά ἔχουν ἐκ τῶν πραγμάτων καταργηθεῖ. Ἀλλά ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε»<!–[if !supportFootnotes]–>[94]<!–[endif]–>, δηλώνουμε ὅτι τά
φωτεινά χαμόγελα τῶν μαθητῶν μας καί ἡ εὐγένεια τῶν γονέων καί τῶν συναδέλφων τῶν
ἄλλων εἰδικοτήτων μᾶς φανερώνουν ἄλλα πράγματα ἀπό αὐτά πού ὁ
ἀρθρογράφος μας φαντάσθηκε: τό μάθημά
μας δέν θά ἀπαγορευθεῖ, διότι προσφέρει. Γι΄ αὐτό, ἐξακολουθώντας νά διδάσκουμε
τήν ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους»<!–[if !supportFootnotes]–>[95]<!–[endif]–> ἀγωνιζόμαστε γιά ἕνα καλύτερο μέλλον.
Γενικά συμπεράσματα
Ὅπως εἴδαμε ἀπό τήν ὡς ἄνω
ἀνάλυση, γράφτηκαν μέσα σέ σχετικά μικρό χρονικό διάστημα πολλές ἀπόψεις ἀπό
διαφόρους. Ἀρκετές ἀπό αὐτές δέν ἀντέχουν σέ κριτική. Παρατηρεῖται ἐπίσης τό
φαινόμενο νά παραμερίζονται αὐθαίρετα οἱ ἐπί τοῦ θέματος ἐπαΐοντες καί νά
ἀποφαίνονται διάφοροι οἱ ὁποῖοι δέν διαθέτουν τά ἀπαραίτητα προσόντα<!–[if !supportFootnotes]–>[96]<!–[endif]–>. Ἐάν
δίναμε σημασία σέ ὅλα αὐτά τά ἀλληλοαναιρούμενα, μερικές φορές καί
αὐτοαναιρούμενα, καί πρόχειρα γραμμένα λόγια, τότε θά καταντοῦσε τό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν φοῦρνος τοῦ Νασρεντίν χότζα τῶν ἀνατολίτικων θρύλων.
Πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι
ὁποιοδήποτε μάθημα θρησκευτικῶν δέν θά ὁρίζεται ὡς χριστιανικό ὀρθόδοξο καί θά
εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς μαθητές, θά εἶναι δυνατόν νά
διεκδικηθεῖ δικαστικῶς ἀπό τόν ὁποιονδήποτε καί νά κερδιθεῖ ἀπό τόν
ὁποιονδήποτε, ἀκόμη καί ἀπό ἱεροδιδασκάλους ἄλλων θρησκειῶν, καί νά διδάσκεται
κατά τόν ὁποιονδήποτε τρόπο. Προφορικές ὑποσχέσεις κυβερνήσεων δέν εἶναι
δυνατόν νά δεσμεύσουν τά δικαστήρια. Τυχόν νομοθεσία ἡ ὁποία θά κατακυρώνει σέ
ὀρθοδόξους χριστιανούς θεολόγους τήν διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικῶν
ὑποχρεωτικοῦ γιά ὅλους τούς μαθητές ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος εἶναι ἐπίσης
δυνατό νά προσβληθεῖ στά δικαστήρια καί ἔτσι νά κερδιθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ
μαθήματος ἀπό τόν ὁποιονδήποτε. Ἐπαναλαμβάνουμε ἑπομένως ὥστε νά καταστεῖ
σαφές: μάθημα ὑποχρεωτικό γιά τόν ὁποιονδήποτε μαθητή ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος
εἶναι ἐν τέλει δυνατόν καί νά διδαχθεῖ ἀπό τόν ὁποιονδήποτε καθηγητή
ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος καί μάλιστα κατά τόν ὁποιονδήποτε τρόπο.
Θά καταστεῖ ὅμως σύν τῷ χρόνῳ
ἐπίσης ἀδύνατο νά παραμείνει καί ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τούς μαθητές, διότι ὁ
καθένας γονέας, ἐπίσης καί ὁ χριστιανός ὀρθόδοξος, θά προσφεύγει στά
δικαστήρια, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ τό παιδί του ἀπό τό μάθημα αὐτό, αἰτιολογώντας
τήν προσφυγή διά τοῦ ὅτι ἡ θρησκεία του δέν διδάσκεται στό παιδί του κατά τόν
τρόπο τόν ὁποῖο ἡ ἴδια ἔχει ἐπιλέξει καί μέ τήν ἔκταση τήν ὁποία ὁ ἴδιος θά
ἤθελε. Δικαίως θά διαμαρτυρηθεῖ ὁ ἰνδουιστής π.χ. μαθητής πρός τόν χριστιανό
καθηγητή λέγοντας, πῶς εἶναι δυνατόν νά γνωρίζει καί νά τοῦ διδάξει τήν δική
του θρησκεία στήν ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής δέν μετέχει. Θά διαμαρτυρηθεῖ ἐπίσης
λέγοντας ὅτι δέν θέλει νά διδάσκεται τά τῆς θρησκείας του μέ στατιστικό ἤ
οὐδέτερο ἱστορικό τρόπο, ἀλλά μέ βιωματικό τρόπο<!–[if !supportFootnotes]–>[97]<!–[endif]–>,
διότι αὐτό τόν ἐκφράζει καθότι ἡ θρησκεία του δέν εἶναι γι΄ αὐτόν κάτι τό
οὐδέτερο.
Οἱ ἑτερόδοξοι καί ἑτερόθρησκοι μαθητές
θά εἶναι δυνατόν νά παρακολουθοῦν κάποιο μάθημα ἠθικῆς τό ὁποῖο θά περιλαμβάνει
φιλοσοφικά καί κοινωνικά στοιχεῖα. Ἔτσι δέν θά στεροῦνται ἕναν βαθμό τόν ὁποῖο
ὁρισμένοι ἔχουν ἀνάγκη ὥστε νά συμπληρώσουν τή γενική βαθμολογία τους. Στήν
συγγραφή διδακτικῶν ἐγχειριδίων γιά τό μάθημα αὐτό, καθώς καί στή διδασκαλία
του πρωταγωνιστικό ρόλο θά πρέπει νά ἔχουν οἱ θεολόγοι καθηγητές, διότι εἶναι ὁ
μόνος κλάδος ἐκπαιδευτικῶν ὁ ὁποῖος ἔχει ἔμπρακτη ἐμπειρία τόσο στή συγγραφή
ἐγχειριδίων, ὅσο καί στή διδασκαλία ἔμπρακτης ἠθικῆς καί ὄχι ἐν γένει θεωριῶν
περί ἠθικῆς.
Πρέπει λοιπόν νά παραμείνει τό
μάθημά μας ὀρθόδοξο χριστιανικό. Ὁποιοδήποτε ἄλλο τόλμημα θά μετέτρεπε τά
παιδιά σέ πειραματόζωα καί ἐμᾶς τούς ἰδίους σέ μαθητευόμενους μάγους<!–[if !supportFootnotes]–>[98]<!–[endif]–>.
Γνωρίζουμε δέ, ὅτι δέν πρόκειται νά ὑπάρξει θεολόγος Ἰούδας, πού θά πουλήσει
τόν Χριστό γιά χρήματα, θέσεις καί ἀξιώματα μικρά ἤ μεγάλα. Δέν θά ὑπάρξει
θεολόγος πού θά καταδικάσει τόν Χριστό, ὅπως τόν καταδίκασε ὁ Καϊάφας
φοβούμενος ἐπέμβαση τῆς τότε ὑπερδυνάμεως Ρώμης. Δέν θά ὑπάρξει θεολόγος πού θά
ἐκτελέσει καταδίκη τοῦ Χριστοῦ καί τῆς παιδείας του νίπτοντας τά χέρια του καί
προσποιούμενος πώς τάχα δέν φέρει εὐθύνη γιά τό ἔγκλημα, ἀφοῦ ἄλλοι ἐπέμεναν νά
γίνει.
<!–[if !supportFootnotes]–>
<!–[endif]–>
<!–[if !supportFootnotes]–>[1]<!–[endif]–> Ἔχει λίαν εὐστόχως
παρατηρηθεῖ, ὅτι «ἡ λυσσώδης πολεμική
κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν δέν εἶναι νεοφανής, ἔχει
παραμόνιμο χαρακτήρα, ἁπλῶς κατά καιρούς ἀλλάζει πρόσωπα, μεθόδους καί
πρακτικές.» Μία ἀπό τίς πρακτικές αὐτές, ἡ ὁποία ἐάν ἀπετολμᾶτο γιά ἄλλο
κλάδο θά καθιστοῦσε τούς ἀποτολμῶντες φαιδρά πρόσωπα, εἶναι καί τό νά «ἀποφαίνονται τρίτοι, ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας
καί τοῦ θεολογικοῦ κλάδου γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν», Ἠλία Μπάκου, Τό
ποιμαντικό (-κοινωνικό) ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀξιοποίηση τῶν νέων πτυχιούχων
Θεολογίας. Ἡ συμβολή τοῦ ἐθελοντισμοῦ, ἀνάτυπον ἀπό τό περιοδικό Κοινωνία,
Ἀθήνα 2009, σ. 13.
<!–[if !supportFootnotes]–>[2]<!–[endif]–> Ὑπάρχουν βέβαια
κάποιοι διαφωνοῦντες καί σέ ἄλλες χῶρες, ὅμως ἡ διαφωνία τους δέν φθάνει σέ
σημεῖο ὥστε νά ἀσκοῦν συστηματική προπαγάνδα καί νά ἐπιχειροῦν νά παραπλανήσουν
τήν κοινή γνώμη. Ἀσκεῖται κριτική μέ ὑπευθυνότητα, καί ἀκόμη καί ὅταν οἱ
ἀσκοῦντες κριτική σφάλλουν, ἔχουν ἐργασθεῖ μέ ἐπιστημονικές προϋποθέσεις.
Ἀντίθετα, στήν Ἐλλάδα τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα παρουσιάζονται φαινόμενα σάν
αὐτό τό ὁποῖο περιγράφεται σέ ἐπιστολή τῆς 20-11-2008, ΑΠ 450 τοῦ τότε ὑπουργοῦ
Παιδείας Ε. Στυλιανίδη πρός τόν Συνήγορο τοῦ Πολίτη: «Ἐπιτρέψτε μου ἐπίσης νά σᾶς ἐνημερώσω ὅτι κατά τό διάστημα πού
μεσολάβησε ἀπό τήν ἔκδοση τῶν ἐγκυκλίων μέχρι σήμερα, ὑπῆρξε προσπάθεια ἀπό
κάποιους περιορισμένους κύκλους νά ἐκμεταλλευθοῦν ἰδεοπολιτικά τό ζήτημα μέ
συστηματική προπαγάνδα τῆς ἐξαίρεσης ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μέσῳ
διανομῆς φυλλαδίων καί μέ τή χρήση ἄλλων μεθόδων πού λειτούργησαν παραπλανητικά
ὡς πρός τό περιεχόμενο τῶν ἐγκυκλίων.» Ταυτόχρονα ἀναρτήθηκαν σέ ἰστοσελίδες
καί ἰστολόγια κείμενα τά ὁποῖα προπαγάνδιζαν τήν πολυθρύλητη «ἀπαλλαγή ἀπό τά θρησκευτικά». Ἡ ἀρρώστια τῆς προπαγάνδας ἐναντίον ἑνός
μαθήματος τό ὁποῖο ποτέ κανέναν δέν ἔβλαψε, εἶναι γνήσιο ἑλληνικό φαινόμενο.
Ἐάν δέν ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τέτοιου εἴδους ἀρρώστιες, τότε ποιός θά μᾶς λάβει
σοβαρά ὑπ΄ ὄψη διεθνῶς;
<!–[if !supportFootnotes]–>[3]<!–[endif]–> Ὑπουργός Παιδείας
Γρηγόριος Κασιμάτης σέ κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλῆ τοῦ πρεσβυτέρου.
<!–[if !supportFootnotes]–>[4]<!–[endif]–> Πρβλ Βασιλείου
Γ.Τσούπρα, Οἱ φοιτητικοί θεολογικοί ἀγῶνες, Ἀνάτυπο ἀπό τήν ἐφημερίδα «ἐπάλξεις», Ἀθήνα 1987, σ. 15.
<!–[if !supportFootnotes]–>[5]<!–[endif]–> Πρβλ Ἰωάννη Β.
Κογκούλη, Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στή μέση ἐκπαίδευση κατά τήν
πεντηκονταετία 1932-1982, (Ἱστορικοπαιδαγωγική προσέγγιση καί συμβολή στήν
ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς ἐκπαίδευσης), ἐκδ. Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
1989, σ. 135.
<!–[if !supportFootnotes]–>[6]<!–[endif]–> Δηλαδή ἐάν ὁ ἄνθρωπος
πιστεύει πολύ ἤ λίγο, σωστά ἤ ἐσφαλμένα, εἰλικρινά ἤ ὑποκριτικά.
<!–[if !supportFootnotes]–>[7]<!–[endif]–> Γιά τά ζητήματα αὐτά ὁ
κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα νά συμβουλεύεται τόν πνευματικό του.
<!–[if !supportFootnotes]–>[8]<!–[endif]–> Καλό θά ἦταν νά μή
αἰσθάνονται οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί θεολόγοι ἀποστροφή πρός τόν ὅρο «θρησκεία». Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν
ταυτίζεται μέ τίς θρησκεῖες, ὅμως δέν ἔχει ἀπορρίψει παντελῶς τόν ὅρο. Πρός
τοῦτο συνηγορεῖ ὁ ἑξῆς στίχος τῆς ἐπιστολῆς Ἰακώβου: «θρησκεία καθαρά καί ἀμίαντος παρά τῷ Θεῷ καί πατρί αὕτη ἐστίν,
ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανούς καί χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό
τοῦ κόσμου.» Ἰακ. 1,27.Συνηγορεῖ ἐπίσης καί τό ἑξῆς
ἀπόσπασμα τοῦ μεγάλου Φωτίου: «κύνες δέ,
καί τῶν
αἱρετικῶν, καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον,
οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν κατά τῆς ἱερᾶς
ἡμῶν θρησκείας ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο·» Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μέγας, Ἀμφιλόχια, ἐρώτησις Σ΄ , P.G. τόμ.
101, στήλ. 940D.
<!–[if !supportFootnotes]–>[9]<!–[endif]–> Τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν, διδασκόμενο ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς καί
ἀπευθυνόμενο πρός ὀρθοδόξους χριστιανούς δέν ἀποτελεῖ κρατική ἐπιβολή πρός τόν
πολίτη. Ἔχει ἀποσαφηνισθεῖ ὅτι διά τοῦ συντάγματος: «κατοχυρώνεται τό δικαίωμα κάθε Ἕλληνα πολίτη νά καθορίζει τό θρήσκευμα
τοῦ παιδιοῦ του, ὅπως αὐτός θέλει. Καί ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειονότης τῶν
Ἑλλήνων ἀνήκει στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι σάν νά λέει ὁ συντακτικός
νομοθέτης, καί ἔχει ὑποχρέωση νά τό πεῖ, ὅτι ὑποχρεοῦται ἡ Πολιτεία νά διδάσκει
τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατά τό ὀρθόδοξο δόγμα καί ὡς ὑποχρεωτικό, γιά νά
ἀναπτυχθεῖ ἡ θρησκευτική συνείδηση τοῦ μαθητοῦ.» Ἔχει ἐπίσης ἀποσαφηνισθεῖ,
ὅτι «οἱ νόμοι δέν γίνονται γιά νά
κατοχυρώνουν πραγματικές καταστάσεις, οἱ πραγματικές καταστάσεις τῆς ζωῆς
ὑπαγορεύουν τούς νόμους.» Ἀναστασίου Ν. Μαρίνου, Ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος
τῶν Θρησκευτικῶν κατά τό Σύνταγμα, Θρησκευτική παιδεία καί σύγχρονη κοινωνία,
ἐκδ. ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2006, (σ. 116-117)
<!–[if !supportFootnotes]–>[10]<!–[endif]–> Ἔγγραφο τῆς Ο.Λ.Μ.Ε.
τῆς 16ης-9-2008, μέ τίτλο «Γιά τό μάθημα
τῶν θρησκευτικῶν». Τό ἔγγραφο ὑπογράφουν ὁ τότε πρόεδρος καί ὁ τότε γενικός
γραμματέας τῆς Ο.Λ.Μ.Ε. κύριοι Κώστας Μανιάτης (καθηγητής φυσικός) καί Θέμης
Κοτσιφάκης (καθηγητής ἰατρικῶν ἐργαστηρίων). Ἐρωτοῦμε: ἐάν κάποιοι θεολόγοι ἤ
φιλόλογοι ἤ γυμναστές ὑπέβαλαν προτάσεις καί ἀπαιτοῦσαν πλήρη μεταβολή τοῦ
περιεχομένου τῶν μαθημάτων τῆς φυσικῆς ἤ τῶν ἰατρικῶν ἐργαστηρίων, θά
ἀποδέχονταν οἱ κοι Κ. Μανιάτης καί Θ. Κοτσιφάκης τίς προτάσεις αὐτές ὡς
ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένες καί τό τόλμημα τῶν συντακτῶν τῶν προτάσεων ὡς ἐπιτρεπτό;
<!–[if !supportFootnotes]–>[11]<!–[endif]–> πρβλ Γεωργίου Κρίππα,
Γνωμοδότηση περί δυνατότητος ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, πηγή: www.im–glyfadas.gr , Βλ. ἐπίσης Γεωργίου Κρίππα,
Ἡ συνταγματική κατοχύρωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, Ἀθήνα 2001.
<!–[if !supportFootnotes]–>[12]<!–[endif]–> Ἔγγραφο τῆς Ο.Λ.Μ.Ε.
τῆς 16ης-9-2008, μέ τίτλο «Γιά τό μάθημα
τῶν θρησκευτικῶν».
<!–[if !supportFootnotes]–>[13]<!–[endif]–> Οἱ ἑτερόδοξοι καί
ἑτερόθρησκοι δέν ὑποχρεοῦνται νά παρακολουθήσουν, οὔτε βεβαίως νά βαπτισθοῦν.
Ὅμως, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη στήν Ἑλλάδα, τότε δέν θά
ὑπῆρχε καί τό μάθημα. Περί αὐτοῦ βλ. ἀνωτέρω σημείωση 9.
<!–[if !supportFootnotes]–>[14]<!–[endif]–> Τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν βαδίζει σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική
πίστη τῶν ἤδη βεβαπτισμένων ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἤ ὅσων ἔχουν ἀποφασίσει νά
βαπτισθοῦν. Ἑπομένως δέν τούς ἐπιβάλλει κάτι τό ὁποῖο οἱ ἴδιοι δέν εἶναι καί
δέν ἔχουν ἀποφασίσει νά εἶναι. Πρέπει ἡ ἐπιτέλους ἡ πραγματικότητα αὐτή νά
γίνει ἀντιληπτή ἀπό ὅλους ὅσους ἔχουν κατά καιρούς γράψει γιά τό ὀρθόδοξο
χριστιανικό μάθημα τῶν ἑλληνικῶν σχολείων.
<!–[if !supportFootnotes]–>[15]<!–[endif]–> Παράτυπο γιά δύο
λόγους: α) Διότι, ἐνῷ ἀφορᾷ σέ ζητήματα συγκεκριμένης εἰδικότητας
ἐκπαιδευτικῶν, γράφτηκε καί ὑπογράφτηκε ἀπό μή εἰδικούς, β) Οὐδέποτε ἔλαβε τό
τότε διοικητικό συμβούλιο τῆς Ο.Λ.Μ.Ε. ἔγκριση ἀπό τίς κατά τόπους Ε.Λ.Μ.Ε. νά
διερευνήσει καί νά θέσει σέ ψηφοφορία τό ἐν λόγῳ ζήτημα. Τό κείμενο ἑπομένως
ἐκφράζει τή γνώμη μίας ἀπειροελάχιστης μειοψηφίας καθηγητῶν δευτεροβάθμιας
ἐκπαιδεύσεως οἱ ὁποῖοι παράτυπα τοῦ πρόσθεσαν τόν λογότυπο «Ο.Λ.Μ.Ε.». Τό γεγονός αὐτό ἐνόχλησε
πολλούς συναδέλφους καθηγητές δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως διαφόρων κλάδων οἱ
ὁποῖοι θεώρησαν ὅτι ἡ Ο.Λ.Μ.Ε. λαμβάνει ἀφ΄ ἑαυτῆς τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει
γιά τούς δικούς τους κλάδους χωρίς νά ζητήσει τή γνώμη τους. Συνέχιση τέτοιου
εἴδους φαινομένων θά ὁδηγήσει σέ πλήρη κοινωνική ἀπαξίωση τοῦ συνδικαλισμοῦ.
<!–[if !supportFootnotes]–>[16]<!–[endif]–> Διότι ὑπάρχουν καί
ἀρκετοί χριστιανοί ὀρθόδοξοι μαθητές ἀλλοδαποί. Δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἀλλοδαποί
μαθητές μή χριστιανοί, οὔτε ὅλοι οἱ χριστιανοί ἀλλοδαποί μαθητές εἶναι μή
ὀρθόδοξοι.
<!–[if !supportFootnotes]–>[17]<!–[endif]–> Κάποιο προσωρινό
ἐνδιαφέρον ἔδειχναν οἱ μαθητές ὅταν τό μάθημα συνοδευόταν ἀπό προβολή
διαφανειῶν. Ὅμως ἡ προβολή διαφανειῶν εἶναι γιά τούς μαθητές μία ἐνδιαφέρουσα
ἐνασχόληση, ὅταν καλύπτει μικρό μέρος τοῦ διδακτικοῦ ἔτους, ὅταν προσφέρεται ὡς
ποικιλία, ὡς ἐναλλαγή. Ἄν καταστεῖ μόνιμη συνήθεια, θά ἐπιφέρει κορεσμό καί
διαμαρτυρίες. Ἄν λοιπόν γινόταν τό σφάλμα νά παραχθοῦν τόσες χιλιάδες
διαφάνειες ὥστε νά καλύψουν ὅλα τά μαθήματα μιᾶς ἑξαετίας τά ὁποῖα θά ἔχουν
μετατραπεῖ σέ θρησκειολογικά, θά διαπιστωνόταν ὅτι μάταια παρήχθη τόσο ὑλικό,
τό ὁποῖο ἐπειδή θά ἀποτελοῦσε κατάχρηση ἑνός βοηθητικοῦ μέσου, μόνο δυσφορία θά
προκαλοῦσε.
<!–[if !supportFootnotes]–>[18]<!–[endif]–> Δηλαδή δέν θά παρουσιάζει
τήν θρησκεία στήν ὁποία ἀνήκει ὁ γονέας καί τό παιδί μέ τόν τρόπο τόν ὁποῖο
θέλει ἡ θρησκεία αὐτή, ἀλλά ὡς κάτι ξένο καί οὐδέτερο καί δέν θά συμβάλλει στήν
ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας καί τῆς συνειδήσεως τοῦ παιδιοῦ μέ τόν τρόπο πού
ἔχει ἀναγνωρίσει ὁ γονέας ὅτι τό πράττει ἡ θρησκεία αὐτή.
<!–[if !supportFootnotes]–>[19]<!–[endif]–> Υἱοθετήθηκε ἄκριτα καί
ἀπό μερικούς Ἕλληνες ὀρθοδόξους θεολόγους.
<!–[if !supportFootnotes]–>[20]<!–[endif]–> Βλ. ἐπιστολή
20ης-11-2008 τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Παιδείας κου Ε. Στυλιανίδη πρός Συνήγορο τοῦ
Πολίτη κο Γ. Καμίνη, ΑΠ 450, ὅπου ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν ἔχει ὁμολογιακό-κατηχητικό χαρακτήρα
ἀλλά εἶναι γνωσιολογικό, δηλαδή περιλαμβάνει ἀναφορές ὄχι μόνον στήν
ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἀλλά καί σέ ἄλλα δόγματα καί θρησκεῖες.»
<!–[if !supportFootnotes]–>[21]<!–[endif]–> Τό χρησιμοποιοῦν οἱ
ἀπόστολοι Ματθαῖος, Λουκᾶς, Ἰωάννης καί Παῦλος.
<!–[if !supportFootnotes]–>[25]<!–[endif]–> Ἰωάννου Καρμίρη, Τά
δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα, τόμ. 2ος, σ. 1076.
<!–[if !supportFootnotes]–>[26]<!–[endif]–> Ἔχουμε ἤδη καί τό
ἱστορικό προηγούμενο, ὅτι ὅσοι μάχονταν τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μυστήριο τοῦ
γάμου ποτέ δέν τό ὀνόμαζαν μέ τό ὄνομά του, πάντοτε τό ὀνόμαζαν «θρησκευτικό γάμο».
<!–[if !supportFootnotes]–>[28]<!–[endif]–> Γιά τό πῶς ἔχει τή
δυνατότητα νά ὠφεληθεῖ ἔμπρακτα ὁ ἑτερόδοξος ἤ ὁ ἑτερόθρησκος μαθητής ὁ ὁποῖος
παρακολουθεῖ τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν στά ἑλληνικά σχολεῖα,
βλ. κατωτέρω κεφάλαιο ΙΔ΄ τοῦ παρόντος.
<!–[if !supportFootnotes]–>[30]<!–[endif]–> Ρω. 2,18, Α΄ Κορ.
14,19, Γαλ. 6,6. Στήν πρώτη ἀπό τίς τρεῖς περιπτώσεις δηλώνεται ἡ ἰουδαϊκή καί
ὄχι ἡ χριστιανική κατήχηση.
<!–[if !supportFootnotes]–>[31]<!–[endif]–> Λκ 1,4, Πρ. 18,25,
21,21, 21,24. Στίς δύο τελευταῖες περιπτώσεις δέν δηλώνεται ἡ διδασκαλία τῆς
χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά ἰουδαϊκές διαβολές εἰς βάρος τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
<!–[if !supportFootnotes]–>[32]<!–[endif]–> Λκ 1, 3-4: «ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν
ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περί ὧν κατηχήθης
λόγων τήν ἀσφάλειαν.»
<!–[if !supportFootnotes]–>[33]<!–[endif]–> Α΄ Κορ. 3,1-2: «Καί ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην λαλῆσαι ὑμῖν
ὡς πνευματικοῖς, ἀλλ΄ ὡς σαρκικοῖς, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ. γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καί
οὐ βρῶμα· οὔπω γάρ ἠδύνασθε, ἀλλ΄ οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε·»
<!–[if !supportFootnotes]–>[34]<!–[endif]–> Βλ. π.χ. τούς
τριαντατέσσερεις κατηχητικούς λόγους τοῦ Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τούς ὁποίους
ἀπηύθυνε ὡς ἡγούμενος στούς μοναχούς του.
<!–[if !supportFootnotes]–>[35]<!–[endif]–> «Κατά γάρ τό εἶδος τῆς νόσου καί τόν τρόπον τῆς θεραπείας προσαρμοστέον.»
Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας, Πρόλ. 1, ἅπαντα τά ἔργα, τόμ. 1ος,
Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»,
Θεσσαλονίκη 1979, σ. 386.
<!–[if !supportFootnotes]–>[37]<!–[endif]–> Βλ. ἀνωτέρω κείμενο
τῶν κων Κ. Μανιάτη καί Θ. Κοτσιφάκη.
<!–[if !supportFootnotes]–>[38]<!–[endif]–> Πρόκειται γιά τούς
κ.κ. Νικήτα Ἀλιπράντη, Τερέζα Βαλαλᾶ-Πεντζοπούλου, Μαριάνο Καράση,
Ἰωάννη-Σεραφείμ Μαρκαντώνη, Ἰωάννη Πανούση, Ἐμμανουήλ Σαρρῆ, Μερόπη
Σπυροπούλου.
<!–[if !supportFootnotes]–>[40]<!–[endif]–> Ὄλγας Γριζοπούλου,
Πηγῆς Καζλάρη, Τά θρησκευτικά πέρα ἀπό τόν κατηχητισμό, Καθημερινή 28-9-2008.
<!–[if !supportFootnotes]–>[42]<!–[endif]–> Ἄποψη τοῦ κου Σ.
Γιαγκάζογλου, πηγή: www.amen.gr
,
8-2-2010.
<!–[if !supportFootnotes]–>[43]<!–[endif]–> Ἐάν δεχθοῦμε τέτοια
ἄποψη, τότε θά ὁδηγηθοῦμε σέ συγκεντρωτισμό μή ὀρθόδοξο, ὁ ὁποῖος θά τείνει
πρός τόν ρωμαιοκαθολικισμό. Ἄς θυμηθοῦμε καί τό Μρ 9, 38-40: «Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰωάννης λέγων· διδάσκαλε,
εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὅς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καί
ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπε· μή κωλύετε αὐτόν·
οὐδείς γάρ ἐστιν ὅς ποιήσει δύναμιν ἐπί τῷ ὀνόματί μου καί δυνήσεται ταχύ
κακολογῆσαί με. ὅς γάρ οὐκ ἔστι καθ΄ ἡμῶν, ὑπέρ ἡμῶν ἐστιν.» καί τό
παράλληλό του Λκ 9,49-50.
<!–[if !supportFootnotes]–>[47]<!–[endif]–> Τό κείμενο πήραμε ἀπό
τήν ἰστοσελίδα www.romfea.gr
.
<!–[if !supportFootnotes]–>[48]<!–[endif]–> Τό κείμενο ὑπογράφουν
οἱ ἑξῆς κύριοι καί κυρίες συνάδελφοι: Ἀγγελάκη Δήμητρα, Ἀμπατζίδης Θεόφιλος,
Ἀνδριόπουλος Παναγιώτης, Βολάκης Παναγιώτης, Γιαννόπουλος Ἀνδρέας, Γκαλίτσιος
Πρόδρομος, Γκαργκάνα Σουλτάνα, Γριτσοπούλου Ὄλγα, Γώγου Βάσω, Δαμαλής Γιάννης,
Ζωχιοῦ Μαρία, Καζλάρη Πηγή, Καλαϊτζίδης Παντελῆς, Καραγιάννης Παναγιώτης,
Κατσούδας Κώστας, Κετικίδης Γιῶργος, Κρανιώτης Μιχάλης, Κυριακίδου Ἄννα, Λίλιας
Πέτρος, Λίτσιος Γιάννης, Μαλεβίτης Ἠλίας, Μάλφας Γεώργιος, Μαραθιά Διονυσία,
Μασσαράς Θεοχάρης, Μαυροκωστίδης Γρηγόρης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μπέλος Ζήσης,
Μουντζουρίδης Γεώργιος, Μπάρλος Ἀποστόλης, Νευροκοπλής Θανάσης,
Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Πεϊνιρτζή Κατερίνα, Ροῦσσος Ἠλίας, Ρούσση Βάσω,
Τσανανᾶς Γιῶργος, Φάκος Βασίλης, Φουντούλης Μιχάλης, Φωτόπουλος Χρῆστος, Χλωρός
Γιῶργος.
<!–[if !supportFootnotes]–>[49]<!–[endif]–> Ὁπότε, ὅπως τονίσαμε
καί σέ προηγούμενο κεφάλαιο, ὁ κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός, Ἕλληνας ἤ μή, θά ἔχει
δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπό ἕνα τέτοιο μάθημα.
<!–[if !supportFootnotes]–>[50]<!–[endif]–> Ἀναφέρονται στό κείμενο τά ἑξῆς ἐρωτήματα: «πῶς μποροῦμε νά ἀποδείξουμε ὅτι συμφωνοῦμε μέ τήν ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας;»,
«ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά μᾶς. Πῶς
μποροῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε κι ἐμεῖς στή μεγάλη δωρεά πού μᾶς ἔκαμε;», «ποιά εἶναι τά συναισθήματα ἀπό τά ὁποῖα
διακατέχεται ὁ ἐξομολογούμενος;».
<!–[if !supportFootnotes]–>[51]<!–[endif]–> Ὅπως δέν εὐθύνονται ἡ
ἐπιστήμη τῆς φυσικῆς καί ἡ ἐπιστήμη τῶν μαθηματικῶν γιά προχειρότητες καί λάθη
τά ὁποῖα παρατηροῦνται ἀπό συναδέλφους φυσικούς καί μαθηματικούς σέ σχολικά
βιβλία φυσικῆς καί μαθηματικῶν.
<!–[if !supportFootnotes]–>[52]<!–[endif]–> Ὡς ΘΜ ὁρίζεται στό ἐν
λόγῳ κείμενο τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν.
<!–[if !supportFootnotes]–>[53]<!–[endif]–>Ἄποψη
τοῦ κου Σ. Γιαγκάζογλου, πηγή: www.amen.gr
,
8-2-2010.
<!–[if !supportFootnotes]–>[56]<!–[endif]–> Γιά τό ζήτημα αὐτό βλ.
Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ, Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός ἀπό τήν Καινή Διαθήκη ἕως
καί τόν μέγα Βασίλειο, ἐκδ. Γεωργιάδη, Ἀθῆναι 2010.
<!–[if !supportFootnotes]–>[57]<!–[endif]–> Κείμενα πίστεως καί
Ἐλευθερίας, (αὐθεντικαί μαρτυρίαι ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων Ἑλλήνων περί τῆς
Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821), Ἐπιμέλεια Ἠλ. Β. Οἰκονόμου, ἔκδ. Περιοδικοῦ «Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1985, σ. 59.
<!–[if !supportFootnotes]–>[59]<!–[endif]–>Νίκου Γιαννόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ἡ
πολυτάραχη ζωή και ἡ δράση τοῦ ἠγέτη τῆς ἐπανάστασης, Οἱ μονογραφίες τοῦ
περιοδικοῦ «στρατιωτική ἱστορία», ἐκδ.
Περισκόπιο, Ἀθήνα 2001, σ. 157.
<!–[if !supportFootnotes]–>[60]<!–[endif]–> Κείμενα πίστεως καί
Ἐλευθερίας, (αὐθεντικαί μαρτυρίαι ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων Ἑλλήνων περί τῆς
Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821), Ἐπιμέλεια Ἠλ. Β. Οἰκονόμου, ἔκδ. Περιοδικοῦ «Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1985, σ. 97.
<!–[if !supportFootnotes]–>[61]<!–[endif]–> Ἀξίζει νά θυμηθοῦμε,
τί πίστευε ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐπί τοῦ θέματος τῆς ὀρθοδόξου
χριστιανικῆς ἀγωγῆς στά ἑλληνικά κρατικά σχολεῖα: «Πρώτιστον καί οὐσιωδέστερον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως
εἶναι νά παράσχῃ εἰς τό Ἔθνος τήν διδασκαλίαν τῆς πίστεως. Ναί μέν τό Ἔθνος ὁμολογεῖται ἀφοσιωμένον εἰς τήν
Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀλλ΄ ἡ ἀφοσίωσις πηγάζει ἐξ αἰσθήματος καί τολμῶ εἰπεῖν ἐξ
ἐμφύτου ροπῆς. Σήμερον ὅμως ἀπαιτεῖται καί τι πλέον, νά πηγάζη δηλαδή καί ἐκ
τῆς κρίσεως, νά συνοδεύηται διά συμμέτρου μαθήσεως.» Οἱ ὡς ἄνω διακηρύξεις,
ἀποφάσεις καί πράξεις τοῦ κυβερνήτη ὀφείλονταν καί στήν δική του ἔνθερμη πίστη:
«Ὁ Θεός εἶναι προστάτης μου καί ἄνευ
ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτόν θά ἠδυνάμην νά κατανοήσω, οὔτε νά ἐλπίσω τι. Ἡ
Χριστιανική θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἕλληνας καί γλώσσαν καί πατρίδα καί
ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὑπαρξιν,
τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καί ἑδραίωμα.» (Ἰωάννη Τσάγκα, Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική ἀγωγή στό ἐκπαιδευτικό
ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, ἔκδ. Β΄, ἐκδ. ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001,
σ. 112).
<!–[if !supportFootnotes]–>[62]<!–[endif]–> Πιστεύουμε ὅτι, ἐάν
υἱοθετηθοῦν προτάσεις ἐφαρμογῆς μαθήματος τέτοιου περιεχομένου, θά ἔχουμε, λόγῳ
ἐλλείψεως πείρας, τέτοιου εἴδους ἀντιγραφές ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ ὁποῖες ἀντιγραφές
θά προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα.
<!–[if !supportFootnotes]–>[64]<!–[endif]–> Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός
Ἕλληνας γνωρίζει τί ἀκριβῶς ἦταν τό δωδεκάθεο: ὁ Κρόνος, δηλαδή ὁ Χρόνος,
ἔτρωγε τά δώδεκα παιδιά του, δηλαδή τούς δώδεκα μῆνες, καί ἐκεῖνα ἐν τέλει
κατάφεραν νά τόν ἐκθρονίσουν καί νά ξαναγεννηθοῦν. Πρόκειται δηλαδή γιά λατρεία
τῆς αἰωνίου ροῆς τοῦ χρόνου, πράγμα τό ὁποῖο ἦταν ἀπαραίτητο στίς ἀρχέγονες
κοινωνίες, διότι ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι τῆς πρώιμης ἀρχαιότητας νά κατανοήσουν τήν
διαρκή ἀνακύκληση τοῦ χρόνου, ὥστε νά ρυθμίζουν τίς ἀπαραίτητες ἐργασίες τους,
π.χ. σπορά, θερισμό, ὑλοτομία, ἀνάλογα μέ αὐτήν. Σήμερα αὐτή ἡ θρησκεία δέν
ἔχει νά προσφέρει πλεόν τίποτε ἐκτός τῶν καλλιτεχνικῶν της μνημείων.
Σήμερα γνωρίζει ὁ
ὀρθόδοξος χριστιανός Ἕλληνας, ὅτι οἱ φανατικοί τῆς θρησκείας αὐτῆς ἐξόντωσαν
τόν Αἴσωπο ὡς δῆθεν ἱερόσυλο καί τόν Σωκράτη ὡς εἰσάγοντα «καινά δαιμόνια» καί εἰσήγαγαν σέ δίκες τά μεγαλύτερα πνεύματα τῆς
ἀρχαίας ἐποχῆς οἱ ὁποῖοι μέ δυσκολία γλύτωσαν τήν ἐξόντωση: τόν Ἀναξαγόρα τόν
Κλαζομένιο, τόν Διογένη τόν Ἀπολλωνιάτη, τόν Πρωταγόρα τόν Ἀβδηρίτη, τόν
Αἰσχύλο τόν Ἀθηναῖο, τόν γλύπτη Φειδία τόν Ἀθηναῖο, τόν ποιητή Διαγόρα τόν
Μήλιο, τόν Ἀριστοτέλη τόν Σταγειρίτη, τόν Ἀρίσταρχο τόν Σάμιο, τόν Θεόφραστο
τόν Λέσβιο.
<!–[if !supportFootnotes]–>[65]<!–[endif]–> Σέ ὑπόμνημα μέ τίτλο «Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν (τό πρόβλημα καί
ἡ λύση του)» ὑπογεγραμμένο ἀπό τούς κ.κ. Νικήτα Ἀλιπράντη, Τερέζα
Βαλαλᾶ-Πεντζοπούλου, Μαριάνο Καράση, Ἰωάννη-Σεραφείμ Μαρκαντώνη, Ἰωάννη
Πανούση, Ἐμμανουήλ Σαρρῆ, Μερόπη Σπυροπούλου. Τό ἐν λόγῳ ὑπόμνημα διαβιβάσθηκε
πρός ΥΠ.Ε.Π.Θ. στίς 3-6-2009.
<!–[if !supportFootnotes]–>[66]<!–[endif]–> Κληρονομία εἶναι γιά
τόν χριστιανό ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «δεῦτε
κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου» Μτ 25,
34.
<!–[if !supportFootnotes]–>[67]<!–[endif]–> Πολυάριθμα χωριά,
πόλεις, περιοχές, βουνά, δρόμοι ἔχουν λάβει τά ὀνόματά τους ἀπό ἁγίους καί
γεγονότα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως, δεῖγμα τοῦ πόσο πιστός εἶναι ὁ
λαός μας. Εἶναι λοιπόν λογικό κάποιος ὁ ὁποῖος ἀνήκει σέ ἄλλη θρησκεία νά μή
καταλαβαίνει καί νά διερωτᾶται τί σημαίνουν ὅλα αὐτά.
<!–[if !supportFootnotes]–>[68]<!–[endif]–> Ὅσα μάλιστα
ἑτερόθρησκα παιδιά μετέχουν στό μάθημά μας, ἐκτός τοῦ ὅτι ἐνημερώνονται γιά τή
χριστιανική διδασκαλία, συχνά συζητοῦν μέ τόν καθηγητή χωρίς φανατισμούς, οὔτε
ἀπό μέρους τους οὔτε ἀπό μέρους τοῦ καθηγητῆ, καί ἀναπτύσσουν ἔτσι τήν
κοινωνικότητά τους καί τή διαλεκτική τους ἰκανότητα.
<!–[if !supportFootnotes]–>[69]<!–[endif]–> Σταύρου Ζουμπουλάκη,
Τά θρησκευτικά ὡς βιβλικό μάθημα, βλ. Θρησκευτική Παιδεία καί σύγχρονη
κοινωνία, Θέσεις καί Ἀντιθέσεις, ἐκδ. ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2006, σ. 234.
<!–[if !supportFootnotes]–>[72]<!–[endif]–> Καί βεβαίως θά πρέπει
νά διδάσκονται, καί οἱ νοθεύσεις τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τίς ὁποῖες
ἐπέφεραν κατά καιρούς ὁ ρωμαιοκαθολικισμός καί ὁ προτεσταντισμός. Διάφορα ἄλλα
προβλήματα τά ὁποῖα δημιούργησαν κατά τήν ἱστορική τους πορεία, ὅπως ἦταν ἡ
ἱερά ἐξέταση, οἱ σταυροφορίες καί οἱ μεταξύ ρωμαιοκαθολικῶν καί προτεσταντῶν
θρησκευτικοί πόλεμοι, θά πρέπει ἐπίσης νά διδάσκονται. Ἀλλιῶς καταντᾶ ἡ ἱστορία
ἐξωραϊσμός τοῦ παρελθόντος.
<!–[if !supportFootnotes]–>[74]<!–[endif]–> Μικρός Εὐεργετινός,
ἔκδοση 2η, Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1999, σ. 496.
<!–[if !supportFootnotes]–>[75]<!–[endif]–> Μέ τέτοιους ἄλλωστε
τρόπους διδάσκονταν πάντοτε καί ὁ Σοφοκλῆς καί ὁ Σολωμός.
<!–[if !supportFootnotes]–>[76]<!–[endif]–> Εἶναι ἄραγε ἡ «θέρμη συγκίνηση» κάτι διαφορετικό ἀπό
τόν «συναισθηματισμό», ἀπό τόν ὁποῖο
ὁ ἀρθρογράφος, εἴδαμε προηγουμένως ὅτι, ἀπέτρεπε τούς θεολόγους καθηγητές;
<!–[if !supportFootnotes]–>[77]<!–[endif]–> Ἀκόμη καί ἄν ὁ
ἀρθρογράφος μας δέν ἐννοεῖ αὐτό, πιστεύουμε ὅτι τυχόν ἀπόπειρα ἐφαρμογῆς τῶν
ἀπόψεών του θά ἔχει αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάληξη.
<!–[if !supportFootnotes]–>[78]<!–[endif]–>π.
Χαραλάμπους Δ. Βασιλόπουλου, Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. 12η, ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2008, σ. 362.
<!–[if !supportFootnotes]–>[79]<!–[endif]–> Καί φυσικά δέν
ὑπονοοῦμε κανέναν ἀπό τούς ἀρθρογράφους, τῶν ὁποίων τίς γνῶμες ἀνασκευάζουμε
στήν παροῦσα ἐργασία.
<!–[if !supportFootnotes]–>[80]<!–[endif]–>Καθημερινή
(7-9-2008), ὑπογεγραμμένο ἀπό τόν κοΧ. Γιανναρᾶ.
<!–[if !supportFootnotes]–>[81]<!–[endif]–> Τό πῶς «λογάριαζε» ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς τήν
Ἐκκλησία, εἶναι ἕνα θέμα τό ὁποῖο χρειάζεται μεγάλη ἀνάλυση, ἡ ὁποία θά μᾶς
ἐξέτρεπε σέ πλατυασμούς. Ἁπλῶς ἐδῶ θά διερωτηθοῦμε, γιατί ὁ ἀρθρογράφος ἀφ΄
ἑνός ἀπορρίπτει τόν Κοραῆ, ἤ ὅ,τι νομίζει πώς εἶναι Κοραῆς, ἀφ΄ ἑτέρου δέ
χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «πολιτισμός», ὁποῖο
ὁ Κοραῆς εἰσήγαγε στήν ἑλληνική γλῶσσα; Δέν υἱοθετεῖ ὁ συντάκτης τοῦ ὡς ἄνω
ἄρθρου ὅσα ὁ ὅρος αὐτός συνεπάγεται; Κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἐγκρίνει καί δέν συνεχίζει
τήν φιλοσοφία τοῦ Κοραῆ;
<!–[if !supportFootnotes]–>[82]<!–[endif]–> Θά λέγαμε ἄφοβα «συνεχιστής», διότι ὁ Ἰ. Καποδίστριας
συνέχισε τήν παιδεία τήν ὁποία βρῆκε ἤδη διαμορφωμένη σύμφωνα μέ τήν ἱστορία
καί τόν χαρακτήρα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
<!–[if !supportFootnotes]–>[83]<!–[endif]–> Στυλιανοῦ Γ.
Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α΄, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1982, σ. 280.
<!–[if !supportFootnotes]–>[84]<!–[endif]–> Καί φυσικά ὁ γράφων,
ὡς ἐκπαιδευτικός, ἀπαγορεύεται νά ἀνακοινώσει ὀνόματα παιδιῶν τά ὁποῖα
αὐτοβούλως τοῦ ἐκμυστηρεύθηκαν τούς ὡς ἄνω προβληματισμούς τους, οἱ ὁποῖοι
προβληματισμοί προκλήθηκαν ἀπό συγκεκριμένες συμπεριφορές γονέων.
<!–[if !supportFootnotes]–>[85]<!–[endif]–> Ἡ ὁποία περιλαμβάνει
καί μαθήματα ἱστορίας, κοινωνιολογίας, παιδαγωγικῆς, ψυχολογίας, φιλοσοφίας,
φιλολογίας.
<!–[if !supportFootnotes]–>[86]<!–[endif]–> Τό ἴδιο πρέπει νά
γίνει καί σέ διάφορα ἄλλα μαθήματα, ἔτσι ὥστε νά περιορισθοῦν τά λεγόμενα
φροντιστήρια, τά ὁποῖα ἐπιφέρουν οἰκονομική ἐπιβάρυνση στούς γονεῖς καί κόπωση
στά παιδιά.
<!–[if !supportFootnotes]–>[87]<!–[endif]–> Γιά νά βελτιωθεῖ ἡ
κατάσταση τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων προτείνουμε, σέ κάθε σχολή ἡ ὁποία
σχετίζεται μέ τήν παιδεία νά θεσμοθετηθοῦν μεταπτυχιακά μαθήματα συγγραφῆς
σχολικῶν βιβλίων. Τά μαθήματα αὐτά θά διδάσκουν ἀπό κοινοῦ καθηγητές τῆς
εἰδικότητας τῆς σχολῆς καί καθηγητές παιδαγωγικῆς. Στήν ἀρχή, γνωρίζουμε ὅτι,
καί αὐτή ἡ προσπάθεια θά ἀντιμετωπίσει δυσκολίες, ὅμως σύν τῷ χρόνῳ, καί ἐφ΄
ὅσον δέν ἐγκαταλειφθεῖ ἡ διασκαλία συνεπικουρούμενη ἀπό τήν ἔρευνα, θά ἀποκτηθεῖ
ἡ ἀπαραίτητη ἐμπειρία. Ἀλλιῶς, ἀξίζει νά ἐρωτήσουμε: ἔστω ὅτι ἔχει κάποιος
μεταπτυχιακό δίπλωμα ἤ διδακτορικό στήν φυσική, στά μαθηματικά ἤ στήν θεολογία,
ποῦ ὅμως ἔχει διδαχθεῖ νά γράφει καί σχολικά βιβλία μέ τόν κατάλληλο
παιδαγωγικό τρόπο;
Εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητο, τά
διδακτικά ἐγχειρίδια νά δοκιμάζονται πρῶτα στά πειραματικά σχολεῖα, ὥστε νά
διαπιστωθοῦν τυχόν ἐλαττώματά τους προτοῦ ἰσχύσουν γιά ὅλα τά σχολεῖα τῆς
χώρας. Τά σχολεῖα αὐτά διαθέτουν πάντοτε ἔμπειρους καθηγητές, μέ αὐξημένα
τυπικά προσόντα, οἱ ὁποῖοι ἀφ΄ ἑνός θά διαπιστώνουν λάθη, παραλείψεις καί παιδαγωγικές ἀδυναμίες τῶν
σχολικῶν ἐγχειριδίων, ἀφ΄ ἑτέρου, μέσῳ τῶν αὐξημένων τυπικῶν προσόντων τους, θά
προφυλάσσουν τούς δικούς τους μαθητές ἀπό τά λάθη αὐτά, τά ὁποῖα οἱ ἴδιοι θά
διορθώνουν.
<!–[if !supportFootnotes]–>[88]<!–[endif]–> Ὄλγας Γριζοπούλου,
Πηγῆς Καζλάρη, Παλαιά Διαθήκη, ἡ προϊστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ο.Ε.Δ.Β., ἔκδ.
Δ΄, Ἀθήνα 2009.
<!–[if !supportFootnotes]–>[89]<!–[endif]–> Γεωργίου Τσανανᾶ,
Ἀποστόλου Μπάρλου, Καινή Διαθήκη, ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό ἔργο του, ἔκδ. Δ΄,
Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα 2009, σ. 77.
<!–[if !supportFootnotes]–>[90]<!–[endif]–> Στέφανου Καραχάλια,
Πηνελόπης Μπράτη, Δημητρίου Πασσάκου, Γεωργίου Φίλια, Θέματα ἀπό τήν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Δ΄, Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα 2009, σ. 37.
<!–[if !supportFootnotes]–>[92]<!–[endif]–> Βλ. καί ἔγγραφο τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 27ης-11-2006, ἀρ. πρωτ. 5080,
διεκπ. 2782, πρός ΥΠ.Ε.Π.Θ., ὅπου ἐπισημαίνονται σημαντικά λάθη τῶν ὡς ἄνω
τριῶν ἐγχειριδίων τοῦ γυμνασίου καί τονίζεται τό σύμφωνο μέ τόν καταστατικό
χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ν. 590/1977), δικαίωμα τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας
νά παρακολουθεῖ τό δογματικό περιεχόμενο τῶν διδακτικῶν βιβλίων τοῦ μαθήματος
τῶν θρησκευτικῶν.
<!–[if !supportFootnotes]–>[96]<!–[endif]–> Ἐάν σέ ζητήματα
ἰατρικῆς τολμοῦσε νά διατυπώνει γνωματεύσεις ὁ ὁποιοσδήποτε μή ἰατρός, τό
ἀποτέλεσμα θά ἦταν ὄχι ἁπλῶς νά καταντήσει περίγελως, ἀλλά καί νά κινδυνεύσει
νά τιμωρηθεῖ μέ φυλάκιση, διότι διά τῶν ἀνευθύνων «γνωματεύσεών» του θά ἔθετε σέ κίνδυνο τήν δημόσια ὑγεία. Ἐπίσης θά
ἐτιμωρεῖτο καί θά ἔχανε καί τήν ἄδεια ἐξασκήσεως ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος καί ὁ
ἰατρός, ὁ ὁποῖος, μολονότι ἰατρός, θά διετύπωνε ἀνεύθυνες καί ἐπικίνδυνες γιά
τή δημόσια ὑγεία γνωματεύσεις.
<!–[if !supportFootnotes]–>[97]<!–[endif]–>Τυχόν
μάθημα τό ὁποῖο θά ἀπευθύνεται σέ μαθητές πιστούς σέ κάποια ἄλλη θρησκεία καί
θά τούς διαπαιδαγωγεῖ σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς θρησκείας αὐτῆς δέν θά ἦταν
δυνατόν νά θεσμοθετηθεῖ γιά ἕναν ἤ δύο μαθητές, διότι σέ τέτοια περίπτωση θά
ἐπιβαρυνόταν ὁ Ἕλληνας φορολογούμενος μέ τόν μισθό τοῦ ἑτερόθρησκου
ἱεροδιδασκάλου ὁ ὁποῖος δέν θά κάλυπτε πλῆρες ὡράριο ἐργασίας. Μόνιμος διορισμός
ἑτεροθρήσκου ἱεροδιδασκάλου σέ δημόσιο σχολεῖο πιστεύουμε ὅτι δέν
δικαιολογεῖται, ἐφ΄ ὅσον δέν γνωρίζουμε ἐάν θά ἐξακολουθήσει νά ἔχει μαθητές ἤ
ἐάν οἱ μαθητές του, παιδιά μεταναστῶν, ἐπιστρέψουν μέ τίς οἰκογένειές τους στίς
πατρίδες τους, ὅπως συνέβη μέ τίς οἰκογένειες πολλῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν οἱ
ὁποῖοι ἐπέστρεψαν στήν Ἑλλάδα. Χωρισμός τῶν παιδιῶν κατά τό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν σέ τμήματα τά ὁποῖα παρακολουθοῦν τό χριστιανικό μάθημα καί σέ
τμήματα πού παρακολουθοῦν μαθήματα ἄλλων θρησκειῶν δέν θά ἦταν κάτι τό ἀθέμιτο,
διότι θά φροντιζόταν τόσο ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας ὅσο καί ἀπό τούς καθηγητές
τῶν μαθημάτων αὐτῶν νά μήν ὑπάρχουν μίση καί ἀντιπαλότητες μεταξύ τῶν μαθητῶν.
Τοὐλάχιστον ἀπό μέρους τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν θεολόγων ἡ ἀποφυγή μίσους εἶναι
ἐγγυημένη.Ἁπλός χωρισμός τῶν μαθητῶν σέ τμήματα
ἀνάλογα μέ τίς ἐπιλογές τους συμβαίνει καί σέ διάφορες ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως
στά ξενόγλωσσα καί λοιπά μαθήματα ἐπιλογῆς καί ἐν τέλει στά μαθήματα
κατευθύνσεων, πράγμα τό ὁποῖο δέν βλάπτει κανέναν. Θά ἦταν δέ προτιμότερος ὁ
χωρισμός τῶν τμημάτων, παρά ἐσωτερικός διχασμός τῶν μαθητῶν οἱ ὁποῖοι δέν θά
διαπαιδαγωγοῦνται σύμφωνα μέ τήν δική τους θρησκεία, ἀλλά θά λαμβάνουν ἕνα
μεῖγμα γνώσεων ἀκαθορίστου ταυτότητος.
<!–[if !supportFootnotes]–>[98]<!–[endif]–> Καλό εἶναι νά
θυμηθοῦμε καί τήν ἔκκληση διά τῆς ὁποίας τελειώνει τήν Προκατήχησή του ὁ
Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὅπου ὀνομάζει τήν κατήχηση «οἰκοδομή»: «Μή ποιήσητε δέ
τήν οἰκοδομήν ἡμῶν χόρτον, καί καλάμην, καί ἄχυρα· ἵνα μή τοῦ ἔργου
κατακαέντος, ζημιωθῶμεν·» Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 39ος, σ. 47.
Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ
Θ., Μ.Φ.
.
4 comments
Νοιώθω την ανάγκη να αναφέρω τούτο: Στα μαθητικά μου χρόνια είχα την τύχη να συναντήσω αρκετούς εκπαιδευτικούς. Τρεις όμως δάσκαλοι έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου και θα εξηγήσω το γιατί χωρίς να αναφέρω τα ονόματά τους διότι δεν έχω την άδειά τους. Σε ηλικία 8 ετών φοιτώντας στην τρίτη δημοτικού, ο τότε δάσκαλός μου κύριος Ανέστης Αν. είχε καθιερώσει μια φορά την εβδομάδα (απο τις τρεις συνολικά που κάναμε θρησκευτικά), να μας μαθαίνει κάποιους βασικούς ψαλμούς και προσευχές εξηγώντας μας τι εννοούν λέξη προς λέξη. Έτσι βίωσα και βιώνω μέχρι σήμερα τα “Άγια Πάθη” της Μ. Παρασκευής σε όλο τους το μεγαλείο, αλλά κατανόησε και το τελευταίο μου κύτταρο, το πόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον άνθρωπο (αν και δεν το αξίζει!!!). Έμαθα να ψάλλω, οπότε ανακάλυψα πως είχα έναν ξεχωριστό τρόπο επικοινωνίας με το Δημιουργό μου κι αυτό με γεμίζει δύναμη ακόμη και σήμερα όταν κάτι με λυπεί ή με αγχώνει κι έτσι γλιτώνω τα ντιβάνια των ψυχαναλυτών και προτιμώ την απο καρδιάς κουβέντα με τον πνευματικό μου, που μεταξύ άλλων είναι κι ανιδιοτελής απο πλευράς του αφού δε με αντιμετωπίζει ως πελάτη! Σε ηλικία 14 ετών (β΄γυμνασίου) είχα μια απόλυτα αυστηρή καθηγήτρια θρησκευτικών, που μας έκανε απλή καταγραφή των γεγονότων και προσωρινά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως ο Θεός και Δημιουργός μου είναι κάποιος πάνω απο μένα που περιμένει πότε θα κάνω κάτι μη αρεστό προς Εκείνον ώστε να μου δώσει “απλόχερα κι εκδικητικά” την τιμωρία που μου αναλογεί!!! Ώσπου από την Α΄Λυκείου κι ως το τέλος του σχολείου μου, συνάντησα την κυρία Αργυρώ Κ. η οποία μου απέδειξε πως ο Θεός δε στέκει ως δήμιος πάνω απο μένα κρατώντας λαιμητόμο, αλλά “κρύβεται” μέσα στην καρδιά μου και το μόνο που μου μένει είναι να μην αποστραφώ εγώ τη χάρη Του κι όχι Εκείνος να με “εκδικηθεί”!!! Μου έμαθε να ερμηνεύω λόγια των Πατέρων της εκκλησίας μας, αλλά και εκείνα τα ίδια τα λόγια του Ευαγγελίου ή των παραβολών, που τα χρησιμοποιούσε ως θέματα προς συζήτηση μέσα στην τάξη, χωρίς να ακολουθεί πάντοτε την πεπατημένη του σχολικού βιβλίου (η γνωστή ύλη που ορίζει το υπουργείο). Αυτή η γυναίκα άλλαξε τη ζωή πολλών απο εμάς. Μας έμαθε να εμβαθύνουμε σε ένα θέμα και να μην “το καταπίνουμε αμάσητο όπως μας το σερβίρουν”! Μας έμαθε να μη φοβόμαστε όπως κι αν έρθουν τα πράγματα αφού δεν είμαστε ποτέ μόνοι, αφού ο “βοσκός” που μας έφερε εδώ μας έχει την έννοια. Και πάνω απο όλα μιλώντας μας με πολύ ενθουσιασμό για την αντίδραση, την άφοβη κι αδιαπραγμάτευτη πίστη των Αγίων της εκκλησίας μας μέσα απο τους βίους τους, αλλά και τα θαύματά τους, μας απέδειξε πως αξίζει να παλεύεις για τα αγαθά σου όνειρα και να μην εγκαταλείπεις μπροστά στις… απειλές του οποιουδήποτε! Σήμερα γονέας πια, που τα παιδιά μου σε λίγο ξεκινούν το δημοτικό ελπίζω κι εύχομαι να συναντήσουν αντίστοιχους εκπαιδευτικούς θεολόγους, ώστε να μπορούν κι εκείνα με τη σειρά τους, να ανακαλύψουν το μεγαλείο της αγάπης Του Θεού μας, αλλά και να έχουν το δικαίωμα στην περιπλάνηση, όπως το είχα κι εγώ, μέχρι να φτάσω σε ένα επίπεδο συνειδητότητας αποστασιοποιημένο απο τις οθόνες των σύγχρονων υπνοτιστών! (ΜΜΕ, ΤΗΛΕΌΡΑΣΗ, ΔΙΑΔΊΚΤΥΟ ΚΛΠ)… Να δουν απο μόνα τους και με προσωπικό προβληματισμό τη μόνη αλήθεια και τη μόνη ελπίδα του κόσμου που δεν είναι άλλη απο τον Ιησού Χριστό μας!
….Λυπόταν για την πνευματική κατάπτωση των πολιτών . Μιλούσε αυστηρά για αυτούς που ψήφιζαν αντιχριστιανικούς νόμους . Λυπήθηκε για την αλλαγή της γλώσσας και είπε : «Η επόμενη γενιά θα φέρει Γερμανούς να μας μάθουν την γλώσσα μας , και τα παιδιά μας θα μας φτύνουν» . Έγραφε σε επιστολή του : «Αυτοί που κατάργησαν τα Αρχαία πάλι θα τα ξαναφέρουν» .
Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου , Σελ : 699
Δυστυχώς το πολιτικό κατεστημένο,με το πρόσχημα του πολυπολιτισμού,έκανε προαιρετικό το
μάθημα των θρησκευτικών.Το μέλημα του είναι να μην μάθουν οι μαθητές των ορθόδοξο
πολιτισμό που στηρίζεται στη συλλογικότητα,την αγάπη πρός τον πλησίο και την νομοταγεία.
Στη σημερινή εποχή χρειαζόμαστε υπηκόους χωρίς συνείδηση που να επιβιώνουν πατώντας επί
πτωμάτων και να προσαρμόζουν τους νόμους του κράτους στα μέτρα που θα τους επιτρέπουν να
μεγαλουργούν ακόμη και σε βάρος των γενικών κοινωνικών και εθνικών κανόνων.
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης
Συμφωνώ κι επαυξάνω αγαπητέ κύριε Κατσιλιώτη. Όλοι έχουμε κάνει τις θλιβερές αυτές διαπιστώσεις. Το θέμα είναι τι κάνουμε; Ή για την ακρίβεια τι δεν κάνουμε και η επέλαση της ισοπέδωσης πάσης αξία εξακολουθεί με σταθερούς ρυθμούς! Αναρωτιέμαι τι θα πρέπει να γίνει για να μπει ένα στοπ, αλλά και με ποιόν τρόπο;