Γράφει ο Νικόλαος Π. Παππάς, πολιτικός επιστήμων
Δείτε εδώ το Α’ μέρος του άρθρου
Στο πρώτο μέρος της εργασίας περί της ονομασίας της «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας αναφερθήκαμε στον πόλεμο μεταξύ Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της φεουδαλικής Δύσεως σχετικά με το ποιος δικαιούται να κατέχει τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα.
Πλέον η Κωνσταντινούπολη έχει πέσει και ο δυτικός κόσμος μπορεί ανεμπόδιστος να παραχαράξει την ταυτότητα και το όνομα της Ανατολικής αυτοκρατορίας του Ρωμαϊκού «κράτους».
Το 1562 ο Γερμανός ιστορικός Hieronymus Wolf με την έκδοση του «Corpus Historiae Byzantinae», εισάγει για πρώτη φορά στη δυτική ιστοριογραφία τους όρους «Βυζάντιο» και «βυζαντινή ιστορία», ενώ το 1680 ο Γάλλος ιστορικός Du Cange με το σύγγραμμά του «Historia Byzantina» επισημοποιεί την χρήση της ονομασίας αυτής. Μόνο η παπική εκκλησία εμφανίζεται πριν από το 1562 να αποκαλεί την εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «Byzansena» αλλά αυτό γίνεται λόγω της αρχαίας ονομασίας της Νέας Ρώμης κι όχι με στόχο να αποσυνδεθεί ο ελληνισμός από την αυτοκρατορία αυτή (όπως γίνεται από το 1562 και μετά).
Η σημερινή επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει ότι η ονομασία Βυζάντιο δόθηκε ως σωστότερη από την Ρωμαϊκή, καθώς με την αλλαγή της πρωτευούσης της αυτοκρατορίας, καθώς και η αλλαγή της θρησκείας άλλαξε άρδην τον χαρακτήρα της. Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο σχολές σκέψης: η μία η οποία υποστηρίζει τον ελληνικό της χαρακτήρα και η άλλη η οποία υποστηρίζει τον πολυεθνικό της χαρακτήρα. Επίσης, υπάρχει και μια τρίτη σχολή σκέψης, στην οποία άνηκε και ο Κοραής, ο οποίος υποστήριζε ότι επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας το ελληνικό έθνος συνέχισε να βρίσκεται υπό κατοχή, πρώτα στους Ρωμαίους και μετά στους «Βυζαντινούς».
Στην πρώτη σχολή σκέψεως, δηλαδή στην αλλαγή του ονόματος λόγω της της επικρατήσεως του Ελληνικού κόσμου στην αυτοκρατορία, ανήκει ο Παπαρηγόπουλος ο οποίος στο έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» θα προσπαθήσει να αναδείξει την Ελληνικότητα του «Βυζαντίνου». Πάντως πολλές φορές στο έργο του θα παραδεχτεί ότι οι ίδιοι «εκάλουν εαυτούς Ρωμαίους».
Μια άλλη ενδιαφέρουσα άποψη για την ελληνικότητα του Βυζαντίου αναφέρει ο Γεώργιος Κοντογιώργης, ο οποίος θα υποστηρίξει την ελληνικότητα του «Βυζαντίου» έχοντας ως στοιχείο το πολιτικό σύστημα του ελληνικού κόσμου και της ελληνικής εκδοχής του Χριστιανισμού, δηλαδή της Ορθοδοξίας: «Η οικουμενική κοσμόπολη θα ενσαρκώσει την ελληνική εκδοχή του έθνους-κοσμοσυστήματος κατεξοχήν στο Βυζάντιο. Ο χριστιανισμός θα αποτελέσει εντέλει αντικείμενο οικειοποίησης από τις ελληνικές κοινωνίες και, όπως ακριβώς η ιδέα της Ρώμης, θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Το ειδικό βάρος των δύο αυτών ταυτοτικών «αναφορών» στη συνολική σύνθεση του έθνους-κοσμοσυστήματος θα διαφοροποιηθεί στο χρόνο. Όμως, συνεκτική σταθερά της σύνθεσης αυτής θα αποτελέσει η ελληνικότητα, που τροφοδοτούσε η γλώσσα και στην οποία ανάγονται η παιδεία και ο εν γένει ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου. Στη ρωμαϊκή πολιτειακή ταυτότητα του Βυζαντίου, στην ίδια την έννοια της ρωμιοσύνης υπολανθάνει το περιεχόμενο της ελληνικότητας, όπως ακριβώς και στην έννοια της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού. Το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην προσέγγιση των βυζαντινών από τους «άλλους», οι οποίοι, είτε τους αποκαλούν απλώς Έλληνες (οι Δυτικοί) είτε Ρούμ (οι Άραβες) είτε Γιουνάν (οι Ασιάτες), τους αναγνωρίζουν στην ελληνική τους ταυτότητα»(1).
Την άποψη περί ελληνικότητος της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είχε υποστηρίξει, επίσης, ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος σε έργα του «Άσματα δημοτικά της Ελλάδος: Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού Ελληνισμού» και «Βυζαντιναί μελέται: Περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος» το 1852 και το 1857 αντιστοίχως, ενώ από την Δύση την άποψη αυτή υποστήριξε ο Βρετανός George Finlay τo 1851 στο «History of Greece, from its Conquest by the Crusaders to its Conquest by the Turks» («Ιστορία της Ελλάδος, από την κατάκτηση της από τους Σταυροφόρους μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους»)(2). Τέλος, η Ελένη-Γλυκατζή Αρβελέρ θα χαρακτηρίσει την αυυτοκρατορία «Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής»(3).
Στην δεύτερη σχολή σκέψεως ανήκει ο Κωνστανίνος Σάθας, ο οποίος στο έργο του «Μεσαιωνική βιβλιοθήκη» θα προσπαθήσει μέσω ιταλικών κειμένων να αποδείξει ότι οι θεωρίες περί ελληνοχριστια-νικού πολιτισμού, όπως αυτός παρουσιάζεται από του Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο και Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, είναι ανυπόστατες. Επίσης, θα υποστηρίξει ότι η ταύτιση του ελληνισμού με την πολυεθνοτική ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είναι αυθαίρετη, με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι το Βυζάντιο δεν ήταν Ελληνικό.
Ο Ιταλός Βυζαντινολόγος Πάολο Τσεζαρέτι επίσης υποστηρίζει ότι το Βυζάντιο «ούτε κατά διάνοια δεν ήταν ελληνικό. Ήταν ένα μείγμα, ένας κυκεώνας αν προτιμάτε, ρωμαϊκής βασιλείας, χριστιανικής θρησκείας και ελληνικού πολιτισμού»(4). Ο γνωστός Γερμανός ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ θα υποστηρίξει ότι οι Έλληνες εξολοθρεύτηκαν από τους Ρωμαίους μέχρι τον 8ο αιώνα μ.Χ. κι ότι στην περιοχή της σημερινής Ελλάδος και της τότε αυτοκρατορίας ζούσαν διάφορες φυλές από τις οποίες και αποτελείται σήμερα το Ελληνικό έθνος: «Ούτε μία απλή σταγόνα αίματος, γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας. Μια τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε ώς την πιο απόμακρη γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή των Σλάβων. Οι Σκύθες – Σλάβοι, οι Ιλλυριοί – Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί είναι ουσιαστικά εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες»(5). Η άποψή του αυτή δείχνει ότι θεωρούσε Ρωμαϊκή ακόμη την αυτοκρατορία, η οποία είχε στο εσωτερικό της πολλές εθνότητες.
Εκτός από αυτές τις βασικές σχολές σκέψεως, υπάρχει και μια άλλη άποψη για την αλλαγή της ονομασίας της αυτοκρατορίας, η οποία σήμερα θεωρείται αρκετά αιρετική. Ο κύριος εκφραστής της είναι ο καθηγητής και πρωτοπρεσβύτερος πατέρας Ιωάννης Ρωμανίδης, ο οποίος στο έργο του «Ρωμη,οσύνη» θα υποστηρίξει ότι οι Φράγκοι ιστορικοί θέλοντας να αποκόψουν την Βυζαντινή αυτοκρατορία από την ρωμαϊκή της ταυτότητα (την οποία την ήθελαν για τον εαυτό τους από την εποχή του Καρλομάγνου) της άλλαξαν την ονομασία ονομάζοντάς την Ελληνική («Graecorum»). Στην συνέχεια όμως, επειδή οι Έλληνες, οι οποίοι βρίσκονταν την εποχή εκείνη (τον 16ο αιώνα εμφανίστηκε πρώτη φορά ο όρος «βυζαντινή») υπό οθωμανικό και δυτικό ζυγό, θα ήθελαν να ανασυστήσουν την αυτοκρατορία, κάτι το οποίο οι δυτικοί φυσικά δεν το ήθελαν, ονόμασαν την αυτοκρατορία «βυζαντινή» ώστε να αποκόψουν από τους έλληνες τη σχέση τους με την αυτοκρατορία. Έτσι, μας επέβαλλαν να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως «Γραικοί», ονόμασαν την αυτοκρατορία βυζαντινή, και κράτησαν τη ρωμαϊκή για τη φραγκική. Η νεώτερη επιστημονική σκέψη χρησιμοποιώντας τις πηγές των Φράγκων, κράτησε την ονομασία αυτή.
Μάλιστα ο Ρωμανίδης θεωρεί ότι η σημερινή επιστημονική σκέψη είναι απόγονος της φραγκικής. Άρα για τον Ρωμανίδη η αλλαγή ονομασίας της αυτοκρατορίας ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας των Φράγκων να χαλκέψουν την ιστορία, τονίζοντας ότι δεν είναι τυχαίο ότι στη δύση έγινε αυτή η αλλαγή στους όρους, ενώ στην ανατολή συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να ονομάζουν τους κατοίκους της αυτοκρατορίας «Ρουμ». Δεν πρέπει να θεωρηθεί βέβαια ότι ο Ρωμανίδης είναι οπαδός της θεωρίας περί ελληνικότητος της αυτοκρατορίας με τη σημερινή έννοια. Εχθρός του δυτικού εθνικισμού, θεωρεί ότι η πολιτειακή ταυτότητα της Ρωμηοσύνης είναι ανώτερη της ελληνικής, αν και θεωρεί ότι οι δύο έννοιες από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ταυτόσημες. Μάλιστα θα υποστηρίξει ότι: «…οι Νεοέλληνες το κατήργησαν [ενν. το όνομα Ρωμαιοσύνη] καί το αντικατέστησαν με το όνομα Ελλάς, δηλαδή με το όνομα μίας μικράς επαρχίας της μεγάλης Ρούμελης ή Ρωμανίας»(6).
τέλος β’ μέρους
Σημειώσεις – Πηγές:
(1) Από ομιλία του Γεωργίου Κοντογιώργη στο Ίδρυμα Μείζονος Πολιτισμού, 19 Οκτωβρίου 2005
(2) Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Κώστας Δημαράς, Μ.Ι.Ε.Τ., 1986, σελ.99
(3) Γιατί το Βυζάντιο, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Μεταίχμιο, 1992, σελ. 16
(4) Συνέντευξη του Πάολο Τσεζαρέτι στην Ελευθεροτυπία – http://www.enet.gr /?i=news.el.article&id=68413
(5) Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, Νεφέλη, 1984
(6) Ρωμαιοσύνη, Ιωάννης Ρωμανίδης, Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ. 23