Tuesday 1 October 2024
Αντίβαρο
Ιωάννης Κωτούλας Κοινωνία/Οικονομία

Οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες της μαζικής μετανάστευσης

Μέρος πρώτο

Σε οικονομικό επίπεδο η
μαζική μετανάστευση και ιδίως η μετανάστευση ανειδίκευτου και υποτυπωδώς
καταρτισμένου εργατικού δυναμικού –όπως είναι η νόρμα των
χαρακτηριστικών των μεταναστευτικών πληθυσμών σε όλα τα ευρωπαϊκά
κράτη-[1] εκτός των εγνωσμένων θετικών, αλλά βραχυπρόθεσμων και
μεσοπρόθεσμων ως προς την εκδήλωσή τους συνεπειών-,[2] ενέχει μία σειρά
αρνητικών συνεπειών για τις κοινωνίες των χωρών υποδοχής.[3] Οι
αρνητικές συνέπειες, μάλιστα, είναι κατά κανόνα περισσότερες από τις
θετικές και διακρίνονται για τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική
τους.

Η μαζική μετανάστευση κατά πρώτον καταδικάζει τις χώρες
υποδοχής σε τεχνολογική στασιμότητα, καθώς η υπερπροσφορά άφθονου
εργατικού δυναμικού εξ ορισμού αποκλείει την πιθανότητα καταφυγής στον
παράγοντα της τεχνολογικής αναβάθμισης για την διατήρηση της
ανταγωνιστικότητας στο οικονομικό πεδίο. Αυτό ισχύει τόσο για τον
αγροτικό όσο και για τον βιοτεχνικό και τον βιομηχανικό τομέα. Οι χώρες
υποδοχής των μεταναστευτικών ροών, επομένως, καταδικάζονται σε
τεχνολογική και κατά συνέπεια επιστημονική στασιμότητα, ακριβώς λόγω της
άκριτης αποδοχής της αθρόας μετανάστευσης ανειδίκευτων  και χαμηλού
μορφωτικού επιπέδου αλλοδαπών.[4]

Κατά δεύτερον στο εσωτερικό της
χώρας υποδοχής των μεταναστευτικών ροών οι αλλοδαποί μετανάστες ενίοτε
λειτουργούν ως υποκατάστατα των γηγενών, καθώς οι μετανάστες
ανταγωνίζονται τους λιγότερο ειδικευμένους γηγενείς σε ορισμένες
κατηγορίες της αγοράς εργασίας.[5] Συγκεκριμένα, παρατηρείται
υποκατάσταση των γηγενών σε ορισμένους τομείς της αγοράς εργασίας, οι
οποίες είναι δευτερεύοντος χαρακτήρα.[6] Ωστόσο, σε περιόδους
οικονομικής κρίσης παρατηρείται αυξημένη υποκατάσταση των ανειδίκευτων
γηγενών από ανειδίκευτους αλλοδαπούς, καθώς οι ευκαιρίες απασχόλησης
είτε παραμένουν σταθερές είτε συνηθέστερα μειώνονται σε σημαντικό
βαθμό.[7]

Η παρουσία των αλλοδαπών ανειδίκευτων εργαζομένων,
μάλιστα, έχει ως συνέπεια τη μείωση των παρεχόμενων αμοιβών γενικώς,
τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους, καθώς
παρατηρείται σημαντική αύξηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού.[8]
Συνεπώς μέσω της μαζικής μετανάστευσης ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού
προκαλείται τόσο υποκατάσταση του γηγενούς εργατικού δυναμικού από το
αλλοδαπό εργατικό δυναμικό, ιδίως στα επαγγέλματα, στα οποία δεν
παρατηρείται συμπληρωματικότητα της απασχόλησης, όπως αυτά, τα οποία
αφορούν σε ανειδίκευτους εργάτες,[9] όσο και μείωση της αμοιβής για τους
εργαζόμενους, γηγενείς και αλλοδαπούς.[10]

Σύμφωνα με αναλυτική
έρευνα, η οποία διεξήχθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ύπαρξη εκατό (100)
αλλοδαπών μεταναστών στην αγορά εργασίας προκαλεί σε μακροπρόθεσμο
επίπεδο απώλεια εργασίας για ογδόντα τρεις (83) γηγενείς
εργαζόμενους.[11] Σύμφωνα δε με τα πορίσματα του Borjas η προσφορά
ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού προκαλεί μερική υποκατάσταση των
γηγενών από αλλοδαπό εργατικό προσωπικό και επίσης συμπιέζει τους
μισθούς των γηγενών προς ένα σταθερά χαμηλό επίπεδο.[12]

Αντίστοιχα
συμπεράσματα έχουν διατυπωθεί και από έρευνες πεδίου στην Ελλάδα, βάσει
των οποίων επισημαίνεται ο υπαρκτός συσχετισμός ανάμεσα στη μαζική
μετανάστευση, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της προσφοράς ανειδίκευτου
εργατικού δυναμικού, και στην αύξηση της ανεργίας μεταξύ του αυτόχθονος
πληθυσμού.[13] Στην Ελλάδα έχει υπολογιστεί ότι η παρουσία των αλλοδαπών
μεταναστών προκαλεί μείωση των μισθών των γηγενών κατά 6% συνολικά.[14]

Επίσης
ισχυρή είναι η διασύνδεση ανάμεσα στην παράνομη μετανάστευση και την
άνθηση της παραοικονομίας, η οποία προκαλεί διόγκωση των διαφυγόντων
κερδών του κράτους.[15] Η μετανάστευση ανειδίκευτου προσωπικού ενισχύει
την παραοικονομία, καθώς οι μετανάστες δεν εμπίπτουν στην λειτουργική
ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η
μετανάστευση δημιουργεί την δυνατότητα μη καταβολής ασφαλιστικών
εισφορών εκ μέρους του εργοδότη προς το κράτος, επιβαρύνοντας σε
σημαντικό βαθμό τον κρατικό προυπολογισμό, αφού μειώνονται τα κρατικά
έσοδα, διαιωνίζοντας, τελικά, ένα οπισθοδρομικό πρότυπο λειτουργίας της
αγοράς.[16]

Μία πρόσθετη, ιδιαιτέρως αρνητική συνέπεια της μαζικής
μετανάστευσης και της αύξησης της εθνοτικής διαφοροποίησης στο
εσωτερικό της κοινωνίας της χώρας υποδοχής είναι η κατάρρευση του
συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας, εξέλιξη, η οποία καθίσταται πλέον
αντιληπτή με ένταση και στον ευρωπαικό χώρο τα τελευταία έτη.[17] Η
αύξηση, δηλαδή, της εθνοτικής ετερογένειας του πληθυσμού, στο εσωτερικό
ενός κράτους λόγω της μαζικής μετανάστευσης, θα επιφέρει την αποδυνάμωση
του κοινωνικού κράτους, καθώς μάλιστα παρατηρείται σταθερά υψηλή εκροή
χρηματικών ποσών εκ μέρους των μεταναστών προς τις κοινωνίες των χωρών
προέλευσης και μικρή αναδιανομή του πλούτου στο εσωτερικό της χώρας
υποδοχής λόγω της μεταβιβαστικής αποταμιευτικής συμπεριφοράς (remitting
behavior) των αλλοδαπών μεταναστών.[18]

Η ύπαρξη ενός εφεκτικού
και γενναιόδωρου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας σε μία χώρα προκαλεί
αυξημένη μεταναστευτική ροή προς την χώρα αυτή, ιδίως ανειδίκευτων
αλλοδαπών μεταναστών, οι οποίοι επιδιώκουν να επωφεληθούν των πολλαπλών
προνομίων, τα οποία παρέχονται από το ανωτέρω σύστημα κοινωνικής
πρόνοιας.[19] Σε κάθε περίπτωση ισχύει ότι οι αλλοδαποί μετανάστες
χρησιμοποιούν τις παροχές του συστήματος πρόνοιας κατά τρόπο δυσανάλογο,
επιβαρύνοντας σε σημαντικό βαθμό τον γηγενή φορολογούμενο πληθυσμό.[20]
Οι αλλοδαποί μετανάστες, μάλιστα, εκμεταλλεύονται το σύστημα πρόνοιας
της χώρας υποδοχής, ακόμη και όταν εντάσσονται στην κατηγορία των
παρανόμων μεταναστών. Σε μακροπρόθεσμο δε επίπεδο η εκμετάλλευση του
συστήματος κοινωνικής πρόνοιας από τους αλλοδαπούς μετανάστες
επιτείνεται σε σημαντικό βαθμό, εξέλιξη, η οποία οφείλεται σε τρεις
βασικούς παράγοντες:[21]

α. Η μεταναστευτική ροή περιλαμβάνει
ανειδίκευτους αλλοδαπούς, οι οποίοι είναι χαμηλής οικονομικής στάθμης
και χαμηλής οικονομικής δύναμης. Κατά συνέπεια οι αλλοδαποί αυτοί
καταφεύγουν με αυξημένη συχνότητα στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής
πρόνοιας.

β. Η αρχή της οικογενειακής επανένωσης, με την οποία
αυξάνεται σε σημαντικό βαθμό ο αριθμός των εξαρτωμένων μελών της
οικογένειας. Η πολιτισμική απόκλιση μεταξύ του πολιτιστικού πλαισίου
προέλευσης πολλών αλλοδαπών μεταναστών, ιδίως των ισλαμικών πληθυσμών,
και του ευρωπαϊκού πολιτιστικού πλαισίου προκαλεί επίσης δυσανάλογη
αύξηση των εξαρτωμένων μελών και κατά συνέπεια ενισχυμένη πρόσβαση στις
παροχές του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.

γ. Η μακρόχρονη
διαμονή των αλλοδαπών μεταναστών στην χώρα υποδοχής των μεταναστευτικών
ροών αυξάνει την πιθανότητα εντεινόμενης χρήσης του συστήματος
κοινωνικής πρόνοιας.

Στους ανωτέρω παράγοντες είναι δυνατόν να
προστεθεί η ανατροφοδότηση των μεταναστευτικών ροών προς την χώρα
υποδοχής, η οποία διαθέτει ένα γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας,
χωρίς δικλείδες ασφαλείας και λειτουργικής απόδοσής του, οι οποίες θα
προέβλεπαν λ.χ. τον αποκλεισμό των παρανόμων μεταναστών από τις παροχές
του συστήματος.

Ιδίως για την Ελλάδα έχει παρατηρηθεί στην
βιβλιογραφία ότι η προσθήκη των αλλοδαπών ως νέων ασφαλισμένων στο ΙΚΑ
προκαλεί μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη, ιδίως όταν δεν συνδυάζεται με
πρόσθετα μέτρα ενίσχυσης ή επιβολής ενός αναγκαίου εξορθολογισμού του
συνταξιοδοτικού συστήματος. Η εξισορρόπηση τόσο στον αριθμό των
ημερομισθίων όσο και στο ύψος των μισθών μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών,
όχι μόνο δεν διασφαλίζει την βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος,
όπως ενίοτε πιστεύεται, αλλά αντιθέτως επισπεύδει σημαντικά το έτος
κρίσης. Και αυτό διότι η εξάλειψη των διαφορών ανάμεσα σε αλλοδαπούς και
γηγενείς εργαζόμενους όσον αφορά στον χρόνο εργασίας και το ύψος των
επίσημηων αμοιβών, έχει ως προφανή συνέπεια την διεύρυνση των
συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για τους αλλοδαπούς διακιούχους και την
συνακόλουθη διόγκωση του συνολικού αριθμού των δικαιούχων συνταξιούχων,
άρα την πρόσθετη επιβάρυνση του συνταξιοδοτικού συστήματος σε
μεσοπρόθεσμο επίπεδο.[22]

Η μαζική μετανάστευση προκαλεί υψηλή
οικονομική ζημία για τους γηγενείς, καθώς οι τελευταίοι καταβάλλουν μέσω
της φορολογίας, με την οποία επιβαρύνονται, ένα σύνολο δαπανών, δηλαδή,
τις δαπάνες για την εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής εκ μέρους
των μεταναστών, για την καταβολή επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας στους
μετανάστες, για τη συμμετοχή σε δημόσια αγαθά, όπως η ύδρευση, η στέγαση
και οι βασικές υποδομές, για την δημόσια περίθαλψη και για την
εκπαίδευση των νεότερων μελών των οικογενειών των μεταναστών, καθώς και
για τη δημιουργία και συντήρηση συνοριακών μονάδων αποτροπής της
μετανάστευσης και ελέγχου των μεταναστευτικών ροών, καθώς και
αστυνόμευσης και ελέγχου στο εσωτερικό της χώρας υποδοχής.[23]

Συγκεκριμένα
στο οικονομικό κόστος της μαζικής μετανάστευσης για τους γηγενείς
φορολογούμενους πολίτες θα πρέπει να υπολογιστούν οι παρακάτω επιμέρους
παράγοντες:[24]

α. το συνολικό κόστος της διαδικασίας ενσωμάτωσης

β. το κόστος της διατήρησης των εθνοτικών ισορροπιών

γ. το κόστος για την στέγαση των μεταναστών

δ. το κόστος για την περίθαλψη και την υγεία των μεταναστών

ε. το κόστος για την εκπαίδευση των μεταναστών

στ. το κόστος για την για τη συμμετοχή σε δημόσια αγαθά, όπως η ύδρευση, η ηλεκτρική ενέργεια και οι βασικές υποδομές

ζ.
το κόστος για την ανάπλαση οικιστικών περιοχών, οι οποίες
υποβαθμίζονται από την αύξηση της εθνοτικής διαφοροποίησης ή την
γκεττοποίηση των εθνοτικών ομάδων των μεταναστών

η. το κόστος για την καταπολέμηση της αυξημένης λόγω της μετανάστευσης εγκληματικότητας

θ. το κόστος για την τήρηση της δημόσιας τάξης

Η
γενική δημοσιονομική επιβάρυνση συνεπεία της μετανάστευσης όχι μόνο
εκτείνεται σε διάφορους τομείς της κρατικής πολιτικής, αλλά είναι,
πράγματι, ιδιαίτερα υψηλή, όπως έχουν καταδείξει αναλυτικές έρευνες για
την επιβάρυνση, την οποία προκαλεί η μαζική μετανάστευση σε χώρες με
ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και μακροχρόνια παράδοση
γενναίων κοινωνικών παροχών, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο,[25] η
Γαλλία,[26] η Σουηδία,[27] η Δανία[28] και η Ολλανδία.[29] Καθώς η
ύπαρξη ενός ανεπτυγμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας συνδέεται δομικά
με την επιβολή υψηλής φορολογίας επί του συνόλου των πολιτών,
εξυπακούεται ότι η αύξηση της μετανάστευσης διατηρεί την υψηλή φορολογία
των γηγενών πολιτών, ενώ η συμμετοχή των αλλοδαπών μεταναστών δεν
επαρκεί, ώστε να αντισταθμίσει το κόστος που έχει προκαλέσει η ίδια η
μετανάστευσή τους στην χώρα υποδοχής.

Σε γενικές γραμμές οι
μετανάστες ευνοούνται δυσανάλογα από το σύστημα παροχών κοινωνικής
πρόνοιας σε σχέση με τους γηγενείς, ενώ αποκομίζουν περισσότερα οφέλη
από την δική τους συμβολή στην διατήρηση της ευημερίας του συστήματος
κοινωνικής πρόνοιας. Στην Ολλανδία λ.χ. οι αλλοδαποί μετανάστες
αποτελούν το 40% όσων απολαύουν κυβερνητικών οικονομικών επιδομάτων
-ποσοστό εξαπλάσιο σε σχέση με τους γηγενείς Ολλανδούς πολίτες, τους
οποίους επιβαρύνει η χορήγηση των επιδομάτων μέσω του κρατικού
προϋπολογισμού.[30] Στην Γερμανία οι γηγενείς Γερμανοί μεταξύ των
ηλικιών των είκοσι (20) και  εξήντα πέντε (65) ετών καταβάλλουν
μεγαλύτερα ποσά σε φορολογία σε σχέση με όσα αποκομίζουν σε υπηρεσίες,
ενώ οι μετανάστες Τούρκοι καταβάλλουν αντιστοίχως μεγαλύτερα ποσά σε
φορολογία σε σχέση με όσα αποκομίζουν σε υπηρεσίες για ένα σημαντικά πιο
περιορισμένο από χρονικής άποψης διάστημα, συγκεκριμένα μεταξύ των
ηλικιών των είκοσι οκτώ (28) και  των πενήντα επτά (57) ετών.[31] Στην
Δανία διαπιστώνεται ότι η αυξημένη μετανάστευση από χώρες χαμηλών
εισοδημάτων προκαλεί σαφή υποβάθμιση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας,
καθώς οι μεταναστευτικές αυτές ομάδες κατά μέσο όρο χαρακτηρίζονται από
αισθητά χαμηλότερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας της χώρας.[32] Στο
Ηνωμένο Βασίλειο το συνολικός κόστος της μετανάστευσης το 2006 ανήλθε σε
8,8 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ κάθε βρετανική οικογένεια επιβαρυνόταν με
350 λίρες το έτος για την εφαρμογή της μεταναστευτικής και της
πολυπολιτισμικής πολιτικής.[33]

Η κατάτμηση
(fractionalization) του κοινωνικού συνόλου,[34] την οποία προκαλεί η
μαζική μετανάστευση και η επικύρωσή της μέσω του ιδεολογήματος της
πολυπολιτισμικότητας, αποτελεί την αιτία της κατάρρευσης ή της ριζικής
αποδυνάμωσης του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας τόσο στις Ηνωμένες
Πολιτείες όσο και στα κράτη της Ευρώπης. Η αύξηση της
φυλετικής/εθνοτικής/γλωσσικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό ενός κράτους
ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης έχει σαφείς αρνητικές συνέπειες
για την κοινωνική αναδιανομή του πλούτου. Τα εμπειρικά δεδομένα από
διάφορα ευρωπαϊκά κράτη,[35] αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες,[36]
καθώς και η συγκριτική εξέταση των δύο ανωτέρω διαφορετικών υποδειγμάτων
κοινωνικής πρόνοιας -του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού-,[37]
καταδεικνύουν ότι η επίταση της φυλετικής/εθνοτικής/γλωσσικής
διαφοροποίησης στο εσωτερικό ενός κοινωνικού συνόλου προκαλεί αισθητή
μείωση της συμμετοχής σε κοινωνικές δραστηριότητες, της διαπροσωπικής
εμπιστοσύνης, καθώς και του ποσοτικού και του ποιοτικού επιπέδου της
παρεχόμενης κοινωνικής πρόνοιας.[38]

Η παροχή δημοσίων αγαθών και
κοινωνικής πρόνοιας είναι αισθητά χαμηλότερη στις
φυλετικά/εθνοτικά/γλωσσικά κατακερματισμένες κοινωνίες σε σχέση με τις
ομοιογενείς κοινωνίες.[39] Τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας είναι πολύ
μικρότερα στις πολιτείες εκείνες των ΗΠΑ, οι οποίες χαρακτηρίζονται από
αυξημένη φυλετική/εθνοτική διαφοροποίηση.[40] Ακόμη και η εκτεταμένη
διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό και στο ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής
πρόνοιας οφείλεται σε ποσοστό 50% στην διαφορά της εθνοτικής κατάτμησης
ανάμεσα στο αμερικανικό κράτος (υψηλή φυλετική/εθνοτική διαφοροποίηση
στο εσωτερικό πολλών πολιτειών μετά το 1965) και στα ευρωπαϊκά κράτη
(χαμηλή εθνοτική διαφοροποίηση έως την δεκαετία του 1990).[41]
Αντιλαμβάνεται, επομένως, κανείς ότι η ριζική επίταση της εθνοτικής
διαφοροποίησης στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών λόγω της μαζικής μη
ευρωπαϊκής μετανάστευσης ή λόγω της οικογενειακής επανένωσης των
μεταναστευτικών πληθυσμών, και η εξομοίωσή των ευρωπαϊκών κοινωνιών ως
προς το ποσοτικό αυτό στοιχείο με την αμερικανική κοινωνία, θα επιφέρει
την δραματική μείωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και στην Ευρώπη,
στον βαθμό που ισχύει ο αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στο μέγεθος της
κατάτμησης και στο ύψος των εξόδων, τα οποία επενδύονται στην κοινωνική
πρόνοια.[42]

 [1] Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη (2010)
στατιστική έρευνα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την
Οικονομική Μετανάστευση, η οποία διεξήχθη μεταξύ των μεταναστών, το
70,1% των μεταναστών δεν διαθέτουν οποιαδήποτε μόρφωση ή έχουν
ολοκληρώσει μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 29,3% έχει ολοκληρώσει την
δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ μόνο το 0,6% έχει ανώτερες σπουδές. Με
άλλα λόγια, μόνον ένα απειροελάχιστο ποσοστό μεταξύ του μεταναστευτικού
πληθυσμού στην Ελλάδα εμπίπτει στην κατηγορία περί ποιοτικής
μετανάστευσης. Βλ. εφ. Το Βήμα, φ. 6/2/2010.

 [2] Βλ. G. Borjas, ‘The Economic Benefits from Immigration’, Journal of Economic Perspectives, 9:2 (Spring 1995), 3-22. Ειδικά για την Ελλάδα βλ. Α. Κόντης, Σ. Ζωγραφάκης&Θ. Μητράκος, Οι οικονομικές επιπτώσεις της απασχόλησης των μεταναστών κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης,
Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς, Δεκέμβριος 2006.

 [3] Βλ. G. Borjas, ‘The Economics of Immigration’, Journal of Economic Literature 32 (1994), 1667-1717∙ S. Djajic, ‘Illegal Immigration, Trends, Policies and Economic Effects’, στο S. Djajic (ed.), International Migration: Trends, Policies and Economic Impact, London and New York: Routledge, 2001, 137-61∙ R. Rowthorn, The Economic Impact of Immigration, Civitas, 4/2004, http://www.civitas.org.uk/pdf/Rowthorn_Immigration.pdf∙ Η. Έμκε-Πουλοπούλου, Η μεταναστευτική πρόκληση, ό.π., 410 κ.ε.

 [4] Βλ. Η. Έμκε-Πουλοπούλου, Η μεταναστευτική πρόκληση, ό.π., 340, 344. Πβ.  M.W. Reder, ‘The Economic Consequences of Increased Immigration’, The Review of Economics and Statistics XLV: 3 (8/1963), 221-30.

 [5]
Για την αρχική διατύπωση της θέσης αυτής βλ. V. Briggs Jr., ‘Illegal
Aliens: The Need for a More Restrictive Border Policy’, Social Science Quarterly 56:3 (12/1975), 477-84.  Για αντίθετες απόψεις βλ. E. Abrams&F. Abrams, ‘Immigration Policy – Who Gets In and Why?’, The Public Interest 38 (Winter 1975), 3-29.

 [6] Βλ. Ε.-Α. Σαμπατάκου, Ερμηνεύοντας την εξέλιξη της Κοινής Μεταναστευτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ό.π., 91.

 [7] Βλ. R. Rowthorn, The Economic Impact of Immigration, ό.π.

 [8] Βλ. M.W. Reder, ‘The Economic Consequences of Increased Immigration’, ό.π., 227∙ R. Waldinger, Still the Promised City? New Immigrants and African Americans in Postindustrial New York, Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1996.

 [9]
Κατά τους Sarris&Zografakis δύο κατηγορίες του γηγενούς ελληνικού
πληθυσμού πλήττονταν περισσότερο από τη μετανάστευση και τον
προκύπτοντα ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας: οι ανειδίκευτοι εργάτες
και τα άτομα με μεσαία ή χαμηλά εισοδήματα στις αστικές περιοχές,
κατηγορίες, οι οποίες προσεγγίζουν το υψηλό ποσοστό του 37% επί του
συνολικού πληθυσμού. Βλ. A. Sarris&S. Zografakis, ‘A Computable
General Equilibrium Assessment of the Impact of Illegal Immigration on
the Greek Economy’, Journal of Population Economics 12 (1999),
155-82. Για αντίστοιχα συμπεράσματα για το Ηνωμένο Βασίλειο βλ. M.
Kleinman, ‘The Economic Impact of Labour Migration’, στο S. Spencer
(ed.), The Politics of Migration: Managing Opportunity, Conflict, and Change, London: Institute for Public Policy Research, 2003.

 [10] Για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης από την ανατολική Ευρώπη στο Ηνωμένο Βασίλειο λ.χ. βλ. J. Portes & S. French, The Impact of Free Movement of Workers from Central and Eastern Europe on the UK Labour Market: Early Evidence, UK Department of Work and Pensions Working Paper No. 18 (2004), 33.

 [11]
Βλ. J. D. Angrist & A. D. Kugler, ‘Protective or
Counter-Productive? Labour Market Institutions and the Effect of
Immigration on EU Natives’, Economic Journal, 113:488 (6/2003), 332.  

 [12] Βλ. G.J. Borjas, ‘The Labor Demand Curve Is Downward Slopping: Reexamining the Impact of Immigration on the Labor Market’, Quarterly Journal of Economics
(6/2003) 1335-1374∙ D. Card, ‘Immigrant Inflows, Native Outflows, and
the Local Labor Market Impacts of Higher Immigration’, ό.π. Για
αντίθετες απόψεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα
ευρήματα του Borjas ως προτερόχρονες βλ. J. P. Smith & B. Edmonston
(eds.), The New Americans: Economic, Demographic and Fiscal Effects of Immigration, Washington DC: National Academy Press, 1997.  

 [13]
Η έρευνα κατέδειξε ότι περίπου 50.000 γηγενείς Έλληνες απώλεσαν την
εργασία τους συνεπεία της μετανάστευσης. Βλ. A. Sarris & S.
Zografakis, ‘A Computable General Equilibrium Assessment of the Impact
of Illegal Immigration on the Greek Economy’, ό.π.

 [14] Βλ. A.
Sarris & S. Zografakis, ‘A Computable General Equilibrium Assessment
of the Impact of Illegal Immigration on the Greek Economy’, ό.π.

 [15] Βλ. E.R. Migrinf, Immigration
and the Underground Economy in the New Receiving South European
Countries: Manifold Perverse Effects, Manifold Deep-Rooted Causes
,
European Socio-economic Research Conference, Brussels, 28-30/4/1999∙ M.
Reyneri, ‘Illegal Immigration and the Underground Economy’, National
Europe Centre Paper No. 68, The Challenges of Immigration and
Integration in the European Union and Australia, University of Sydney,18-20/2/2003.

 [16]
Βλ. Α. Καρασαββόγλου, ‘Ο ρόλος της μετανάστευσης στην ευρωπαϊκή αγορά
εργασίας και ειδικότερα στις εργασιακές σχέσεις και η περίπτωση της
Ελλάδας’, στο Χ. Ναξάκης & Μ. Χλέτσος (επιμ.), Μετανάστες και μετανάστευση: Οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές πτυχές, Αθήνα: Πατάκης, 2001, 195-218.

 [17] Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξε η έρευνα των Alesina και Glaeser. Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World Difference, Oxford: Oxford University Press, 2004. Πβ. τις εμπεριστατωμένες θέσεις του G. Borjas στο Heaven’s Door: Immigration Policy and the American Economy, Princeton, NJ: Princeton University Press, 1999.

 [18]
Για την αποταμιευτική συμπεριφορά των μεταναστών βλ. Ε. Μάρκοβα, ‘Οι
Βούλγαροι μετανάστες στην ελληνική αγορά εργασίας και στην ελληνική
κοινωνία’, στο Α. Μαρβάκης, Δ. Παρσάνογλου & Μ. Παύλου (επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα, ό.π., 262-3∙ Η. Έμκε-Πουλοπούλου, Η μεταναστευτική πρόκληση, ό.π., 141-2, 348 κ.ε.

 [19]
Βλ. R.J. Lalonde & R.H. Topel, ‘Economic Impact of International
Migration and the Economic Performance of Migrants’, στο M.R. Rosenzweig
& O. Stark (eds.), Handbook of Population and Family Economics, Amsterdam: Elsevier, 1997, 799-847.

 [20] Βλ. M.J. Greenwood & J.M. McDowell, ‘The Factor Market Consequences of US Immigration’, Journal of Economic Literature XXIV (12/1986), 1738-72.

 [21] Βλ. G. Borjas & S.J. Trejo, ‘Immigrant Participation in the Welfare System’, Industrial and Labor Relations Review 44:2 (1991), 210.

 [22]
Βλ. Σ. Ρόμπολης, Χ. Μπαγκαβός & Ι. Χατζηβασίλογλου, ‘Ο ρόλος της
μετανάστευσης στις μεταβολές του εργατικού δυναμικού και στη βιωσιμότητα
του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα’, στο Χ. Μπαγκαβός & Δ.
Παπαδοπούλου (επιμ.), Μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, ό.π., 152-3.

 [23] Βλ. G.J. Borjas, Heaven’s Door: Immigration Policy and the American Economy, ό.π. Αντίθετη άποψη έχουν οι A. Razin & E. Sadka, ‘Unskilled Migration: A Burden or a Boon for the Welfare State?’, Scandinavian Journal of Economics 102:3 (2000), 463-79.

[24]
Βλ. D. Coleman, ‘Why Europe Does Not Need a “European” Migration
Policy’, House of Lords, London 1/2/2001. Πβ. για την Ισπανία
αντίστοιχες θέσεις στον M. Feldstein, ‘Immigration Is No Way to Fund an
Aging Population’, εφ. Financial Times, φ. 13/12/2006.

 [25] Βλ. T. Travers, R. Tunstall, C. Whitehead & S. Pruvot, Population Mobility and Service Provision: A Report for London Councils, London: London School of Economics, 2007.

 [26] Βλ. την αναφορά στην εφ. Le Figaro,
φ. 18/11/2005. Η μελέτη του Yves-Marie Laulan, Προέδρου του Ινστιτούτου
Γεωπολιτικής των Πληθυσμών, εκτιμά το ετήσιο κόστος της μετανάστευσης
σε 36 δισεκατομμύρια ευρώ κατ’ έτος.

 [27] Βλ. K. Storesletten, ‘Fiscal Implications of Immigration: A Net Presence Value Calculation’, Scandinavian Journal of Economics 105:3
(2003), 487-506. Η εργασία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η καθαρή
οικονομική ζημία της [σουηδικής] κυβέρνησης ανά κάθε μετανάστη ανέρχεται
σε 175.000 σουηδικές κορώνες ή 20.500 αμερικανικά δολάρια» (498).

 [28] Βλ. P. Schou, ‘Immigration, Integration, and Fiscal Sustainability’, Journal of Population Economics 19:4 (10/2006), 671-89.

 [29] Βλ. H. Roodenburg et al, Immigration and the Dutch Economy, Study Report, The Hague: CPB Netherlands Bureau for Economic Policy, 2003.

 [30] Βλ. M. Simons, ‘More Dutch Plan to Emigrate as Muslim Influx Tips Scales’, εφ. New York Times, φ. 27/2/2005, 16.

 [31] Βλ. S. Rosenkranz, ‘Die deutschen Gesichter des Islam’, Stern, 12/10/2006.

 [32] Βλ. T.M. Andersen & L.H. Pedersen, ‘Financial Restraints in a Mature Welfare State-The Case of Denmark’, Oxford Review of Economic Policy 22:3 (5/2006), 313-29.

 [33] Βλ. το άρθρο ‘Influx of Immigrants ‘Costs Every UK Household 350 Pounds A Year’, εφ. The Daily Mail, φ. 17/10/2007.

 [34] Για την έννοια της κατάτμησης βλ. A. Alesina, ‘Fractionalization’, Journal of Economic Growth 8 (2003), 155-94.

 [35] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference,
ό.π., 137-46. Για τη Νορβηγία βλ. A.H. Bay & A.W. Pedersen, ‘The
Limits of Social Solidarity: Basic Income, Immigration and the
Legitimacy of the Universal Welfare State’, Acta Sociologica 49:4 (12/2006), 419-36.

 [36] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 146-54.

 [37] Βλ. S. Lipset & G. Marks, It Didn’t Happen Here: Why Socialism Failed in the United States,
New York: W.W. Norton and Co., 2000∙ A. Alesina, E. Glaeser & B.
Sacerdote, ‘Why Doesn’t the U.S. Have a European-Style Welfare State’, Brookings Papers on Economic Activity (Fall 2001), 187-278.

 [38] Βλ. E. Luttmer, ‘Group Loyalty and the Taste for Redistribution’, Journal of Political Economy 109:3 (2001), 500-28∙A. Alesina & F. Giavazzi, The Future of Europe: Reform or Decline, Cambridge, Mass.: MIT Press, 2006.

 [39] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 11.

 [40] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 134.

 [41] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference,
αυτόθι. Για τα αίτια της κατάστασης αυτής από εξελικτικής
κοινωνιολογικής άποψης βλ. R. Trivers, ‘The Evolution of Reciprocal
Altruism’, Quarterly Review of Biology 46 (1971), 35-57.

 [42]
Η εξέλιξη αυτή κατέστη σαφής στο Βέλγιο, όπου η βελτίωση της
οικονομικής κατάστασης των Φλαμανδών έχει ως αποτέλεσμα την αντίθεσή
τους στη ύπαρξη ενός συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο ευνοεί
πλέον τους μειοψηφούντες -και πτωχότερους πλέον- Βαλλόνους. Στις
πρόσφατες (Ιούνιος 2010) εκλογές πρώτο κόμμα σε πανεθνικό επίπεδο
αναδείχθηκε η Νέα Φλαμανδική Συμμαχία (Nieuw-Vlaamsche Alliente) με
ποσοστό 17,4%, με καταστατικές προθέσεις τη μείωση του συστήματος
κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο ευνοεί τους Βαλλόνους, οι οποίοι είναι σε
μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό δημόσιοι υπάλληλοι και αποδέκτες των
επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας. Παρατηρούμε στην περίπτωση αυτή πώς η
εθνοτική διαίρεση επιφέρει την κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής
πρόνοιας.

====Μέρος δεύτερο====

Η αύξηση της φυλετικής ή
της εθνοτικής ή της γλωσσικής διαφοροποίησης[1] στο εσωτερικό ενός
κράτους συνδέεται δομικά με την ύπαρξη μειωμένων δαπανών επί του ΑΕΠ για
επενδύσεις στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας.[2] Σε στατιστικό δείγμα
των Alesina και Glaser, το οποίο περιλαμβάνει δεκαέξι (16) κράτη, τα
οποία παρουσιάζουν υψηλή φυλετική διαφοροποίηση, η οποία υπερβαίνει σε
ποσοστό το 40%, διαπιστώνεται ότι το μερίδιο του ΑΕΠ των κρατών αυτών,
το οποίο επενδύεται στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας ανέρχεται κατά μέσο
όρο στο 2,42%.[3]

Αντιθέτως στα δεκαεπτά (17) εξεταζόμενα κράτη,
τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλή φυλετική ομοιογένεια, δηλαδή από
κατάτμηση, η οποία κυμαίνεται κάτω του 10%, η εικόνα είναι εντελώς
διαφορετική. Στα κράτη αυτά, δηλαδή, το μερίδιο του ΑΕΠ, το οποίο
επενδύεται στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας ανέρχεται κατά μέσο όρο στο
12,87%.[4] Πρόκειται, όπως είναι κατανοητό, για ένα ποσοστό κατά πολύ
υψηλότερο σε σχέση με αυτό των κρατών, τα οποία παρουσιάζουν υψηλή
φυλετική διαφοροποίηση. Ακόμη και το ελάχιστο ποσοστό επένδυσης στις
παροχές κοινωνικής πρόνοιας στα κράτη με χαμηλή φυλετική κατάτμηση
(Κόστα Ρίκα, με ποσοστό 3,72%) είναι κατά 150% υψηλότερο του μέσου
επιπέδου της επένδυσης στα κράτη με υψηλή φυλετική κατάτμηση.

Ο
περιορισμός του στατιστικού δείγματος μόνο στα πλουσιότερα κράτη, ώστε
να αποκλειστεί το ενδεχόμενο λανθασμένης ανάγνωσης των δεδομένων λόγω
της υπαρκτής διασύνδεσης της πτώχειας και της φυλετικής κατάτμησης,
επιβεβαιώνει τα πορίσματα της έρευνας. Αν, δηλαδή, το στατιστικό δείγμα
περιοριστεί στα κράτη, τα οποία διαθέτουν ΑΕΠ κατά κεφαλή, το οποίο
υπερβαίνει τα 15.000 αμερικανικά δολάρια, διαπιστώνουμε ότι ο
συσχετισμός ανάμεσα στην φυλετική κατάτμηση και στις παροχές κοινωνικής
πρόνοιας υπερβαίνει το 50% (η δε στατιστική εγκυρότητα του δείγματος
ανέρχεται στο 99%).[5]

Σύμφωνα με την επεξεργασία των δεδομένων,
αν ένα κράτος με ιδιαίτερα χαμηλή φυλετική κατάτμηση, όπως η Δανία –με
ποσοστό κατάτμησης 0.02%- καταστεί τόσο ετερογενές και κατατετμημένο,
όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες –με ποσοστό κατάτμησης 0,49%-, τότε προκύπτει
ότι το μερίδιο του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται ότι θα επενδυθεί στις
παροχές κοινωνικής πρόνοιας, θα μειωθεί κατά 4,7%.[6] Σε γενικές δε
γραμμές μία αύξηση της τάξης του 10% στο επίπεδο της φυλετικής
κατάτμησης συνδέεται με μείωση της τάξης του 1,4% στο μερίδιο του ΑΕΠ,
το οποίο επενδύεται στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας.[7]

Για την Ελλάδα συγκεκριμένα τα στοιχεία των Alesina και Glaeser λαμβάνουν ως ισχύοντες τους εξής δείκτες κατάτμησης:[8]

α. φυλετική κατάτμηση 0,11%

β. γλωσσική κατάτμηση 0,10%

Τα
ανωτέρω στοιχεία αφορούν στατιστικά δεδομένα επεξεργασμένα έως το 2004.
Το τρίτο μεταναστευτικό κύμα, το οποίο σημειώθηκε μετά το 2005, και το
οποίο περιελάμβανε πληθυσμούς αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής, με
σαφή, δηλαδή, φαινοτυπική/φυλετική, εθνοτική και γλωσσική διαφοροποίηση
από τον γηγενή ελληνικό πληθυσμό, συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην
αύξηση της φυλετικής/εθνοτικής/γλωσσικής ετερογένειας στο εσωτερικό του
ελληνικού κράτους. Κατά συνέπεια αναμένεται να καταγραφεί και στην
Ελλάδα τα επόμενα έτη μία σαφής τάση μείωσης του ποσοστού του ΑΕΠ, το
οποίο θα επενδύεται στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας.[9]

Η
διαφοροποίηση ανάμεσα στο αμερικανικό και τα ευρωπαϊκά συστήματα
κοινωνικής πρόνοιας οφείλεται στην αύξηση της ετερογένειας, η οποία
χαρακτηρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κράτη. Τα
δεδομένα της στατιστικής επεξεργασίας των Alesina και Glaeser
περιλαμβάνουν όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το 2004 πλην του
Λουξεμβούργου.[10] Στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το μερίδιο του ΑΕΠ,
το οποίο επενδύεται στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας ανέρχεται κατά μέσο
όρο στο 14,27%, ενώ ο μέσος όρος της φυλετικής κατάτμησης ανέρχεται στο
0,057%. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το μερίδιο του ΑΕΠ, το οποίο επενδύεται
στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 6,96%, ενώ
ο μέσος όρος της φυλετικής κατάτμησης ανέρχεται στο 0,49%.[11]

Η
ποσοτική διαφορά όσον αφορά στην φυλετική κατάτμηση ανάμεσα στις
Ηνωμένες Πολιτείες και στα κράτη της Ευρώπης είναι ιδιαίτερα υψηλή,
καθώς ανέρχεται σε 0,433%. Σύμφωνα με την επεξεργασία των στατιστικών
δεδομένων, αναμένεται ότι το μερίδιο του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται ότι θα
επενδυθεί στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα
μειωθεί κατά 4,8%.[12] Η απόσταση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα
κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στις επενδυόμενες παροχές
κοινωνικής πρόνοιας ανέρχεται σε ποσοστό 7,31%. Κατά συνέπεια η
διαφοροποίηση στις επενδυόμενες παροχές κοινωνικής πρόνοιας ανάμεσα στις
Ηνωμένες Πολιτείες, κράτος, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλή
κατάτμηση, και στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτη, τα οποία
χαρακτηρίζονται από χαμηλή κατάτμηση, ερμηνεύεται σε ποσοστό 66% περίπου
–τα 2/3 της απόστασης- από την απόσταση στην φυλετική κατάτμηση. Όσο
πιο κατατετμημένο είναι ένα κράτος, τόσο μικρότερη είναι η επένδυση στις
παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Συνεπώς η
παρατηρούμενη σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στο αμερικανικό και τα
ευρωπαϊκά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας οφείλεται σε αυξημένο βαθμό
–τουλάχιστον σε ποσοστό 50% κατά τους Alesina και Glaeser- στην υψηλή
κατάτμηση, δηλαδή στην αυξημένη φυλετική/εθνοτική/γλωσσική
διαφοροποίηση, η οποία παρατηρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με
τα κράτη της Ευρώπης.[13] Η αύξηση της αντίστοιχης κατάτμησης, δηλαδή η
επίταση της φυλετικής/εθνοτικής/γλωσσικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό
των ευρωπαϊκών κρατών λόγω της μαζικής μη ευρωπαικής μετανάστευσης, θα
επιφέρει αισθητή μείωση του ποσοστού του ΑΕΠ, το οποίο θα επενδύεται
στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας.

Η δημοσιονομική επιβάρυνση ως
αρνητική συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης, μάλιστα, θα επιτείνεται
μεσοπρόθεσμα και θα καθίσταται υψηλή μακροπρόθεσμα, στον βαθμό που
παρατηρούνται τα εξής δεδομένα:

α. συνέχεια των μεταναστευτικών ροών από υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες,

β.
αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών μεταναστών μέσω της αρχής της
οικογενειακής επανένωσης, ιδίως των φαινοτυπικά διαφοροποιούμενων
μεταναστών, δηλαδή των Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών,

γ. μειωμένη πολιτική βούληση επαναπατρισμού των παρανόμων αλλοδαπών μεταναστών.

Η καθιέρωση της επιλεκτικής μετανάστευσης,
αφενός με τον αποφασιστικό περιορισμό των μη ευρωπαικών μεταναστευτικών
ροών αφετέρου με την αποδοχή αλλοδαπών μεταναστών μόνον από
ανεπτυγμένες από οικονομικής άποψης χώρες, καθώς και η χρήση εποχιακού
εργατικού προσωπικού, χωρίς την ταυτόχρονη καταχρηστική παροχή του
δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης ή της μόνιμης διαμονής στην χώρα
υποδοχής, κατά το ισχύον γερμανικό πρότυπο,[14] θα επηρεάσει θετικά τη
βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και θα επιφέρει μείωση
της δημοσιονομικής επιβάρυνσης.

Η βιωσιμότητα του κοινωνικού
κράτους και του δικτύου των εκτεταμένων κοινωνικών παροχών, είναι εφικτή
μέσω της υιοθέτησης των εξής εναλλακτικών δυνατών λύσεων:

α. αναίρεση της διαπερατότητας των συνόρων και εξαίρεση των αλλοδαπών μεταναστών από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας

β. περιορισμός των δικαιούχων στους πολίτες και εξαίρεση των αλλοδαπών μεταναστών από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας

γ. περιορισμός των παροχών τόσο για τους πολίτες όσο και για τους αλλοδαπούς μετανάστες

Η
επέκταση εκτεταμένων κοινωνικών δικαιωμάτων (συμμετοχή σε μη αμιγή
δημόσια αγαθά, κοινωνική πρόνοια) στους αλλοδαπούς μη πολιτογραφηθέντες
μετανάστες κατά τρόπο δυσανάλογο σχετικά με τη συμμετοχή τους στην
κοινωνική ευημερία,[15] ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης κοινωνικών
εντάσεων, αλλά και της υποβάθμισης της ίδιας της έννοιας του πολίτη. Η
διάβρωση της διάκρισης ανάμεσα στην έννοια του πολίτη και στην έννοια
του αλλοδαπού -στον βαθμό που εξισώνονται πλήρως οι δυνατότητες
πρόσβασής τους στα δημόσια αγαθά και στις κρατικές υπηρεσίες-,
υποβαθμίζει δραστικά το σημασιολογικό φορτίο της υπηκοότητας και
αποδυναμώνει την αξία της πολιτικής ενότητας στο εσωτερικό ενός κράτους
και κατά συνέπεια θα πρέπει να καταδεικνύεται η αρνητικότητα της
βαθμιαίας εξίσωσης ανάμεσα στους πολίτες και τους αλλοδαπούς όσον αφορά
στην πρόσβαση στα κοινωνικά δικαιώματα.

Η αποδοτικότητα και η
λειτουργικότητα ενός συστήματος παροχών κοινωνικής πρόνοιας εδράζεται,
μεταξύ άλλων, στην επίδειξη αλληλεγγύης εκ μέρους των πολιτών προς τους
δικαιούχους. Η αλληλεγγύη αυτή με τη σειρά της προυποθέτει την ύπαρξη
ενός κοινού πολιτισμικού πλαισίου, κοινών αξιών και παραδοχών, οι οποίες
στη νεωτερικότητα απορρέουν από τη συμμετοχή στην εθνικότητα, η οποία
αποτελεί το θεμέλιο του έθνους-κράτους. Η αύξηση της εθνοτικής ή
φυλετικής/γλωσσικής/θρησκευτικής διαφοροποίησης, η σημαντική απόκλιση
μέρους των αλλοδαπών μεταναστών από το πολιτισμικό πλαίσιο της κοινωνίας
της χώρας υποδοχής, οδηγεί σε μείωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και σε
υποβάθμιση της προθυμίας των γηγενών να καταβάλλουν τους απαραίτητους
πόρους για την ύπαρξη ενός συλλογικού συστήματος κοινωνικής
πρόνοιας.[16]

Επομένως, μία δημιουργική προσέγγιση στο θέμα της
κοινωνικής πρόνοιας θα επανεπιβεβαίωνε την αναγκαιότητα της λειτουργικής
διασύνδεσης των κοινωνικών παροχών με την ιδιότητα του πολίτη κατ’ αποκλειστικότητα, σε γενικές δε γραμμές θα χαρακτηριζόταν από τα εξής σημεία:

α. σύνδεση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας αποκλειστικά με τους πολίτες

β. καθιέρωση της επιλεκτικής μετανάστευσης και αποδοχή αλλοδαπών μεταναστών μόνον από ανεπτυγμένες από οικονομικής άποψης χώρες

γ. χρήση εποχιακού εργατικού προσωπικού, χωρίς δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης ή μόνιμης διαμονής στην χώρα υποδοχής

δ. πολιτική δομικής ενσωμάτωσης των πολιτογραφούμενων μεταναστών, με σκοπό την εξάλειψη της εθνοτικής και γλωσσικής ετερογένειας

ε. ενίσχυση της συλλογικής κοινωνικής-εθνικής ταυτότητας

Η καθιέρωση ενός τέτοιου αναμορφωμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας θα είχε τις εξής θετικές συνέπειες:

α. ενίσχυση της ιδιότητας του πολίτη μέσω της αποκλειστικής ταύτισής της με το σύστημα κοινωνικών παροχών

β. εξορθολογισμός του συστήματος κοινωνικών παροχών δια της αποσαφήνισης του αριθμού των συμμετεχόντων σε αυτές

γ. μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας

δ. μείωση της φορολογίας για τους πολίτες

ε. επίταση της ενεργητικής βούλησης των αλλοδαπών μεταναστών να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη

Πρόκειται
για ένα σχήμα, το οποίο ήδη τείνει να αποτελέσει κυρίαρχη πολιτική
κατεύθυνση στη μεταλλασσόμενη ευρωπαϊκή πραγματικότητα, υπό την πίεση
των κοινωνικών εντάσεων, τις οποίες προκαλεί σταθερά η μαζική μη
ευρωπαϊκή μετανάστευση και η πολυπολιτισμικότητα.[17]

Το
έθνος-κράτος, θεμελιωμένο αφενός στην ιδεολογική αρχή του έθνους, δηλαδή
του ομοιογενούς από ιστορικής και πολιτισμικής άποψης λαού, αφετέρου
στη συγκέντρωση της κυριαρχίας στο έθνος και στην αρχή των αμοιβαία
αποκλειόμενων εδαφικών επικρατειών, παρουσιάζει μία σειρά δομικών
πλεονεκτημάτων οικονομικής υφής για τους πολίτες, οι οποίοι αποτελούν τα
μέλη του, σε σύγκριση με ένα πολυπολιτισμικό/πολυεθνοτικό κοινωνικό
μόρφωμα:

1. Οι ισχυροί θεσμοί ενός έθνους-κράτους μειώνουν την
αβεβαιότητα των οικονομικών ανταλλαγών, επιφέροντας σαφή μείωση των
συναλλακτικών κόστων (transaction costs).[18]

2. Η δημιουργία και
συντήρηση δημοσίων αγαθών είναι σημαντικά ευκολότερη και αποδοτικότερη
σε μία ομοιογενή από άποψης εθνοτικής σύστασης του πληθυσμού κοινωνία,
καθώς αυτή παρουσιάζει υψηλότερο επίπεδο δημοσίου αλτρουισμού και
συνεργατικότητας.[19]

3. Οι ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής
σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες χαρακτηρίζονται από μειωμένη πιθανότητα
καταφυγής σε εμφύλιες συγκρούσεις.[20] Η εθνοτική διαφοροποίηση αυξάνει
σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο ενδοκρατικών συγκρούσεων.[21]

4.
Οι ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες
χαρακτηρίζονται από την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημοκρατικού
πολιτειακού συστήματος.[22]

5. Οι ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής
σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες χαρακτηρίζονται από μικρότερη διαφθορά
σε σχέση με ένα αντίστοιχο πολυεθνοτικό μόρφωμα.[23]

6. Οι
ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες
χαρακτηρίζονται από αυξημένη παραγωγικότητα σε σχέση με ένα αντίστοιχο
πολυεθνοτικό μόρφωμα.[24]

7. Οι ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής
σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες χαρακτηρίζονται από αυξημένο κοινωνικό
και οικονομικό σχηματισμό κεφαλαίων, καθώς και από εντονότερη οικονομική
ανάπτυξη.[25]

8. Οι ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής σύστασης του
πληθυσμού κοινωνίες υφίστανται μικρότερη οικονομική ζημία από
εξωτερικές οικονομικές πιέσεις.[26]

9. Στις ομοιογενείς από άποψης
εθνοτικής σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες δεν διαμορφώνονται μονοπώλια
με αρχή αναφοράς την εθνοτική καταγωγή των μελών τους, μονοπώλια, τα
οποία επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα και υποσκάπτουν την
κοινωνική συνοχή.[27]

10. Οι ομοιογενείς από άποψης εθνοτικής
σύστασης του πληθυσμού κοινωνίες παρουσιάζουν αυξημένη εμπιστοσύνη εκ
μέρους των πολιτών τους στους δημόσιους θεσμούς και τις δημόσιες
υπηρεσίες.[28]

Κατά συνέπεια η δημιουργική ενσωμάτωση των
μεταναστευτικών πληθυσμών  ως το πλέον αποτελεσματικό πρότυπο
μεταναστευτικής πολιτικής, θα συμβάλει στην επανεπιβεβαίωση της
συγκριτικής λειτουργικής αποτελεσματικότητας του έθνους-κράτους, ως
παράγωγου της ορθολογικής νεωτερικότητας, με προφανές αποτέλεσμα την
διάσωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας τόσο για τους γηγενείς όσο
και για τους μετανάστες.

Σε πολιτικό, τέλος, επίπεδο η ως ανωτέρω
με σαφήνεια  καταγραφόμενη τάση της αισθητής μείωσης του ποσοστού του
ΑΕΠ, το οποίο επενδύεται στην κοινωνική πρόνοια λόγω της αύξησης της
εθνοτικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό των κρατών, θα αποτελέσει
θεμελιώδες επιχείρημα και αιτία σημαντικής πολιτικής ισχυροποίησης των
πολιτικών εκείνων σχηματισμών, οι οποίοι αντιτίθενται με σαφήνεια τόσο
στη μαζική μετανάστευση όσο και στην πολυπολιτισμικότητα, η οποία
επικυρώνει την άκριτη παροχή δημοσίων πόρων στις εθνοτικές ομάδες των
μεταναστών σε βάρος κατ’ ουσίαν των γηγενών πολιτών.

Η εξέλιξη
αυτή είναι ήδη αισθητή κατά τρόπο σταθερό τα τελευταία δέκα έτη σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο και θα επιταθεί τα επόμενα έτη, όπως καταδεικνύεται
από τις διαφαινόμενες τάσεις στις δυτικές κοινωνίες (ονομάζω αυτήν την
τάση Νέο Ευρωπαϊκό Υπόδειγμα και προσδιορίζω τα βασικά χαρακτηριστικά
της στην ενότητα 3.4).[29]

 [1] Η καταμέτρηση της διαφοροποίησης στην φυλετική, την εθνοτική ή την γλωσσική της διάσταση, πραγματοποιείται με βάση το ευρετήριο κατάτμησης (fractionalization index). Βλ. P. Mauro, ‘Corruption and Growth, Quarterly Journal of Economics 110:3 (1995), 681-712∙ A. Alesina, R. Baqir & W. Easterly, ‘Public Goods and Ethnic Divisions’, Quarterly Journal of Economics 114 (11/1999), 1243-84∙ A. Alesina & E. La Ferrara, ‘Participation in Heterogeneous Communities’, Quarterly Journal of Economics 115 (2000), 847-904.

 [2]
Ο αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στην φυλετική ετερογένεια και τη παροχή
αναδιανομής ανέρχεται σε -66%, ο αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στην
εθνοτική ετερογένεια και τη παροχή αναδιανομής ανέρχεται σε -43%, ενώ ο
αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στην εθνογλωσσική ετερογένεια και τη
παροχή αναδιανομής ανέρχεται σε -41%. Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 140, 142.

 [3] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 140. Πβ. Πίνακα 6.1 στη σ. 141 της συγκεκριμένης μελέτης.

 [4] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 141.

 [5] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 142.

 [6] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., αυτόθι.

 [7] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 145.

 [8] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 141, Πίνακας 6.1, 142, Πίνακας 6.2∙ A. Alesina, προσωπική επικοινωνία, 10-8-2010.

 [9] A. Alesina, προσωπική επικοινωνία, 10-8-2010.

 [10] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., αυτόθι.

 [11] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., αυτόθι.

 [12] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., αυτόθι.

 [13] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference, ό.π., 146.

 [14]
Στην Γερμανία κατ’ εφαρμογή ουσιαστικά της αρχής της επιλεκτικής
μετανάστευσης προτιμώνται αλλοδαποί μετανάστες με εργασιακή ειδίκευση ή
υψηλό μορφωτικό επίπεδο ή οικονομική ευχέρεια, στους οποίους ωστόσο
παραχωρείται περιορισμένο από χρονικής άποψης δικαίωμα διαμονής και δεν
αναγνωρίζεται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

 [15] Βλ. D. Goodhart, ‘Too Diverse?’, Prospect 95 (2/2004), 30-7.

 [16] Βλ. τη συζήτηση στο Ph. van Parijs (ed.), Cultural Diversity versus Economic Solidarity, Bruxelles: De Boeck, 2004.

 [17] Βλ. A. Alesina & E. Glaeser, Fighting Poverty in the US and Europe: A World of Difference,
ό.π., 11, 219, όπου οι συγγραφείς προβλέπουν ορθά ότι η αύξηση της
εθνοτικής ετερογένειας στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών θα
επιφέρει σαφή μείωση των παροχών κοινωνικής πρόνοιας. Στην ενότητα 3.4
αναφέρομαι στο Νέο Ευρωπαϊκό Υπόδειγμα, το οποίο σταδιακά διαμορφώνεται
στην ευρωπαϊκή ήπειρο για θέματα μετανάστευσης, αλλά και κοινωνικού
κράτους.

 [18] Βλ. τις αναλύσεις στους D. North, Institutions, Insitutional Change, and Economic Performance, Cambridge: Cambridge University Press, 1990 και O.E. Williamson (ed.), Organization Theory: From Chester Barnard to the Present and Beyond, New York: Oxford University Press, 1990.

 [19] Βλ. A. Alesina, R. Baqir & W. Easterly, ‘Public Goods and Ethnic Divisions’, Quarterly Journal of Economics 114 (11/1999), 1243-84∙A. Alesina & E. Spolaore, ‘On the Number and Size of the Nations’, Quarterly Journal of Economics 112 (11/1997), 1027-56.

 [20] Βλ. W. Easterly & R. Levine, ‘Africa’s Growth Tragedy: Policies and Ethnic Divisions’, Quarterly Journal of Economics 112 (11/1997), 1203-50∙ R.J. Rummel, Lethal Politics: Soviet Genocide and Mass Murder since 1917,
New Brunswick, NJ: Transaction Publishers, 1996∙ J. Tullberg & B.S.
Tullberg, ‘Separation or Unity? A Model for Solving Ethnic Conflicts’, Politics and the Life Sciences 16:2 (1997), 237-48.

 [21]
Το δεδομένο αυτό κατέδειξε ιδιαίτερα ο Tatu Vanhanen, για το έργο του
οποίου βλ. την ενότητα 2.1.2. Πβ. επίσης τις παρατηρήσεις του Βέλγου
ανθρωπολόγου P. van den Berghe, Το εθνοτικό φαινόμενο, ό.π., 172.

 [22] Βλ. Βλ. A. Alesina & R. Wacziarg, ‘Little Countries: Small But Perfectly Formed’, The Economist, 3/1/1998, 63-5.

 [23] Βλ. P. Mauro, ‘Corruption and Growth’, Quarterly Journal of Economics 110:3 (1995), 681-712.

 [24] Βλ. S. Knack and P. Keefer, ‘Does Social Capital Have An Economic Payoff? : A Cross-Country Investigation’, Quarterly Journal of Economics
112:4 (1007), 1251-88. Ακόμη και σε μικρότερης εμβέλειας επίπεδο έχει
παρατηρηθεί αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στην εθνοτική διαφοροποίηση
στο εσωτερικό μίας ομάδας και στην απόδοσή της. Βλ. S.W. Cook,
‘Interpersonal and Attitudinal Uutcomes in Co-operating Interracial
Groups’, Journal of Research and Development in Education 12 (1978), 23-38.

 [25]
Βλ. W. Easterly & R. Levine, ‘Africa’s Growth Tragedy’, ό.π.∙ A.
Alesina & E. Spolaore, ‘On the Number and Size of the Nations’, ό.π.

 [26] Βλ. D. Rodrik, ‘Where Did All the Growth Go? External Shocks, Social Conflict, and Growth Collapses’, Journal of Economic Growth 4:4 (1999), 385-412.

 [27] Βλ. I. Light & S. Karageorgis, ‘The Ethnic Economy’, στο N.J. Smelser & R. Swedberg (eds.), The Handbook of Economic Sociology, Princeton, NJ: Princeton University Press, 1994, 647-71∙W. Easterly & R. Levine, ‘Africa’s Growth Tragedy’, ό.π.

 [28] Βλ. W. Easterly, Can Institutions Resolve Ethnic Conflict?, New York: World Bank, 2000. 2000.

 [29] Για τις τάσεις του πολιτικού σώματος βλ. την ανάλυσή μας στο Excursus II.

*Το κείμενο προέρχεται από το υπό έκδοση βιβλίο μου Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα (εκδ. Παπαζήσης, 2011)

.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.