Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Το ελληνικό έθνος, στην οικουμενική του φάση, όταν η ταυτότητα ήταν περισσότερο πολιτισμική, γλωσσική και εν μέρει θρησκευτική, έκανε αποδεκτό τον αυτοπροσδιορισμό Ρωμαίοι –που επί πέντε αιώνες είχε καταστεί συνώνυμος της Αυτοκρατορίας– μόνο όταν έκανε αυτή την αυτοκρατορία δική του! Γι’ αυτό και θα ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με τον χριστιανισμό και την Ορθοδοξία, ως συστατικό στοιχείο της νέας αυτεξούσιας ταυτότητάς του. Η Ορθοδοξία θα μεταβληθεί στο πνευματικό όχημα αυτού του νέου οικουμενικού ρόλου του ελληνισμού κατά τη βυζαντινή περίοδο. Εξάλλου, ο ίδιος ο χριστιανισμός «ήτο μία καθαρώς ελληνική υπόθεσις», όπως σημειώνει ο καθηγητής της Ιστορίας του κολλεγίου του Στόκτον, Δ.Ι. Κωνσταντέλος:
«Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε στα σπλάχνα του εξελληνισμένου Ιουδαϊσμού, αλλά διαδόθηκε από ελληνόφωνους ευαγγελιστές και αποστόλους διά της ελληνικής γλώσσας και ελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας, με αφετηρία ελληνικές πόλεις (Αντιόχεια, Έφεσο, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Κόρινθο), και οριοθετήθηκε δια τοπικών και οικουμενικών συνόδων. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι, για τους πρώτους τέσσερις αιώνες, ο Χριστιανισμός ήτο μία καθαρώς ελληνική υπόθεσις, τόσο στην Ελληνόφωνη Ανατολή όσο και στην Λατινική Δύση;»[1]
Καθόλου τυχαία, πιστεύω, δώδεκα θεούς είχαμε στην αρχαία Ελλάδα, δώδεκα αποστόλους έχουμε στη χριστιανική παράδοση, η δε Παναγία είναι μήτηρ θεού. Το τρισυπόστατο της χριστιανικής θρησκείας δεν έχει καμία σχέση με την ιουδαϊκή παράδοση, ενώ συνδέεται στενά με την τριμερή παράδοση των Αρίων λαών[2] και τον ελληνικό πολιτισμό. Έχει γράψει ένα σημαντικό βιβλίο επί του θέματος ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, το οποίο διερευνά τις συνάφειες ανάμεσα στον αρχαίο Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, «Ελληνισμός προσήλυτος»[3]. Η χριστιανική σύνθεση έχει μια ιουδαϊκή αφετηρία αλλά κυριαρχείται αποφασιστικά από την ελληνική οικουμενικότητα, η οποία προσδίδει την ιδιαίτερη χροιά της χριστιανικής παράδοσης σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο στην Ορθοδοξία. Εξ ου και τα οικουμενικά χαρακτηριστικά της νέας θρησκείας, σε αντίθεση με την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα – οικουμενικότητα που οδήγησε σύντομα τους Εβραίους σε απομάκρυνση από τον χριστιανισμό.
Επί πλέον, στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, αυτή η συνάφεια είναι ακόμα μεγαλύτερη και σφραγίζεται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, π.χ. την έλλειψη ιεραρχικής δομής στην Εκκλησία. Έτσι, στην καθολική Εκκλησία έχουμε μια ρωμαϊκή, λατινική, πυραμίδα, μία ιεραρχία από την κορυφή μέχρι το τελευταίο επίπεδο, από τον Πάπα μέχρι τον τελευταίο ιερέα των Φιλιππίνων. Σε μας δεν υπάρχει κάτι ανάλογο. Τα Πατριαρχεία είναι περισσότερα και ισότιμα, η Εκκλησία διέπεται από το συνοδικό σύστημα που προσφέρει τεράστια αυτονομία στους επί μέρους επισκόπους – ακόμα και η εκλογή Πατριάρχη, επί Τουρκοκρατίας, γινόταν με τη συμμετοχή και των λαϊκών, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό αποφάσιζαν για την εκλογή του προκαθήμενου του Οικουμενικού θρόνου. Στη δε Κύπρο, ισχύει ακόμα κάτι ανάλογο για την εκλογή του αρχιεπισκόπου. Πρόκειται για μία παράδοση συνδεδεμένη στενά με την πολυκεντρική ελληνική ιδιοπροσωπία, δοθέντος ότι ο χριστιανισμός διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του ελληνικού κόσμου, από την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια μέχρι την Αθήνα και τους Έλληνες ή ελληνόφωνους της Ρώμης· τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, και ο σημαντικότερος απόστολος του νέου μηνύματος, ο Παύλος, όχι μόνον ήταν «ελληνιστής», αλλά γνώριζε σε βάθος τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
Δηλαδή, αυτή η ελληνική συνέχεια είναι αδιάψευστη, και είναι εντελώς άγονη η απόπειρα να αντιπαραθέτουμε μία στιγμή της παράδοσής μας, την αρχαιοελληνική θρησκεία, με μια άλλη στιγμή, τον χριστιανισμό, όπως έγινε τα προηγούμενα χρόνια, ίσως διότι οι Έλληνες έχουν πολύ βαθιά ριζωμένη μέσα τους τη ροπή προς τους εμφυλίους. Δεν μας φτάνουν οι Εμφύλιοι που συνεχίζουμε εν πολλοίς να διεξάγουμε μεταξύ μας, έπρεπε να κάνουμε κι έναν εμφύλιο για δεκαεφτά αιώνες πριν, ότι δηλαδή οι Βυζαντινοί γκρέμισαν τους ναούς και έκτισαν πάνω τους τις εκκλησίες. Λες και όλες οι θρησκείες δεν χτίζουν η μια πάνω στην άλλη. Λες και οι δικοί μας αρχαίοι ναοί δεν έχουν χτιστεί αρκετά συχνά πάνω στις αποκαλούμενες μυκηναϊκές ή προελληνικές. Πρόκειται για στρώματα, τα οποία εναποτίθενται το ένα πάνω στο άλλο. Οι ναοί χτίζονται στις ίδιες περιοχές, και η νέα θρησκεία χτίζει πάνω στην προηγούμενη. Άλλωστε, μια σχετικά πρόσφατη μελέτη καταδεικνύει πως, στη διάρκεια του Βυζαντίου, ο Παρθενώνας ήταν σημαντικότερο εκκλησιαστικό μνημείο απ’ ό,τι στην Αρχαία Ελλάδα[4]!
Εν κατακλείδι, ο ελληνισμός, κατά την οικουμενική του περίοδο, μεταβάλλεται σε έναν «πολιτισμικό κινητήρα» που επηρεάζει αποφασιστικά τόσο τον αναδυόμενο δυτικό κόσμο και τη Ρώμη, όσο και την εγγύς και μέση Ανατολή, έως και την Ινδία, ενώ διαμορφώνει τα θεμέλια και τις αξίες του παγκόσμιου οικουμενικού και δυτικού πολιτισμού, κατ’ εξοχήν τη χριστιανική θρησκεία, την επιστήμη και τον ορθό λόγο. Βέβαια, αυτή η οικουμενικών διαστάσεων επέκταση –η οποία είναι ταυτόχρονα και διασπορά πληθυσμών– εξασθενεί εν μέρει τον αρχέγονο ελληνικό πυρήνα, μια και οι ελληνικοί πληθυσμοί διασπείρονται σε μια τεράστια έκταση, ωστόσο διαμορφώνει καθοριστικά αυτή τη νέα οικουμένη που κυριαρχείται αποφασιστικά από τον οικουμενικό ελληνικό πολιτισμό μέχρι τον 7ο και 8ο μ.Χ αιώνα – την γέννηση του Ισλάμ, την επέκταση των Αράβων στην Ανατολή και την ανασύσταση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Καρλομάγνο.
Καθ’ όλη αυτή τη μακρά ιστορική περίοδο, με αφετηρία τους Μακεδόνες, ο ελληνισμός δεν στηρίζεται πια στη φυλετική ταυτότητα, και ενίοτε ενσωματώνει ακόμα και σχετικά συγκροτημένα τμήματα διαφορετικών εθνών, ενώ καθοριστικό ενοποιητικό στοιχείο καθίσταται ο πολιτισμός και η γλώσσα.
Ακόμα και ένα έθνος με ιδιαίτερα ισχυρή ταυτότητα, όπως το εβραϊκό, χάνει τη γλώσσα του και οι μεν πεπαιδευμένοι Εβραίοι συνεννοούνται και διαβάζουν στα ελληνικά, οι δε απαίδευτοι επικοινωνούν μεταξύ τους μάλλον στα αραμαϊκά. Γι’ αυτό και στην Αλεξάνδρεια, που είχε μεταβληθεί στη μεγαλύτερη εβραϊκή πόλη, θα χρειαστεί να γίνει η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά –η μετάφραση των Εβδομήκοντα– για να μπορούν οι ίδιοι οι Εβραίοι να επικοινωνούν με τα ιερά τους βιβλία!
Και αν το παράδειγμα της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου είναι γνωστό, συχνά παραθεωρούμε το γεγονός ότι το επίκεντρο της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν μάλλον η Συρία και η Αντιόχεια, όπου η ελληνική παρουσία συνεχίζεται εν μέρει μέχρι το 11ο μ.Χ. αιώνα. Η Αντιόχεια, ίσως και μέχρι τον 7ο μ. Χ. αιώνα, παραμένει το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, αποκαλούνταν δε «Συριάδες Αθήναι». Στη βόρεια Συρία και στην Αντιόχεια. την οποία ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί από τους Άραβες, διαδραματίζεται και η σύγκρουση Αράβων και Ελλήνων, την οποία περιγράφει ο Διγενής Ακρίτας, το έπος του γέννησης του νεώτερου ελληνισμού σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη. Εξάλλου, η αρχαία Βέροια θα μετονομαστεί σε Χαλέπι, και η Έδεσσα σε Χομς.
[1]Δ .Ι. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες και ενδείξεις της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας», Άρδην, τχ. 65 αφιερ. «Έλληνες και Ρωμαίοι», Ιούνιος-Ιούλιος 2007, σ. 53.
[2] Βλ. Georges Dumézil, Mythe et épopée (1968) Quarto, Gallimard Παρίσι 1995.
[3] Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, Ελληνισμός προσήλυτος. Η μετάβαση από την αρχαιότητα στον χριστιανισμό, εκδ. Media Ecclesiastica, Αθήνα 2005.
4. 3 Αντώνης Καλδέλης, Ο βυζαντινός Παρθενώνας, Ψυχογιός, Αθήνα 2013