Διονύσιος Φιλόσοφος και Κύριλλος Λούκαρις
Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Η περίοδος μετά την Άλωση υπήρξε, για διακόσια πενήντα χρόνια περίπου, η μελανότερη περίοδος της Τουρκοκρατίας: αποσπώνται βίαια οι ιδιοκτησίες των Ελλήνων, το παιδομάζωμα αποκτά ενδημικό χαρακτήρα, οι εκκλησίες μεταβάλλονται σε μουσουλμανικά τεμένη, τα σχολεία εξαφανίζονται, ενώ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων εγκαταλείπει τις πόλεις και αποτραβιέται στα ορεινά και στα ξερονήσια. Στο Πήλιο, στα Ζαγοροχώρια, στη Δυτική Μακεδονία· στην περιοχή των Αγράφων και στην ορεινή Θεσσαλία, κατοικούσαν διακόσιες χιλιάδες Έλληνες ενώ, στη Λάρισα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Τούρκοι και οι Έλληνες μόνο 3-5 χιλιάδες. Στη Θεσσαλονίκη, συμβαίνει το ίδιο. Αντιθέτως, ήταν πολύ μεγαλύτερος ο πληθυσμός σε μία ορεινή πόλη, που σήμερα βρίσκεται στη Β. Ήπειρο, τη Μοσχόπολη, κατοικημένη αποκλειστικά από βλαχόφωνους Έλληνες, η οποία χάθηκε εντελώς μετά τις επιδρομές των Τουρκαλβανών.
Πολλοί κατευθύνονται ταυτόχρονα και στα νησιά. Σε ορισμένα νησιά, για να αποφύγουν τους Τούρκους, κρύβονται την ημέρα, όπως συνέβαινε στην Ικαρία, και κυκλοφορούσαν το βράδυ και τη νύχτα. Ερημονήσια, όπως τα Ψαρρά, η Ύδρα, οι Σπέτσες, που ήταν απολύτως έρημα, εποικίζονται από Αρβανίτες κτηνοτρόφους ου θα μεταβληθούν σε ναυτικούς.
Αυτά τα ορεινά εδάφη και τα απομακρυσμένα νησιά θα μεταβληθούν εν συνεχεία στις εστίες αναβίωσης του ελληνισμού. Διότι εκεί είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μία οικονομική και πολιτιστική-εκπαιδευτική δραστηριότητα, σχετικά αυτόνομη και ανεξάρτητη, και μόνο μετά τον 18ο αι. άρχισαν να ξανασυγκεντρώνονται στις μεγάλες πόλεις Παράλληλα αρχίζει το μεγάλο κύμα της φυγής στο εξωτερικό, στη Ρωσία, την Αυστροουγγαρία, αλλά και στις ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδοβλαχίας.
Ταυτόχρονα όμως, πολύ έντονος ήταν και ο ανταγωνισμός με τους Δυτικούς. Και όχι μόνο στις φραγκοκρατούμενες περιοχές –Κρήτη, Επτάνησα, νησιά του Αιγαίου– αλλά και στα τουρκοκρατούμενα εδάφη. Καθώς η οθωμανική Αυτοκρατορία μεταβάλλεται σταδιακώς σε ημιαποικία της Δύσης, οι Έλληνες –το δραστήριο εμπορικό στοιχείο στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας– υφίστανται, μέσα από τις διομολογήσεις, τον άνισο ανταγωνισμό των Λεβαντίνων και των Δυτικών υπηκόων και υποχρεώνονται, εν πολλοίς στανικώς, να γίνουν μεταπράτες. Χαρακτηριστικά, στη Σμύρνη, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της εποχής, εμπορεύονται τα προϊόντα της Δύσης, βιομηχανοποιημένα ή αποικιακά, και εξάγουν ακατέργαστα προϊόντα. Όταν, κάποτε, δοκιμάζουν να αναμιχθούν στην παραγωγή προϊόντων, όπως σαπουνιού στην Πύλο, οι δυτικές πρεσβείες αγρυπνούν για να τους το απαγορεύσουν, συνήθως μέσω της παρέμβασης των οθωμανικών αρχών. Έτσι, η εγχώρια παραγωγή συγκεντρώνεται μάλλον στα ορεινά και στα νησιά, υφαντουργία, ναυπήγηση, οπλουργεία, κ.λπ., όπου αναπτύσσεται μια οιονεί «εθνική» αστική τάξη, σε ανταγωνισμό με το δυτικό εμπόριο.
Το σημαντικότερο καταφύγιο του ελληνισμού, πνευματικό αλλά και πολιτειακό, γίνεται η Εκκλησία – ο μόνος ελληνικός θεσμός που αναγνωρίζουν οι Τούρκοι μετά την Άλωση. Οτιδήποτε αφορά στη ζωή των ραγιάδων είναι συνδεδεμένο με την Εκκλησία και τα μοναστήρια. Τα μοναστήρια καθίστανται οι μόνοι χώροι σχετικής ελευθερίας των Ελλήνων – επειδή σχεδόν πάντα βρίσκονταν έξω από τις πόλεις, ή στην περιφέρεια τους. Οι ίδιες οι κοινότητες των Ρωμιών ήταν σχεδόν αποκλειστικά οργανωμένες γύρω από την Εκκλησία, και μόνο από τον 18ο αι. και μετά αρχίζουν να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, καθώς ενισχύεται το εμπόριο, η κλεφτουριά, το αρματολίκι, η εκπαίδευση.
Από την ανταρσία των νεομαρτύρων στην ένοπλη εξέγερση
Αν, για τους λογίους και τους ελάχιστους πεπαιδευμένους Έλληνες, συστατικό της ταυτότητάς τους, εκτός από τη θρησκεία, ήταν η γλώσσα και η ιστορία, για τον λαό, το μοναδικό ανάχωμα στο ισλάμ και τους Φράγκους ήταν η ορθόδοξη πίστη. Εξ ου και η τεράστια σημασία των νεομαρτύρων και η ευρύτατη διάδοση των «Μαρτυρολογίων» και των «Συναξαριστών».
Οι νεομάρτυρες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν εξισλαμισθέντες νεαροί Έλληνες οι οποίοι διεκδικούσαν, ενώπιον των ισλαμικών αρχών, τη θέλησή τους να επιστρέψουν στην ορθοδοξία και υφίσταντο οικειοθελώς μαρτυρικό θάνατο, καθώς η εγκατάλειψη του ισλάμ τιμωρείται με αποκεφαλισμό. Και ο αριθμός τους αυξάνεται όσο πλησιάζουμε στην Επανάσταση και συνολικά πλησιάζει τους 600. Από τους 140 νεομάρτυρες, τους οποίους τιμά η Εκκλησία της Ελλάδας, οι 58 μαρτύρησαν κατά την περίοδο 1780-1830.
Ο Μ.Γ. Βαρβούνης επισημαίνει την αντιστασιακή υφή του φαινομένου:
«Σε τελική ανάλυση, ο νεομάρτυρας αντιπροσωπεύει ένα πρότυπο δρώντος ανθρώπου της τουρκοκρατίας. Υπάρχει και ένα δεύτερο υπόδειγμα δράσης… αντιπροσωπεύεται από τις εναλλακτικές και αλληλοδιάδοχες μορφές του κλέφτη και του αρματωλού. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους δομείται η ιδεολογία του παραδοσιακού ανθρώπου της εποχής. Και οι δύο αντιστέκονται στη βία, την υποδούλωση και την καταπίεση, με διαφορετικά όμως όπλα και με άλλους τρόπους. Μέσα όμως στον υπόδουλο ελληνισμό, είναι η μεταφυσική προοπτική των νεομαρτύρων και η αγωνιστική οπτική των κλεφταρματωλών που δίνουν τον τόνο στην προσπάθεια για την αναγέννηση του δούλου Γένους»[1].
Ταυτόχρονα, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες οργανώνουν και συμμετέχουν σε όλες τις μεγάλες εξεγέρσεις της περιόδου, με γνωστότερη εκείνη του Διονύσιου του Φιλόσοφου – ή «σκυλοσόφου» για τους εχθρούς του. Ο Διονύσιος, ως αρχιεπίσκοπος Τρίκκης, δηλαδή Λαρίσης, θα επιχειρήσει ένα πρώτο επαναστατικό κίνημα στα 1600, στη Θεσσαλία, μετά την αποτυχία του οποίου καταδιώχθηκε και κατέφυγε στη Δύση όπου συνδέθηκε με τον βασιλιά της Ισπανίας και τους Ενετούς. Όταν επέστρεψε, ξεκίνησε ένα δεύτερο επαναστατικό κίνημα, το 1610: επικεφαλής των αγροτών της Θεσπρωτίας, κατέλαβε για τρεις μέρες τα Γιάννενα, σε ένα κίνημα στο οποίο συμμετείχε και ο Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίνων. Βέβαια, μετά από τρεις μέρες, οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν, συνέλαβαν αρκετούς και τον Διονύσιο τον έγδαραν, γέμισαν το δέρμα του με άχυρα, και το έστειλαν στην Κ/πολη, όπου ο ίδιος ο Σουλτάνος συμμετείχε στη διαπόμπευση του.
Σε όλες τις επαναστατικές κινήσεις που πραγματοποιούνται σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι πάντοτε αναμεμιγμένοι ενεργά μοναχοί, ιερείς και μητροπολίτες. Στα Ορλωφικά, διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο όλοι οι ιερείς και μητροπολίτες της Πελοποννήσου.
Η ορθόδοξη εκπαίδευση ως απάντηση στους Λατίνους
Μετά την Άλωση, αλλά και πριν από αυτήν, οι περισσότεροι λόγιοι εγκατέλειψαν τη χώρα και, ενώ έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ιταλική και στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση, ένα εκπαιδευτικό σκοτάδι ξαπλώθηκε στον ελληνικό κόσμο. Η μονή Φιλανθρωπινών, στα Γιάννενα –όπου έχουν ιστορηθεί οι περίφημες αναπαραστάσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων–, που είχε ιδρυθεί κατά τη βυζαντινή περίοδο, ήταν η παλαιότερη ίσως σχολή. Η δεύτερη σχολή –που δεν είχε πάνω από πέντε ή δέκα μαθητές–ήταν η Πατριαρχική Σχολή, στην Κ/πολη. Γύρω στα 1580, ο αριθμός των μαθητών, που προορίζονταν όλοι για την ιερατική σταδιοδρομία, δεν ξεπερνούσε τα εκατό άτομα σε όλα τα σχολεία.
Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη της παιδείας, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, θα αποτελέσει απάντηση στη λατινική διείσδυση. Στο Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, στη Ρώμη, που δημιούργησαν οι Ιησουίτες το 1576, θα εκπαιδευτούν οι περισσότεροι Έλληνες λόγιοι της περιόδου, ανάμεσά τους και ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος, ο Θεόφιλος Κορυδαλέας. Πριν από το 1600, οι Λατίνοι ίδρυσαν μία μεγάλη σχολή στη Χίο, με 200-250 μαθητές και τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Καμία σύγκριση με τα κολλυβογράμματα ή τα κρυφά σχολειά των ορθοδόξων. Το 1620-1630, ιδρύουν πρώτοι σχολείο στο Άγιο Όρος!
Πρώτος, ο μεγάλος πατριάρχης Ιερεμίας ο Τρανός (1572-1579,1580-1584,1586-1595) θα αναδιοργανώσει την Πατριαρχική Ακαδημία ενώ πραγματοποιούνται οι πρώτες επαφές της ελληνικής Εκκλησίας με τους προτεστάντες, για να αντιμετωπιστεί η καθολική διείσδυση.
Ο μεγάλος διάδοχός του, ο Κύριλλος Λούκαρις, ανέβηκε πέντε φορές στον πατριαρχικό θρόνο, και πέντε φορές τον εκθρόνισαν οι Ιησουίτες, η γαλλική πρεσβεία, και οι Αυστριακοί, μέχρι την τελική εκτέλεσή του από τους Οθωμανούς. Ο Κρητικός Κύριλλος Λούκαρις έγινε για πρώτη φορά πατριάρχης το 1622 και εγκαινίασε το μεγάλο του σχέδιο, μιας αναγέννηση της ορθοδοξίας, δίνοντας πρωταρχικό ρόλο στην εκπαίδευση.
Αντιστέκεται σθεναρά απέναντι στους καθολικούς, αναδιοργάνωσε την Πατριαρχική Ακαδημία και διόρισε σχολάρχη της τον Θεόφιλο Κορυδαλέα. Έφερε το πρώτο τυπογραφείο, το 1627, στην Κ/πολη, με τον Νικόδημο Μεταξά, το οποίο κατέστρεψαν οι Γενίτσαροι μέσα σε έξι μήνες, μετά από παρέμβαση των Γάλλων. Δοκίμασε ακόμα και τη μετάφραση του Ευαγγελίου. Προώθησε σχολεία σε όλο τον ελληνικό κόσμο και από τους οπαδούς του δημιουργείται και η σχολή της Αθήνας, στην οποία είχε διδάξει ο Θεόφιλος Κορυδαλέας, καθώς και οι σχολές των Αγράφων με τον Ευγένιο Γιαννούλη (1595-1682).
Η εκπαίδευσή μας, δηλαδή, αποτελεί στις απαρχές της την ορθόδοξη απάντηση τόσο στους οθωμανικούς διωγμούς όσο και στη λατινική Δύση. Γι’ αυτό και σφραγίστηκε από την παράδοση της ορθοδοξίας, και όλα τα σχολεία ήταν συνδεδεμένα με το Πατριαρχείο ή την τοπική Εκκλησία, ενώ όλοι σχεδόν οι δάσκαλοι, επί τριακόσια χρόνια, ήταν κληρικοί – μοναχοί ή ιερείς.
Γνωρίζοντας την ηράκλεια προσπάθεια που απαιτούσε η όποια μεταρρύθμιση, ο Λούκαρις απαντά σε κάποιους προτεστάντες φίλους του που πίεζαν για γρήγορες μεταρρυθμίσεις: «Ο λαός μας αρκείται στη γυμνή πίστη του στον Ιησού Χριστό, την οποία προσέλαβε από τους αποστόλους και τους προγόνους του»· «μένει ακλόνητος σε αυτή ακόμα κι αν χρειαστεί να χύσει το ίδιο του το αίμα και δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτε…. και αν κάποιος επιθυμούσε να επιτύχει η χριστιανική πίστη και κάτι περισσότερο στην Ανατολική Εκκλησία, θα επρόκειτο αναμφίβολα για κάτι εξαιρετικό, για κάποιο θαύμα. Διότι από τη στιγμή που αυτοί οι χριστιανοί υποτάχθηκαν στη σκλαβιά, παρ’ ότι καταδιωκόμενοι από τις εγχώριες έχιδνες, δηλαδή από τους απίστους, που τους αφαιρούν την ίδια τους την υπόσταση και τους αρπάζουν τα παιδιά από τα χέρια τους, εν τούτοις υπομένουν υπομονετικά όλα αυτά τα πράγματα για την πίστη του Χριστού… ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνουν. Σας αναφέρω αυτά τα πράγματα για να κατανοήσετε ότι είναι πολύ δύσκολο να εισαγάγετε σε αυτή την περιοχή οποιονδήποτε νεωτερισμό στην Εκκλησία ή στα άρθρα της πίστεως. Δεν πρόκειται να συναινέσουμε ποτέ…».
Ο Λούκαρις συλλαμβάνει τη μεγάλη αντίφαση που βιώνει ο ελληνισμός μέχρι σήμερα. Απέναντι στην πρόκληση της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης Δύσης, η όποια μεταρρύθμιση καθίσταται σχεδόν αδύνατη εάν επιβάλλεται από τα έξω και δεν συνιστά αυτομεταρρύθμιση. Γι’ αυτό, εάν απουσιάζει η αυτομεταρρύθμιση, αγκιστρωνόμαστε στην παράδοση για να ανθέξουμε, χωρίς να επιτυγχάνουμε έναν εκσυγχρονισμό της δικής μας παράδοσης· αυτόν που δοκίμασε ο Λούκαρις και απέτυχε.
Ο οικουμενικός πατριάρχης δοκίμασε, σε μια κομβική στιγμή, να μεταβάλει την ορθόδοξη Εκκλησία στο κέντρο της ανανέωσης του ελληνισμού. Αυτό, ανάμεσα στις μυλόπετρες των Οθωμανών και του καθολικισμού, δεν κατέστη δυνατό και η ανανέωση θα πραγματοποιηθεί αργότερα, εν πολλοίς δυτικόφερτη. Είναι «ο καημός της Ρωμιοσύνης». Η αδυναμία να δημιουργήσουμε έναν πολιτισμό σύγχρονο, ο οποίος να πατά στη δική μας παράδοση και να μπορεί να απαντήσει δημιουργικά στην πρόκληση της Ανατολής και της Δύσης
Οι αποδομητές ιστορικοί, θέλοντας αν αρνηθούν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον αυξημένο ρόλο της ορθοδοξίας, τουλάχιστον κατ’ αυτή την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, όχι ως απόδειξη της ουσιαστικής ταύτισης ορθοδοξίας και ελληνισμού, τουλάχιστον τότε, αλλά ως μία ακόμα απόδειξη της καθυστερημένης συγκρότησης του ελληνικού έθνους: Πριν από την Επανάσταση του ’21, δεν υπάρχει ελληνικό έθνος, υπάρχουν απλώς ορθόδοξοι ρωμιοί!
Ξεχνώντας πως, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ορθοδοξία αποτελούσε όχι μόνο την πίστη αλλά τον τρόπο ύπαρξης των Ελλήνων. Όσοι ήταν Έλληνες ήταν ορθόδοξοι. Στην Κρήτη, όλοι οι Τουρκοκρητικοί μιλούσαν ελληνικά. τραγουδούσαν τον Ερωτόκριτο, χόρευαν τους ίδιους χορούς. Και όμως ήταν οι μεγαλύτεροι διώκτες των ορθόδοξων Κρητικών. Όσοι άλλαζαν πίστη, άλλαζαν και εθνική ταυτότητα, γίνονταν Τούρκοι. Από εκεί και η έκφραση «τούρκεψαν».
Ο Κύριλλος Ε΄ και η έσχατη απόπειρα αυτομεταρρύθμισης
Αλλά και μέχρι το 1750 υπάρχουν δυνάμεις οι οποίες θα δοκιμάζουν μία αυτομεταρρύθμιση της ορθοδοξίας. Η δεύτερη μεγάλη ανανεωτική απόπειρα θα πραγματοποιηθεί με τον λεγόμενο Αναβαπτισμό, γύρω στα 1750. Και πάλι σε αντιπαράθεση με τον καθολικισμό, που προσπαθούσε να ελέγξει το οικουμενικό πατριαρχείο, όπως είχε γίνει προς στιγμήν με το πατριαρχείο της Αντιόχειας και πέρασε στη Ουνία ένας μεγάλος αριθμός από τους σημερινούς Λιβανέζους και Σύρους. Ως αντίδραση εκθρονίζεται ο φιλοκαθολικός Πατριάρχης Παΐσιος και ανεβαίνει ο Κύριλλος Ε΄ Καράκαλος από την Αρκαδία.
Ο Καράκαλος συνδέθηκε με το κίνημα του Αναβαπτισμού, το οποίο υποχρέωνε τους καθολικούς που ήθελαν να επιστρέψουν στην ορθοδοξία να (ανα)βαπτίζονται. Γύρω από αυτό το φαινομενικά δευτερεύον ζήτημα, αναπτύχθηκε μια τεράστια σύγκρουση, διότι ο Κύριλλος συνδέθηκε με τις συντεχνίες της Κ/πολης, τις λαϊκές δυνάμεις και τους εμπόρους της Κ/πολης που βρίσκονταν σε οξεία αντιπαράθεση με τους δυτικούς και Λεβαντίνους εμπόρους. Από την απέναντι πλευρά βρισκόταν η γαλλική πρεσβεία, οι Ιησουίτες, μεγάλο μέρος της ορθόδοξης ιεραρχίας της Πόλης και ένα μέρος της οθωμανικής ιεραρχίας, οι οποίοι κατόρθωσαν προς στιγμήν να εκθρονίσουν τον Κύριλλο. Όμως, ένα πλήθος δέκα ή είκοσι χιλιάδων Κωνσταντινοπολιτών εισέβαλε στο πατριαρχείο, ο πατριάρχης Καλλίνικος εξεδιώχθη και τον έκρυβε η γαλλική πρεσβεία ενώ ο Βεζύρης υποχρεώθηκε, κάτω από τη λαϊκή πίεση, να επαναφέρει τον Κύριλλο. Όπως αναφέρουν οι ξένοι πρέσβεις, επρόκειτο για τη μοναδική διαδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί μετά την Άλωση.
Ο Κύριλλος, επισφραγίζοντας τη συμμαχία του με τον ελληνισμό της Πόλης, θεσμοθέτησε τη συμμετοχή των λαϊκών στη διοίκηση του πατριαρχείου. Παράλληλα, δημιούργησε την Αθωνιάδα Ακαδημία, στο Άγιον Όρος, την πρώτη απόπειρα να δημιουργηθεί ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα. Επικεφαλής της προσπάθειας θα τεθεί ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος της εποχής, ο «κλεινός» Ευγένιος Βούλγαρης. Η Αθωνιάδα, που διέθετε σημαντικό εξοπλισμό και 200 δωμάτια για φοιτητικά καταλύματα, συγκέντρωσε έναν τεράστιο αριθμό από τους λογίους της εποχής, από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα έως τον Κοσμά Αιτωλό , τον Αθανάσιο Πάριο και τον… αγνωστικιστή Χριστόδουλο Παμπλέκη. Όμως και αυτή απόπειρα, όπως ίσως ήταν φυσικό, κράτησε μόλις λίγα χρόνια και ο ίδιος ο Κύριλλος εκθρονίστηκε, οριστικά αυτή τη φορά. Στο εξής, άλλες σχολές περνούν στο προσκήνιο, συνδεδεμένες περισσότερο με τους έμπορους. Επρόκειτο για την έσχατη απόπειρα ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης να υλοποιηθεί από την κορυφή της Εκκλησίας, από το ίδιο το πατριαρχείο.
Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο οποίος υπήρξε σπουδαστής της σχολής, γράφει στα 1769, όταν ήταν σχολάρχης στο Ιάσιο:
«Μιὰ βολὴ ὄμματος θλιβερὰ ἐπ’ ἐκείνῃ τῇ πολυκροτουμένη Σχολή του Ἄθωνος, ἡ συμφορὰ καὶ ἡ ἐρημία τῆς ὁποίας, ὥστε νὰ ὁμιλήσω τοιουτοτρόπως, ἔτι καὶ νῦν ἀχνίζει ἐνώπιον ἡμῶν. Ποῦ ὁ κλεινὸς Εὐγένιος, ποῦ ἡ πολυπληθὴς χορεία τῶν μαθητῶν, ἥτις ἐν χαρᾷ τῆς Ἑλλάδος πάσης συνεκρότει ἕνα Ἐλικῶνα νέων Μουσῶν καὶ μουσοτρόφων! Ἐφυγαδεύθη ἐκεῖνος, ἐφυγαδεύθη αὐτή. Βροντὴ νεμέσεως ἐπέπεσε καὶ ἐσκόρπισε διδάσκοντας καὶ διδασκομένους, καὶ ἡ οἰκοδομικὴ ἐκείνη, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ τοσοῦτος θροῦς ἐν τῇ βασιλευούσῃ καὶ ἐν τῇ λοιπῇ Ἑλλάδι, κατήντησε οἴμοι! ἡ κατοικία, ἡ φωλέα τῶν κοράκων».
[1] Μ.Γ. Βαρβούνης, Λαογραφικά των νεομαρτύρων, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 1998
Διαβάστε επίσης: