Τηλεοπτικές περσόνες, προύχοντες ευχέτες, πολιτικοί και πολιτευτές επαναλαμβανολογούν αυτές τις ημέρες για το «μήνυμα των Χριστουγέννων» και το «μήνυμα της Γέννησης του Θεανθρώπου», ευχόμενοι τα βέλτιστα. Οι πιο ελεήμονες από τους ευχομένους θεωρούν αυτονόητο, δεδομένο το περιεχόμενο του «μηνύματος» και δεν επεκτείνονται, οι πιο ανηλεείς και ανάλγητοι προχωρούν σε επίπονες επεξηγήσεις: η Γέννηση φέρνει «αισιοδοξία», «χαρά», «καλωσύνη», «απαλύνει τον πόνο», υπενθυμίζει «αξίες» και «αρχές». Η «γιορτή» των «Χριστουγέννων» παραπέμπει σε μιαν αόριστη και νεφελώδη «θαλπωρή», μιαν «οικογενειακή σύναξη», μιαν αγαπησιάρικη ατμόσφαιρα που βρίσκει τον φυσικό της χώρο στα λαμπιόνια των εκτάκτως ανοιχτών εμπορικών κέντρων. Θα γίνεις «η πιο γλυκιά μαμά» αν αγοράσεις το πιο ακριβό δώρο, το ενδεχόμενο να τυγχάνεις «ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου» είναι άμεση και ανηλεής συνάρτηση της τιμής του δωρήματος συν ΦΠΑ. Ο Άγιος Βασίλης που έρχεται από την Καισαρεία, δεν έρχεται από την Καισαρεία αλλά από τον Βόρειο Πόλο, χορηγίαις της Coca-Cola Ελλάδος και πάσης υφηλίου – και εσύ δεν είσαι πλέον αρχόντισσα κυρία, αλλά desperate housewife σε μια πολυκατοικία στο Αιγάλεω.
Μα, αν ο Θεός ήθελε να γεννήσει στις καρδιές μας αυτά τα αισθήματα, δεν θα ενσαρκωνόταν. Θα σκηνοθετούσε το Love Actually. Και το «μήνυμα των Χριστουγέννων» δεν θα ήταν η τομή της εισόδου του στην Ιστορία, αλλά κάτι σαν το ετήσιο τηλεοπτικό μήνυμα της βασίλισσας Ελισάβετ μέσα από θεϊκές γιγαντοοθόνες.
Σε μια κοινωνία νεο-ειδωλολατρική, που έχει αντικαταστήσει την αναφορά της σε ένα ζείδωρο επέκεινα με νέα είδωλα, τοτέμ και ξόανα, είτε αυτά παίρνουν την μορφή υλικών αγαθών και εξουσιών είτε την μορφή της μίμησης και του θαυμασμού «επωνύμων» ανθρώπων σε μια θάλασσα ανωνυμίας είτε την μορφή «ηθικών αξιών», «ιδεών» και «ιδεολογιών», η γιορτή των Χριστουγέννων συνιστά μια συμπαθή υποσημείωση-μετωνυμία, άσχετη με την ζωή, και η μετοχή σε αυτήν αφορά μόνο μια μικρή μειονότητα μετεχόντων σε σώμα εκκλησίας, μέσα σε μια θάλασσα επωνύμως «χριστιανών», ακόμα δε και «φανατικών ελληνορθοδόξων» που δε σηκώνουν μύγα στο ευσεβές σπαθί τους, καίτοι ριζικά άσχετοι με την «σύναξη επί το αυτό».
Για την ακρίβεια, για την ελληνική κοινωνία τα Χριστούγεννα δεν είναι καν «γιορτή»: πανηγύρι, πρόξενος ενθουσιασμού εορταζόντων, είναι αυτήν την περίοδο μόνο η «Πρωτοχρονιά», δηλαδή η αλλαγή της συμβατικής, απλώς κοινά αποφασισμένης αρίθμησης της αρχής και τέλους του ημερολογιακού έτους που δεν μετρά τίποτε άλλο παρά μόνον την ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγισή μας στην φθορά και τον θάνατο.
Μια «ηθική» κατανόηση –για την ακρίβεια, μια οποιαδήποτε «κατανόηση»- της Γεννήσεως συνιστά την ακύρωσή της· πόσω δε μάλλον μια «συναισθηματική αγαλλίαση». Αναφερθήκαμεμε παλαιότερη αφορμή σε «μια μαρτυρία που βάζει φωτιά στα τόπια: ο άκτιστος, απεριόριστος, άχρονος Θεός μαρτυρείται γεννημένος ως άνθρωπος σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ένα μωρό που κλαίει στην φάτνη. Επωνύμως: Ιησούς ο από Ναζαρέτ, ο επιλεγόμενος Χριστός. Δεν μαρτυρείται ούτε ‘ψευδο-ενσαρκωμένος’, μια απλή θεοφάνεια, ούτε ‘ημίθεος’, έχοντας χάσει την θεία άκτιστη φύση του: μαρτυρείται πλήρως Θεός και πλήρως άνθρωπος. Υπόκειται στους περιορισμούς της αποκτηθείσας ανθρώπινης φύσης: πεθαίνει στον σταυρό. Καθορίζεται από την θεία του ύπαρξη: ανασταίνεται εκ των νεκρών. Η μαρτυρία δηλώνει ότι η Πρώτη Αιτία των υπαρκτών δεν ‘είναι ανάγκη’ να είναι το οτιδήποτε ορίζει η ανθρώπινη αντίληψη των πραγμάτων: ο Θεός μπορεί ελεύθερα να γίνει άνθρωπος, ‘αυτο-ακυρωνόμενος’ όπως θα έλεγε η ανθρώπινη λογική. Γεφυρώνοντας το αδιανόητο: την άβυσσο μεταξύ του Κτιστού και του Ακτίστου. Και εγκαινιάζοντας την δυνατότητα να μετάσχει, κατά χάριν, ο κτιστός άνθρωπος στην άκτιστη θεότητα. Απ’ ότι φαίνεται, το θαύμα και θάμβος της ύπαρξης δεν περιορίζεται στην ανθρώπινη ερμηνεία του: η πραγματική πραγματικότητα είναι larger than life». Αν η Γέννηση είναι γεμάτη από ωραίους «συμβολισμούς», τότε είναι απολύτως κενή και δεν αφορά κανέναν, παρά μόνο τους εμπόρους μιας ελπίδας την οποία δεν αντιλαμβάνονται καν οι ίδιοι οι εμπορευόμενοι. Αν συγκροτεί γεγονός συνάντησης με τον νηπιάζοντα Χριστό, τότε αλλάζει το πράγμα.
Αυτή όμως η συνάντηση δεν γίνεται επί τη βάσει της αποδοχής κάποιων «πεποιθήσεων», έστω κάποιας ατομικής «ομολογίας πίστεως» ή «ψυχωφελών» αναγνωσμάτων, δηλαδή με τον τρόπο που ευδοκιμούν οι ιδεολογίες. Δεν ασπάζεσαι κάποιες «ιδέες», «αντιλήψεις», «δόγματα» ή «πεποιθήσεων»· ασπάζεσαι, δηλαδή φιλάς, ένα πρόσωπο, «ενώπιος ενωπίω ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον». Τον συναντάς στον χώρο και στο λαϊκό γεγονός (δεν το οργανώνει κανένα… υπουργείο, κι όμως λαμβάνει χώρα δυο χιλιάδες χρόνια τώρα) που τον συγκροτεί σεΣώμα – εκκλησιαστική κοινότητα. Εκεί, στη σύναξη της λειτουργικής πράξης, διαπιστώνεις ότι «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται», «ότι Παρθένος άχρονον Υιόν χρόνω εγέννησε». Απορεί το σώμα της Εκκλησίας, «ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί;» αφού «νικάται φύσεως τάξις» και ψέλνει «μυστήριον ξένον, ορώ και παράδοξον! ουρανόν το Σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος». Συνοψίζει αυτό που θεωρούν «αυτονόητο» και μη χρήζον αναφοράς οι εγγαστρίμυθοι του δημοσίου λόγου: ότι «άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών, και γέγονεν ο Ων, ο ουκ ην δι’ ημάς· και μη εκστάς της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου φυράματος». «Εξήλθε Λόγος εις ανάπλασιν λαών». Και κυριολεκτικά, τον μεταλαμβάνουν με το κουταλάκι. Πράξη, όχι θεωρία, όχι ιδέες, όχι ηθικά διδάγματα, όχι σύμβολα. Ψωμί και κρασί. Σώμα και Αίμα. Σάρκωση Θεού. Ανάσταση ανθρώπου.
Και τότε είναι όλα πρωτοφανέρωτα – όπως την πρώτη φορά που ο Θεός αντίκρυσε με μάτια ανθρώπινα την πλάση του μέσα από έναν στάβλο.
Η εμπειρία του λειτουργικού χώρου της εκκλησίας ως απελευθερωμένου από χρόνο και χώρο, όπου εδώ και «σήμερον η Παρθένος τον υπερούσιον τίκτει», όχι αναδιήγηση ενός «κάποτε» και «κάπου», η εμπειρία της συγκεφαλαίωσης των πιστών σε εκκλησία Χριστού και της παρουσίας του, καθώς και η εμπειρία της παρουσίας του ανθρώπου παγγενή, ζώντων, τεθνεώτων και αγέννητων, δεν μεταφέρεται λεκτικά, δεν διατυπώνεται στη γλώσσα και «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως». Κερδίζεται (ή και χάνεται) στην σχέση με τον Παρόντα της σχέσης, που «κλίνας ουρανούς κατέρχεται» και φανερώνεται ή κρύβεται σε όλα αυτά που καθιστούν ανεπαισθήτως την σύναξη (πάντοτε «επί το αυτό») αμαρτωλών, φθαρτών, βροτών, άλλοτε μοχθηρών, ενίοτε ψευδομένων και συχνά αδικούντων ανθρώπων σώμα Χριστού και Θεού, Εκκλησία που φανερώνει την παρουσία του.
Για όσους «σκοταδιστές» πιστεύουν σε τέτοια «παραμυθάκια», η σχέση με πρόσωπο Άκτιστο δίνει στις λέξεις νέο νόημα και περιεχόμενο: οι λέξεις «ελπίδα», «φως», «αγάπη», «λόγος», «ζωή», «περισσόν ζωής», η αχρονία της παρουσίας σε «ζωήν αιώνιον» πλέον σημαίνουν-παραπέμπουν σε άλλες πραγματικότητες, πέρα από «αξίες», «νοήματα» και «συμβολισμούς», σε αυτές που αναγνωρίζουν στην ύπαρξη την σχέση και τον έρωτα πλάσης/πλάσματος και Πλάστη, κτίσης/κτίσματος και Κτίστη, και όχι μόνον πλίνθους κεράμους ατάκτως ερριμένους, που αρχίζουν και τελειώνουν στην κενότητα της αναίτιας ύπαρξής τους.
Και τότε καθίσταται σαφές το τί σημαίνει η αναμονή της εκπλήρωσης της υπόσχεσης για «ζωήν» και «περισσόν ζωής».
Ευλογημένα Χριστούγεννα – με υγιεία και πληρότητα. Και του χρόνου πάλι, με το καλό…
1 comment
Τὰ λαμπερὰ φῶτα καὶ τὰ στολίδια πάντα ξεθωριάζουν, οἱ θόρυβοι κι ὁ πυρετὸς τοῦ γλεντιοῦ πάντα σαρώνονται ἀπ᾿ τὸν ψυχρὸ βοριά, ἡ νύχτα πυκνώνει, ἡ παγωνιὰ γίνεται σκοτάδι στερεὸ μέσα στὴν καρδιά, τ᾿ ἀστέρια τρεμοσβήνουν κι αὐτά… κι ἐκεῖ, τότε, μὲς στὴν βαθύτερη νύχτα, κάτι μακρυνό, ἀπὸ ἀλλοῦ, μπορεῖ ν᾿ ἀκουστῇ… καὶ κατὰ ᾿κεῖ ἕνα μικρὸ φῶς μπορεῖ ν᾿ ἀχνοφανῇ, βαθιὰ μὲς στὸ σκοτάδι… ἡ φάτνη, τὰ ζῶα, οἱ βοσκοί, οἱ βοσκοί, οἱ ἄγγελοι, καὶ ὁ μικρὸς Χριστούλης στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας.
Ψάχνουμε μιὰ ζωὴ τὸ «νόημα τῶν Χριστουγέννων», ἐνῷ εἶναι τόσο ἁπλό: ἡ μικρὴ φάτνη. Μακάρι νὰ τὴν βροῦμε, μὰ τί μᾶς τυφλώνει πιὸ πολύ, τὰ ψεύτικα τὰ φῶτα ἢ τὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς μας;
Καλὰ Χριστούγεννα!