Monday 30 September 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο Ορθοδοξία Στυλιανός Καβάζης

Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού [Τι διδασκόταν κάποτε στα σχολεία μας].

Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.
Ο Πρώτος Σταυροφόρος της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ο σπουδαίος αυτοκράτορας Ηράκλειος επιστρέφει τον Σταυρό στην Ιερουσαλήμ από την Περσία. Ζωγραφισμένο από τον Ιππόλυτο Σκαρσέλλα (1551-1620).

Σήμερα και κάθε 14 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους η ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει την παγκόσμια ύψωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Αυτή την ημέρα ο μαρτυρικός Σταυρός του Ιησού Χριστού ανυψώνεται και όλη η πλάση ελευθερώνεται από τα δεσμά της φθοράς.

Η γιορτή είναι αρχαιότατη και μια από τις Δεσποτικές γιορτές, τις γιορτές δηλαδή αφιερωμένες στο Δεσπότη Χριστό. Η γιορτή συνδέεται με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Συγχρόνως όμως αναφέρεται στη σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου, γι΄ αυτό και τιμάται με αυστηρή άλαδη νηστεία όπως η Μεγάλη Παρασκευή, ωστόσο επειδή φέτος πέφτει Σάββατο καταλύεται το λάδι. Το Ευαγγέλιο, που διαβάζεται στη θεία Λειτουργία, είναι το ίδιο που διαβάζεται και τη Μεγ. Παρασκευή. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι γιορτάζουμε την εύρεση και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη το 326 μ.Χ αγνοώντας ότι γιορτάζουμε και ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό ιστορικό γεγονός που συνέβη 3 αιώνες περίπου αργότερα, δηλαδή την ανάκτηση και δεύτερη ύψωση του Τιμίου Σταυρού του Αυτοκράτορα Ηρακλείου, του “Πρώτου Σταυροφόρου”, από τους Πέρσες οι οποίοι τον είχαν κλέψει και λεηλατήσει μαζί με άλλα κειμήλια της Ορθοδοξίας το 614μ.Χ.

Για αυτό το λόγο δράττομαι της ευκαιρίας για να παραθέσω το παρακάτω κείμενο που αναφέρεται με εξαίρετο τρόπο στο ιστορικό γεγονός πλέκοντας περίτεχνα το μεγαλείο του Ελληνισμού με τα νάματα της Ορθόδοξης πίστης μας, ωστόσο το πιο εντυπωσιακό είναι ότι είναι παρμένο από το αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου του 1952.

<< “Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ”

Ο Ηράκλειος δεν ήταν μόνο γενναίος βασιλιάς˙ ήταν ποτισμένος ακόμη με βαθιά πίστη στο Θεό˙ και την πίστη του αυτή κατόρθωσε να μεταδώση ολόκληρη στο λαό και τα στρατεύματά του, για να τιμωρήσουν τους εχθρούς της θρησκείας και της χώρας, τους Πέρσες και τους συμμάχους των Αβάρους.
Επτά χρόνια πολέμησε ο Ηράκλειος με τους Πέρσες, έως ότου τους ανάγκασε να δεχτούν την ειρήνη και να περιοριστούν στα παλιά τους σύνορα. Αλλά από την ώρα, που ξεκίνησε για την εκστρατεία αυτή έως την τελευταία στιγμή, πάντοτε κρατούσε την εικόνα του Χριστού στα χέρια. Αυτή έδωσε και σ’ αυτόν και τους στρατιώτες του θάρρος να πολεμήσουν και να νικήσουν.

Χάρη στον ηρωικό και ευσεβή βασιλιά η βυζαντινή αυτοκρατορία σώθηκε από το μεγαλύτερο έως τώρα κίνδυνο. Μυριάδες αιχμάλωτοι, άνδρες και γυναικόπαιδα, και ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ζαχαρίας, λευτερώθηκαν˙ οι ανατολικές επαρχίες ανέπνευσαν και η βασίλισσα πόλη κοιμάται πια ήσυχη.
Ο δοξασμένος όμως αυτοκράτορας δε θεωρούσε για μεγαλύτερό του κατόρθωμα τις λαμπρές νίκες του, αλλά το ότι απελευθέρωσε τον τίμιο Σταυρό από τα χέρια των Περσών. Δεκαπέντε χρόνια πρωτύτερα οι Πέρσες, όταν εκυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα, μαζί με τα άλλα λάφυρα είχαν πάρει, για να χλευάσουν τους χριστιανούς, και τον τίμιο Σταυρό, που δέχτηκε στο Γολγοθά το σώμα του Χριστού.
Η χριστιανική παράδοση αναφέρει, ότι η αγία Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, βρήκε πρώτη τον τίμιο Σταυρό θαμμένο στα χώματα του Γολγοθά. Και τον ανύψωσε με τα ίδια βασιλικά της χέρια στην παλιά Του θέση.

Ο ευσεβής λοιπόν Ηράκλειος πρώτον όρο της συνθήκης με τους Πέρσες έβαλε να του δώσουν το ζωοποιό Σταυρό. Και στα 628 – Σεπτέμβριο μήνα – γυρίζοντας στην πρωτεύουσα τον έφερε μαζί του, ως το πολυτιμότερο τρόπαιο˙ έπρεπε να προσκυνήσουν οι χριστιανοί το Σταυρό, που τους έδωσε τη δύναμη να νικήσουν, προτού Τον ανυψώσουν στην ιερή θέση Του.

Η μεγάλη πομπή.

Όταν έφτασε ο Ηράκλειος στην απέναντι της πρωτεύουσας ασιατική ακτή, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της γύρω περιοχής έτρεξαν να τον υποδεχτούν.

Εμπρός πήγαινε ο πατριάρχης Σέργιος και ο γιος του αυτοκράτορα, ο διάδοχος Κωνσταντίνος˙ ακολουθούσε η Σύγκλητος, ο κλήρος, οι άρχοντες και ο λαός. Σε όλη τη διαδρομή έψαλλαν ύμνους στο Θεό και έλεγαν επαίνους στο νέο Αλέξανδρο, που νίκησε τους ίδιους εχθρούς του ελληνισμού, τους Πέρσες.
Συγκινητική ήταν η στιγμή, που συναντήθηκαν πατέρας και γιος˙ ο διάδοχος έπεσε με λυγμούς στα πόδια του πατέρα του. Ο Ηράκλειος σήκωσε αμέσως επάνω το παιδί του, το αγκάλιασε και το φίλησε δακρυσμένος˙ έτσι αγκαλιασμένοι πατέρας και γιος έχυσαν άφθονα δάκρυα, που πότισαν τη γη.
Το θέαμα συγκίνησε βαθιά τα πλήθη, που ξέσπασαν και εκείνα σε δάκρυα θερμά˙ γι’ αρκετή ώρα δεν άκουες παρά λυγμούς, λυγμούς, λυγμούς!

Δέκα χρόνων παιδί άφησε ο Ηράκλειος το διάδοχο, πριν ξεκινήση για τον πόλεμο˙ τον είχε εμπιστευθή, όπως είπε τότε, στο Θεό, στη Θεοτόκο και στα χέρια του πατριάρχη. Και τώρα ήταν έφηβος. Ο Θεός και η Θεοτόκος επροστάτεψαν τον Ηράκλειο και το παιδί˙ και ο πατριάρχης παραδίνει στα χέρια του γενναίου πατέρα τον αγαπημένο του γιο.

Πώς να ονομάση κανείς την επιστροφή εκείνη του Ηρακλείου στην πρωτεύουσα; Ήταν τάχα ένας συνηθισμένος θρίαμβος, που έκανε ο νικητής αυτοκράτορας; Ήταν μία ευλαβής λιτανεία, που συγκινεί τις καρδιές των χριστιανών; Ήταν και τα δύο μαζί; Ό,τι όμως και να ήταν, λίγες, πολύ λίγες, φορές συμβαίνουν τέτοια στην ιστορία.

Εμπρός εμπρός πηγαίνει ο τίμιος Σταυρός. Αξιωματικοί τον κρατούν με ευλάβεια και γύρω – δεξιά, αριστερά, πίσω – εξαπτέρυγα χρυσά και λάβαρα πολύτιμα και εικόνες ασημένιες και χρυσές, και σταυροί και λαμπάδες αναμμένες.

Κατόπιν ακολουθούσε η χρυσή εικόνα της Οδηγήτριας. Δύο διάκοι τη σηκώνουν στα χέρια.

Από τα χείλη όλων ανεβαίνει ο ύμνος του Ακαθίστου, γιατί κανείς δεν κάθισε τη βραδιά εκείνη, όταν τον πρωτόψαλαν στην Παναγία, που βοήθησε τους λίγους χριστιανούς να διώξουν, εδώ και δύο χρόνια, τους Αβάρους από την Κωνσταντινούπολη.

«Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια, αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε. Άλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα κράζω Σοι˙ Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε!».

Ακολουθεί αμέσως η βασιλική άμαξα, που τη σύρουν τέσσαρες ελέφαντες.

Ο πατριάρχης με το ασημένιο θυμιατό θυμιατίζει με σμύρνα και λιβάνι, προσεύχεται και ψάλλει τον ύμνο, που συνέθεσαν εξεπίτηδες για τη νίκη εναντίον των Περσών:

«Σώσον Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το Σον φυλάττων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα!».

Το πλήθος, ανάμεικτοι όλοι, πλούσιοι, άρχοντες και φτωχοί, ίσοι και αδερφωμένοι, κρατούν στα χέρια κλαδιά ελιάς και αναμμένες λαμπάδες. Όλοι ψάλλουν τον ύμνο.

Αλλά επάνω από όλες τις φωνές ακούεται καθαρά από το βασιλικό άρμα η τρεμουλιαστή από τη μεγάλη συγκίνηση φωνή του Ηρακλείου, που συνοδεύει την ψαλμωδία των αρχιερέων και του πατριάρχου. Τι όμορφα που είναι!

Σταυροπροσκύνησις.

Η πομπή όλο και προχωρούσε κι έφτασε τέλος στο ναό της αγίας Σοφίας, όπου έγινε η πανηγυρική δοξολογία και η πρώτη «Σταυροπροσκύνησις». Ο τίμιος Σταυρός απετέθη έπειτα στο ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.
Αρκετούς μήνες συνεχιζόταν εκεί η «Σταυροπροσκύνησις». Από την πιο απόμερη άκρη της αυτοκρατορίας ήρθαν οι χριστιανοί να προσκυνήσουν τον τίμιο Σταυρό.

Ο Ηράκλειος δεν ελησμόνησε το χρέος του. Την άνοιξη του 629 έπλευσε στη Συρία και από εκεί έφτασε στην ιερή πόλη κι έφερε το τιμιώτατο κειμήλιο. Το παρέδωσε σώο και ακέραιο στον πατριάρχη Ζαχαρία και στις 14 Σεπτεμβρίου ανύψωσε στην παλιά του θέση «τον ζωοποιόν Σταυρόν».

Πεζός και ανυπόδητος ο αυτοκράτορας, ως ένας ταπεινός άνθρωπος, πήγε έως το Γολγοθά κρατώντας μόνος του «τον τίμιον Σταυρόν». Πατριάρχης, κλήρος και λαός, που οι περισσότεροι είχαν δοκιμάσει τα δεινά της αιχμαλωσίας, ακολούθησαν δακρυσμένοι. Από τα βάθη της ψυχής τους ανέβαινε η ευχαριστία προς το Λυτρωτή τους από τους Πέρσες, το Λυτρωτή όλου του κόσμου: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου!…».

Τα ευσεβή έργα του.

Περισσότερα από 1300 χρόνια πέρασαν από τότε˙ ο Ηράκλειος λησμονήθηκε ίσως και η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπάρχει πια. Αλλά ζουν ακόμη – και θα ζουν, έως ότου υπάρχουν Έλληνες – οι δύο τελετές, του Ακαθίστου ύμνου και της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού.

Είναι τελετές θρησκευτικές και εθνικές μαζί και επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο την ίδια μέρα και ώρα˙ τις καθιέρωσαν ο Ηράκλειος και η Εκκλησία, ευχαριστήρια στην Παναγία, που βοήθησε τους χριστιανούς και έδιωξαν από την Πόλη τους Αβάρους, ευχαριστήρια στο Θεό, που με τη βοήθεια του Σταυρού Του έσωσε από τους Πέρσες τη χώρα.

Πόσο συγκινούν την ελληνική χριστιανική ψυχή, γιατί της θυμίζουν τι δύσκολους καιρούς πέρασαν η πατρίδα και η θρησκεία! Οι χριστιανοί πολέμησαν να σώσουν τη θρησκεία τους, και η θρησκεία του Χριστού άπλωσε την ευεργετική της δύναμη και προστάτευσε τους χριστιανούς και την πατρίδα τους!

Με ευλάβεια και συγκίνηση στις 14 Σεπτεμβρίου ακούουν οι χριστιανοί τον υπέροχο ύμνο και τον επαναλαμβάνουν:
«Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου…».

Και ζητούν να μη παύση να τους χαρίζη την προστασία Του…

Και κάθε χρόνο την Παρασκευή της πέμπτης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής, που γίνεται η ακολουθία του Ακαθίστου ύμνου, πλημμυρίζουν τους ναούς σε κάθε γωνιά της γης να προσευχηθούν. Όπου υπάρχει ελληνική εκκλησία, πλούσια ή φτωχή, ελεύθερη ή σκλαβωμένη ή στα μακρινά τα ξένα, με κατάνυξη και δάκρυα θα ακούσουν οι χριστιανοί πρώτα το χορό να ψάλλη τον περιώνυμο ύμνο:

«Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια!…».
Και έπειτα ο αγαθός ασπρομάλλης ιερέας με φωνή όλο συγκίνηση εμπρός στην εικόνα της σεμνής Θεοτόκου θα πη τους γλυκούς στίχους των γλυκυτάτων χαιρετισμών Της:
Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει˙
Χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει˙
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις˙
Χαίρε των δακρύων της Εύας η λύτρωσις…
Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα˙
Χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα˙
Χαίρε, ότι τον πολύφωτον ανατέλεις φωτισμόν˙
Χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν…
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε!

Και τότε οι χριστιανοί κλαίουν, κλαίουν ευχαριστημένοι, γιατί αισθάνονται, ότι η Παναγία είναι κοντά τους, έτοιμη να τους παρηγορήση, να τους πονέση, να τους βοηθήση σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής τους… >>

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952.

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί σαφές δείγμα της παιδείας που λάμβαναν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, βασισμένη στην χρηστοήθεια και την πλούσια ιστορική παράδοση που κατέχει στον διάβα των αιώνων ο Ελληνισμός. Εάν ρωτήσουμε σήμερα όχι κάποιο παιδί του δημοτικού αλλά ακόμη και ένα μαθητή του λυκείου (για να μην μιλήσω και για πολλούς συνομηλίκους μου 40 και άνω) ποιος είναι ο Ηράκλειος το πιθανότερο είναι να μας απαντήσει ότι είναι κάποιος utuber η κάποιος traper, οποιαδήποτε σύγκριση με το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν μας μόνο θλίψη και θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.